Το τηλεφώνημα που έγινε αργά το βράδυ της περασμένης Κυριακής στον αξιωματικό της Ασφάλειας από την υπηρεσία του ήταν χωρίς πολλές λεπτομέρειες και διευκρινίσεις. Έπρεπε να ετοιμαστεί, καθώς τις πρώτες πρωινές ώρες θα ξεκινούσε μια μεγάλη επιχείρηση της Ασφάλειας Αττικής και θα χρειαζόταν ενίσχυση καθώς θα γίνονταν δεκάδες συλλήψεις.
Του ΦΩΤΗ ΑΝΔΡΕΟΥ
Προσπάθησε να φανταστεί ποια υπόθεση θα μπορούσε να αφορά, αλλά δεν πήγε το μυαλό του καθώς δεν του είπαν ποια υπηρεσία τον χρειαζόταν. Ετοίμασε τα πράγματα του, πήρε το όπλο του, το αλεξίσφαιρο γιλέκο του και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Δυσκολεύτηκε να τον πάρει ο ύπνος από το άγχος, λες και ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινε σε επιχείρηση. Όμως μέσα του τον «έτρωγε» ότι πρόκειται για κάτι μεγάλο. Λίγες ώρες αργότερα όμως θα έβλεπε «ιδίοις όμμασιν» περί τίνος επρόκειτο… Όταν έφτασε γύρω στις τρεις το πρωί στο κτίριο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, είδε το αμφιθέατρο να έχει γεμίσει αστυνομικούς που σχεδόν κανείς τους δεν ήξερε τίποτα για την επιχείρηση.
Συλλήψεις
Ο διοικητής Ασφάλειας Αττικής, υποστράτηγος Φώτης Ντουίτσης, στάθηκε στη γεμάτη αίθουσα και μίλησε σε όλους τους αστυνομικούς, παρά το γεγονός ότι η φωνή του μόλις που έβγαινε. Ένα κρύωμα των τελευταίων ημερών δεν τον άφηνε να «φωνάξει» ότι πήγαιναν για να συλλάβουν μια εγκληματική οργάνωση, η οποία μεταξύ άλλων ήταν υπεύθυνη και για τη δολοφονία του συναδέλφου τους Γιώργου Λυγγερίδη στις αρχές του περασμένου Δεκεμβρίου έξω από το γήπεδο «Μελίνα Μερκούρη» στην περιοχή του Ρέντη.
«Μόλις άκουσα τον διοικητή της Ασφάλειας να μας λέει ότι η επιχείρηση ήταν για τον 31χρονο υπαρχιφύλακα των ΜΑΤ, τον φίλο μου τον Γιώργο με τον οποίο είχα υπηρετήσει μαζί για ένα διάστημα στα ΜΑΤ, δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Από τη μια ήθελα να βάλω τα κλάματα από τη συγκίνηση και την ένταση που ένιωσα, και από την άλλη ήθελα να φύγω γιατί δεν ήθελα να αντικρίσω αυτούς που ήταν υπεύθυνοι για τη δολοφονία του φίλου μου», περιγράφει μιλώντας στην «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ» ο αστυνομικός.
Η επιχείρηση που είχε την κωδική ονομασία «Δαμόκλειος Σπάθη» ήταν έτοιμη να ξεκινήσει και όλα είχαν σχεδιαστεί ώστε να πιάσουν στην κυριολεξία στον ύπνο τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης. Όμως οι επικεφαλής είχαν ένα μεγάλο άγχος που θα μπορούσε να «τινάξει» στον αέρα αυτό που σχεδίαζαν επί μήνες αλλά και τις ατελείωτες ώρες έρευνας των στελεχών της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Αθλητικής Βίας. Δεν έπρεπε να διαρρεύσει το παραμικρό, καθώς αρκούσε μια μικρή «χαραμάδα» για να διαφύγουν όλοι εκείνοι που το βράδυ της 7ης Δεκεμβρίου είχαν πάει στο γήπεδο όχι για να δουν τον αγώνα βόλεϊ γυναικών, αλλά για να συμμετάσχουν σε ακόμα ένα «επεισόδιο» με αντιπάλους τους αστυνομικούς, όπως περιγράφεται και στα έγγραφα της ογκωδέστατης δικογραφίας.
