Πριν από 14 χρόνια, τον Μάιο του 2010, μία από τις εμβληματικές εφημερίδες του ελληνικού Τύπου που δεν υπάρχει πια, η «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», δημοσίευσε με αφορμή την επικίνδυνη περίοδο που διήνυε τότε η χώρα μια έρευνα με τον τίτλο «Να καεί ή να μην καεί το ‘‘μπουρδέλο’’ η Βουλή;».
Η εφημερίδα ήθελε να μάθει πώς ένα σύνθημα που μέχρι πρότινος ακουγόταν -χρόνια τώρα- από κάθε αναρχική πορεία όταν έφτανε στην Πλατείας Συντάγματος και πρωτοαντίκριζε το κτίριο της Βουλής, έφθασε να αποτελεί το κεντρικό σύνθημα χιλιάδων απλών ανθρώπων κάθε ηλικίας και πολιτικής τοποθέτησης που διαδήλωναν με οργή και αποστροφή.
Η Βουλή δεν κάηκε τελικά. Έμεινε όρθια, αν και μας προσέφερε πολλές φορές «σπαρταριστά» επεισόδια, πότε με τους χρυσαυγίτες που μετέτρεπαν την αίθουσα σε αλάνα, πότε με άλλους εθνοπατέρες που θέλοντας να «φανούν» και να ακουστούν, χρησιμοποίησαν άλλους, πιο ευφάνταστους τρόπους. Αυτό που δεν είχαμε δει ήταν να πέφτει ξύλο. Να δούμε βουλευτή να δέρνει μέσα σε αυτήν έναν άλλον!
Υπάρχει λοιπόν κόσμος που θέλει να δει στη Βουλή ξύλο και τραμπουκισμούς; Που θέλει τον ευτελισμό των διαδικασιών και την απαξίωση του κορυφαίου θεσμού της δημοκρατίας;
Σαφώς και υπάρχει τέτοιος κόσμος. Όπως υπάρχουν και οι χούλιγκαν με τις φωτοβολίδες και οι «μάτσο» άντρες που σκοτώνουν τις γυναίκες τους και τα καλόπαιδα που τραμπουκίζουν στις πλατείες και στα σχολεία. Υπάρχουν όλοι αυτοί που θεωρούν απολύτως νορμάλ να λύνουμε τις διαφορές μας με βρισιές και ξύλο και δεν θεωρούν ιδιαίτερα κακό αυτό που συνέβη.
Αυτοί που στέλνουν τους ομοίους τους ως εκπροσώπους τους στη Βουλή, η αιωνίως «πεινασμένη» κερκίδα που παρακολουθεί την αρένα και κραυγάζει για περισσότερο θέαμα και αίμα. Παντού.