Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Τα διαχρονικά προβλήματα στην ενοποίηση της Ευρώπης

Τον περασμένο Μάρτιο στις Βρυξέλλες οι ηγέτες της Σλοβενίας και της Μάλτας είχαν υπογράψει κοινή ανακοίνωση με τη Μαδρίτη και το Δουβλίνο, στην οποία οι τέσσερις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέφραζαν την επιθυμία τους να αναγνωρίσουν ένα παλαιστινιακό κράτος, όπως αυτό ανακηρύχθηκε επίσημα από την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) στις 15 Νοεμβρίου 1988, διεκδικώντας την κυριαρχία στα διεθνώς αναγνωρισμένα παλαιστινιακά εδάφη: τη Δυτική Όχθη, η οποία περιλαμβάνει την Ανατολική Ιερουσαλήμ, και τη Λωρίδα της Γάζας. Πολύ πιο πριν, από το 2014, η Σουηδία είχε αναγνωρίσει επίσημα το κράτος της Παλαιστίνης ως το πρώτο μέλος της ΕΕ στη Δυτική Ευρώπη που το έκανε αυτό.

Του Νίκου Βασιλειάδη

Δύο μήνες μετά, την περασμένη Τετάρτη, η Νορβηγία, η Ιρλανδία και η Ισπανία προχώρησαν στην υλοποίηση αυτής της ανακοίνωσης δηλώνοντας πως από 28 Μαΐου 2024 θα μπει σε ισχύ η αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους, με την ελπίδα ότι το παράδειγμά τους θα ακολουθήσουν και άλλες χώρες, την ώρα που η λύση των δύο κρατών «κινδυνεύει» εν μέσω του πολέμου στη Γάζα.

Την απόφαση αυτή των τριών χωρών χαιρέτισε μάλιστα και το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο σε ανακοίνωσή του ανέφερε: «Η Παλαιστίνη να αποκτήσει το καθεστώς που της αξίζει στη διεθνή κοινότητα», συμπληρώνοντας πως η Τουρκία θα συνεχίσει τις προσπάθειες να πιέσει περισσότερα κράτη να αναγνωρίσουν την Παλαιστίνη».

Διχασμός

Η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι σε αυτή την πρωτοβουλία ήταν αναιμική. Υπήρξε μόνο μια άνευρη δήλωση του επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ, στην οποία επισήμαινε πως λαμβάνει υπόψη του «τη σημερινή ανακοίνωση των δύο κρατών-μελών -της Ιρλανδίας και της Ισπανίας- καθώς και της Νορβηγίας για την αναγνώριση του κράτους της Παλαιστίνης», συμπληρώνοντας πως «στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, θα συνεχίσω αδιάκοπα να εργάζομαι με όλα τα κράτη-μέλη για να προωθήσω την κοινή θέση της ΕΕ που βασίζεται στη λύση των δύο κρατών», παραπέμποντας το θέμα στους 27 υπουργούς Εξωτερικών, κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, την ερχόμενη Δευτέρα στις Βρυξέλλες.

Μάλιστα, στο debate των υποψηφίων για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όταν ρωτήθηκε σχετικά με τον πόλεμο στη Γάζα και τις τελευταίες εξελίξεις με τα εντάλματα σύλληψης για Νετανιάχου και τους ηγέτες της Χαμάς, η απερχόμενη πρόεδρος της Κομισιόν και εκ νέου υποψήφια, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προσπάθησε -ίσως ανεπιτυχώς- να αποφύγει να πάρει θέση, προτιμώντας να αναφερθεί στα χρήματα και στην ανθρωπιστική βοήθεια που στέλνει η ΕΕ στην Παλαιστίνη. Τάχθηκε ωστόσο υπέρ της λύσης των δύο κρατών.

Ωστόσο η Ευρώπη βρίσκεται διχασμένη, καθώς οι περισσότερες χώρες που βρίσκονται στην ευρωπαϊκή οικογένεια διαφωνούν με τις χώρες που τάσσονται υπέρ της αναγνώρισης της Παλαιστίνης.

Σε ένα κρίσιμο ζήτημα για ακόμη μία φορά η ΕΕ δεν καταφέρνει να συντονιστεί σε μια κοινή πολιτική, με την απουσία της ενιαίας στάσης των κρατών-μελών να αναδεικνύει τη διπλωματική αδυναμία και τη μικρή επιρροή της ΕΕ στα μεγάλα διεθνή ζητήματα.

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι φυσικά κάτι καινούργιο. Σε μια έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Politico και διεξήχθη από το ComRes για λογαριασμό του CNN το 2018, οι Ευρωπαίοι ηγέτες δήλωναν ήδη διχασμένοι και το ίδιο νιώθουν και οι λαοί της Ευρώπης αναφορικά με το Μεσανατολικό. Σε ένα ποσοστό 50-53% οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν ήθελαν να ταχθούν ούτε υπέρ των Παλαιστινίων και των Ισραηλινών, ούτε υπέρ της κρατικής ηγεσίας τους.