Μετρημένοι στα δάχτυλα
Οι μόνοι που γνώριζαν για την επιχείρηση ήταν οι επικεφαλής των υπηρεσιών, άτομα δηλαδή μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Στην επιχείρηση, καθώς θα γίνονταν και κατ’ οίκον έρευνες, ήταν απαραίτητη και η παρουσία εισαγγελικών λειτουργών και γι’ αυτόν τον λόγο πολλές και διαφορετικές υπηρεσίες της Ασφάλειας επικοινώνησαν με εισαγγελείς και ζήτησαν να είναι παρόντες, αλλά χωρίς να δίνουν και πάρα πολλά στοιχεία. «Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι αμφισβητούμε την ακεραιότητα των εισαγγελικών αρχών. Άλλωστε, στον σχηματισμό της συγκεκριμένης δικογραφίας η συμβολή τους ήταν πολύτιμη και αυτό θεωρούμε ότι θα φανεί και κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης που τώρα ξεκίνησε», λέει ανώτερος αξιωματικός της Αστυνομίας που ασχολήθηκε επί μήνες με την υπόθεση.
Αστυνομικοί της ΟΠΚΕ αλλά και από την Ασφάλεια μπήκαν στα αυτοκίνητα και ξεκίνησαν για τα σπίτια των μελών της εγκληματικής οργάνωσης, τα οποία είχαν «μαρκαριστεί» εδώ και πολύ καιρό.
Για τη λεγόμενη «σκληρή ομάδα των 20» χρησιμοποιήθηκε η ΕΚΑΜ, ίσως η καλύτερα εκπαιδευμένη ομάδα της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει τι θα αντιμετώπιζαν όταν θα… χτυπούσαν το κουδούνι μέσα στα χαράματα. «Πολλοί από τους συλληφθέντες κατά τη διάρκεια των εφόδων που έγιναν, σε περιοχές κυρίως της Δυτικής Αττικής, μιλούσαν στα τηλέφωνα και θεωρούσαν ότι δέχονται ‘‘πέσιμο’’ στα σπίτια τους από… παναθηναϊκούς», λέει αστυνομικός που συμμετείχε στην επιχείρηση.
Ο «κοντός»
Όλα πήγαν όπως είχαν σχεδιαστεί, αν και τουλάχιστον τρία άτομα, με πολύ ενεργό ρόλο, κατάφεραν ή να διαφύγουν το προηγούμενο χρονικό διάστημα ή δεν εντοπίστηκαν. Πολύς λόγος έγινε για τον βασικότερο από τους κατηγορουμένους, τον αποκαλούμενο «κοντό», ο οποίος είναι ηγετικό στέλεχος της θύρας 7 του Ολυμπιακού και εντοπίστηκε στα Γιάννενα να πίνει τον καφέ του σε καφετέρια της περιοχής μαζί με τη φίλη του. Στην κατοχή του βρέθηκαν 5.000 ευρώ και τέσσερα κινητά τηλέφωνα, με τις Αρχές να θεωρούν ότι με κάποιον τρόπο είχε ενημερωθεί για την επικείμενη επιχείρηση της Αστυνομίας και γι’ αυτό απομακρύνθηκε από την Αθήνα και ίσως να προσπαθούσε να διαφύγει σε κάποια γειτονική χώρα, όπως η Αλβανία ή η Σερβία, όπου είναι γνωστό ότι οι οπαδοί του Ολυμπιακού έχουν πολύ καλές σχέσεις με οπαδούς άλλων ομάδων.
Έβαλαν τα κλάματα
Όλα τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης μεταφέρθηκαν στον 7ο όροφο της Ασφάλειας Αττικής, όπου είναι τα γραφεία της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Αθλητικής Βίας. «Κανείς τους δεν ήξερε στην αρχή για ποιο λόγο είχε συλληφθεί. Όταν τους λέγαμε τις πράξεις για τις οποίες θα παραπέμπονταν στη Δικαιοσύνη, πολλοί ήταν αυτοί, είτε μικροί είτε μεγάλοι, που έβαλαν τα κλάματα», λέει αστυνομικός ο οποίος πήρε τις απολογίες των χούλιγκαν. Οι ώρες στα κρατητήρια της ΓΑΔΑ ήταν πολλές και κάποιες φορές προκλήθηκε ένταση με τους κρατουμένους που φώναζαν και διαμαρτύρονταν. Όμως οι επικεφαλής της έρευνας δεν είχαν καμία διάθεση να ασχοληθούν με τέτοιου είδους αντιδράσεις και όταν η κατάσταση πήγε να ξεφύγει, κλήθηκαν αστυνομικοί της ΟΠΚΕ στους οποίους δόθηκαν συγκεκριμένες εντολές για το πώς να αντιδράσουν σε όποιον δεν συμμορφωνόταν με τις υποδείξεις τους. Τελικά, τίποτα δεν χρειάστηκε, καθώς όλοι οι συλληφθέντες έπρεπε να ηρεμήσουν και να σκεφθούν ότι ήταν αντιμέτωποι με ένα πολύ σοβαρό κακούργημα… Τη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.