Από τη μία πλευρά, κράτη όπως η Γερμανία και η Ουγγαρία θεωρούν βασικά την αντίδραση – αντεπίθεση του ισραηλινού στρατού ως νόμιμη αυτοάμυνα και, από την άλλη, υπάρχουν χώρες όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία η Νορβηγία και το Βέλγιο που επικρίνουν τις ενέργειες του Ισραήλ στην ελεγχόμενη από τη Χαμάς Λωρίδα της Γάζας και ζητούν ανθρωπιστική κατάπαυση του πυρός ενόψει των πολλών θυμάτων αμάχων.

Εσωτερικές διαφωνίες

Ακόμη και μεταξύ των κορυφαίων εκπροσώπων των ευρωπαϊκών θεσμών υπάρχουν διαφωνίες για τη σωστή πορεία. Ο εκπρόσωπος Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, Ζοζέπ Μπορέλ, και ο πρόεδρος του Συμβουλίου της ΕΕ, Σαρλ Μισέλ, έχουν κατηγορήσει την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ότι βλάπτει τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περιοχή και επιδεινώνει τις εντάσεις και το μίσος, καθώς εμφανίζεται πολύ φιλική προς το Ισραήλ, ξεχνώντας να πει κατά την επίσκεψή της στο Ισραήλ για την ανάγκη εφαρμογής του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, μιλώντας μόνο για αλληλεγγύη στο Ισραήλ.

Μάλιστα, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ επενέβη για να «διορθώσει» την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, λέγοντας ότι δεν ασκεί εξωτερική πολιτική της Ευρώπης, αλλά τα κράτη-μέλη.

Με άλλα λόγια, η ηγεσία της ΕΕ εμφανίζεται ανήμπορη να παίξει σημαντικό ρόλο στο Μεσανατολικό, ένα ζήτημα που την αφορά άμεσα, ξεχνώντας ότι η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να εισαχθεί με βίαιο τρόπο στην Ευρώπη. Κοινή διαπίστωση όλων είναι πως η Ευρώπη στα μεγάλα ζητήματα δεν βασίζεται πλέον στη δική της διπλωματία, αλλά επαφίεται σε τρίτες χώρες να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως, για παράδειγμα στην περίπτωση της σύγκρουσης Ισραήλ – Χαμάς, στο Κατάρ, προκειμένου να διαπραγματευθεί την απελευθέρωση των ομήρων. Ή συμπεριφέρεται σαν να μη βλέπει ότι ο θάνατος του Ιρανού προέδρου οδηγεί τις σχέσεις Ιράν και ΗΠΑ σε επικίνδυνη, ανοιχτή σύγκρουση με σημείο αναφοράς τα πυρηνικά όπλα του Ιράν.

Αδυναμία να καλύψει το κενό

Η απουσία αυτή της κοινής γραμμής στην εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι κάτι νέο. Τα τελευταία χρόνια, από τότε που ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος διέλυσε την αμερικανική παγκόσμια ηγετική θέση, είχε μόνο περιφρόνηση για την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, τις διατλαντικές σχέσεις και τους πολυμερείς θεσμούς, η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε μια σπάνια ευκαιρία να αρχίσει να δρα στρατηγικά. Η στάση αυτή του Τραμπ θα μπορούσε να αποτελέσει μια ευκαιρία για τους Ευρωπαίους να προσπαθήσουν και να καλύψουν το κενό που δημιουργήθηκε διεθνώς. Αντ’ αυτού, τη σπατάλησαν. Φαινόταν ότι προτιμούν να ασκούν κριτική, αν δεν κορόιδευαν, στην αμερικανική κυβέρνηση, αντί να κινητοποιήσουν την ευρωπαϊκή λαϊκή στήριξη για την οικοδόμηση μιας πιο στρατηγικής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ. Αυτό ήταν που προσπάθησε ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, αλλά απέτυχε να το πραγματοποιήσει.

Αυτή η ανικανότητα στην ύπαρξη μιας κοινής στάσης που να υπερασπίζεται συλλογικά τα συμφέροντα και τις αξίες εντός της ΕΕ είναι «χαρτί» κυρίως στα χέρια της Κίνας και της, που αναγνωρίζουν την αδυναμία της ΕΕ ως μη παράγοντα εξωτερικής πολιτικής. Αυτό τους επιτρέπει να προωθούν τα δικά τους συμφέροντα με μεμονωμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

Όλα αυτά βεβαίως αντικατοπτρίζονται στους λαούς της Ευρώπης, οι οποίοι άρχισαν να πληρώνουν το υψηλό τίμημα αυτών των πολιτικών, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας, της κατάρρευσης των οικονομικών συνθηκών, των εξαρτημένων πολιτικών θέσεων και της επακόλουθης εμφάνισης λαϊκών διαδηλώσεων, με τη συμμετοχή εκατομμυρίων πολιτών στις ευρωπαϊκές πόλεις ενάντια στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών-μελών της, και στα μέτρα λιτότητας των κυβερνήσεων τους. Με τη συμμετοχή δεξιών ή συντηρητικών κεντροδεξιών κομμάτων ή και της ακραίας. λαϊκιστικής Δεξιάς σε ορισμένα από αυτά.

Άμυνα και ασφάλεια

Αυτή τη χρονική στιγμή στην πορεία προς τις εκλογές για την ανάδειξη του νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον ερχόμενο Ιούνιο επιβάλλεται η ανάδειξη των μεγάλων θεμάτων που απασχολούν την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και ένας εκ των θεμελιωδών πυλώνων της Ένωσης που παραμένει σε εκκρεμότητα για δεκαετίες είναι το διακύβευμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και το ζήτημα της ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας.

Εδώ η μόνη αναφορά στο προεκλογικό παλμαρέ των ευρωπαϊκών κομμάτων ήταν η αναφορά της επικεφαλής της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν η οποία, κατά τη διάρκεια του debate για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υιοθέτησε την πρόταση για κοινή ευρωπαϊκή αεράμυνα που ζήτησαν ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο ομόλογός του τής Πολωνίας Ντόναλντ Τουσκ, τονίζοντας την αναγκαιότητα στήριξης της ελληνοπολωνικής πρωτοβουλίας.

Κανείς δεν αντιλέγει πως η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ασφαλώς μια υπερδύναμη σε επίπεδο οικονομικό. Πολιτικά όμως εξακολουθεί να έχει σοβαρότατες αδυναμίες. Οι δυνατότητές της να έχει σοβαρή επίδραση στο παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι είναι περιορισμένες, ακριβώς γιατί δεν έχει κοινή εξωτερική πολιτική ούτε κοινή άμυνα.

Οι πόλεμοι στα Βαλκάνια, ο πόλεμος στον Κόλπο, το χάος στο Αφγανιστάν, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η μεσανατολική πολεμική κρίση επιβεβαιώνουν αυτό το ευρωπαϊκό πρόβλημα.

Θεμελιώδες λοιπόν ερώτημα για τις επερχόμενες ευρωπαϊκές εκλογές είναι η διασφάλιση της εξέλιξης σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση ομοσπονδιακού χαρακτήρα που να ελέγχεται δημοκρατικά από ένα ισχυρό Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και που να μπορεί να μετέχει αποφασιστικά στο διεθνές πολιτικό παιχνίδι.

Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει εγκατάλειψη της φοβίας και της αγωνίας για εθνικές πολιτιστικές ταυτότητες, του πανικού για το εθνικό κράτος και των κάθε λογής ευρωσκεπτικιστικών αντιλήψεων που κατάφεραν να καθυστερήσουν σοβαρά την ουσιαστική ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση.

Αν αυτές οι τάσεις, αντιλήψεις και νοοτροπίες δεν εγκαταλειφθούν, και μάλιστα γρήγορα, θα έχουμε μεν μια οικονομικά ενωμένη Ευρώπη, τη μεγαλύτερη αγορά του πλανήτη, δεν θα έχουμε όμως μια συντεταγμένη πολιτική δύναμη, ισχυρή πολιτική εξουσία και συνεπώς ούτε κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και άμυνας.

Οι επιλογές

Δυστυχώς, πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν τη συζήτηση δεν έχουν τόσο οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές και τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα, όσο διάφοροι τεχνοκράτες και πολιτικοί αναλυτές, με εξαίρεση σε αυτήν την πολιτική αφωνία τον πρόεδρο της Γαλλίας, Εμ. Μακρόν, ο οποίος μιλώντας στο Παρίσι σημείωσε πως: «Πρέπει να είμαστε διαυγείς και να αναγνωρίσουμε ότι η Ευρώπη μας είναι θνητή. Μπορεί να πεθάνει. Όλα εξαρτώνται από τις επιλογές που θα κάνουμε, και αυτές οι επιλογές πρέπει να γίνουν τώρα. Η εποχή κατά την οποία η Ε.Ε. αγόραζε την ενέργεια και τα λιπάσματά της από τη Ρωσία, ανέθετε την παραγωγή της στην Κίνα και εξαρτιόταν από τις ΗΠΑ για την ασφάλειά της έχει τελειώσει».

Συμπέρασμα: Όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει να περιστρέφεται στην τροχιά των Ηνωμένων Πολιτειών και να ακολουθεί ως πρότυπο την εξωτερική τους πολιτική στα περισσότερα παγκόσμια ζητήματα, δεν απολαύει ανεξαρτησίας στη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Αν η Ευρώπη θέλει πραγματικά να έχει υπολογίσιμη υπόσταση, να παρεμβαίνει στα παγκόσμια δρώμενα και να είναι τουλάχιστον σε θέση να υπερασπίζεται τα δικά της συμφέροντα, τότε θα ήταν αναγκαίο να αποδείξει σε φίλους και αντιπάλους πως έχει την πρόθεση να το κάνει, χωρίς να έχει την ανάγκη κανενός.

 

 

Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

spot_img

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