Tο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) καταδίκασε σήμερα τη Ρωσία για τον νόμο της σχετικά με τις «ανεπιθύμητες οργανώσεις» που τέθηκε σε ισχύ το 2015 και ο οποίος συνεπάγεται σημαντικούς περιορισμούς για τις οργανώσεις που τίθενται στο στόχαστρο και τα φυσικά πρόσωπα που εμπλέκονται στις δραστηριότητές τους.
Συνολικά, η Ρωσία καταδικάστηκε να καταβάλει εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ σε τέσσερις οργανώσεις και περίπου 80 άτομα, μεταξύ των οποίων και ο φυλακισμένος αντιπολιτευόμενος Βλαντίμιρ Καρά-Μουρζά.
Το ΕΔΔΑ, που εδρεύει στο Στρασβούργο, υπενθυμίζει επίσης πως η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης «συνεχίζει να παρακολουθεί την εκτέλεση των αποφάσεων που έχει εκδώσει το Δικαστήριο εναντίον της Ρωσίας και τις οποίες εκείνη είναι υποχρεωμένη να εκτελέσει».
Η Μόσχα αποκλείστηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης τον Σεπτέμβριο του 2022 μετά την εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, όμως η Ρωσία παραμένει υπόλογη ενώπιον του ΕΔΔΑ για παραβιάσεις που διαπράχθηκαν πριν από αυτήν την ημερομηνία.
Στην απόφαση που ανακοίνωσε σήμερα, το Δικαστήριο σημειώνει πως ο νόμος για τις ανεπιθύμητες οργανώσεις «συνεπάγεται σημαντικούς περιορισμούς» για μία οργάνωση που κατατάσσεται σε αυτές: δεν μπορεί να έχει γραφεία, τραπεζικούς λογαριασμούς ούτε να πραγματοποιεί προγράμματα στη Ρωσία, και η πρόσβαση στον διαδικτυακό ιστότοπό της από τη Ρωσία είναι περιορισμένη.
Το 2021, απαγορεύθηκε επίσης σε Ρώσους υπηκόους η συμμετοχή στις δραστηριότητες μιας «ανεπιθύμητης οργάνωσης», ενώ ούτε καν διέμεναν στη Ρωσία. Οι κυρώσεις ξεκινούσαν από απλά πρόστιμα και έφθαναν σε ποινές φυλάκισης ή καταναγκαστικών έργων.
Το ΕΔΔΑ υπογραμμίζει πως ο νόμος δεν είναι αρκετά ακριβής σε ό,τι αφορά τις συμπεριφορές ΜΚΟ που θεωρούνται μεμπτές και σημειώνει τη χρήση «ασαφών και ανακριβών όρων προκειμένου να οριστούν τα κίνητρα που μπορεί να δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό τους ως ‘ανεπιθύμητες’.
«Αυτές οι ανεπάρκειες κατέστησαν την εφαρμογή του νόμου μη προβλέψιμη», υπογραμμίζει το ΕΔΔΑ.
«Το Δικαστήριο κρίνει πως οι νομικές διατάξεις που σχετίζονται με τις ‘ανεπιθύμητες οργανώσεις’ δεν διατυπώθηκαν με επαρκή ακρίβεια προκειμένου να επιτρέψουν στις οργανώσεις των εναγόντων να προβλέψουν πως οι ενέργειές τους, [που θα ήταν] νόμιμες κανονικά, θα κατέληγαν στον χαρακτηρισμό τους ως ‘ανεπιθύμητων’ και στην απαγόρευση των δραστηριοτήτων τους στη Ρωσία», εκτιμά το ευρωπαϊκό δικαστήριο.
Εξάλλου, «η προσφυγή στη δικαιοσύνη από τους ενάγοντες δεν προσέφερε κατάλληλες εγγυήσεις κατά της σχεδόν απεριόριστης διακριτικής εξουσίας, που αναγνωρίζεται στις εκτελεστικές αρχές για το θέμα αυτό».
Κατά συνέπεια, η Ρωσία παραβίασε τα άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που σχετίζονται με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την ελευθερία της έκφρασης.
Εξάλλου, η Ρωσία καταδικάστηκε σήμερα από το ΕΔΔΑ για την άρνησή της να επιτρέψει, κυρίως στη ΜΚΟ Memorial, που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 2022, πρόσβαση σε αρχεία για την καταπίεση κατά τη σοβιετική περίοδο.
«Η έρευνα της ιστορικής αλήθειας αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης», ανέφερε το Δικαστήριο.
Αιτήματα είχαν κατατεθεί μεταξύ του 2012 και του 2022 από πέντε Ρώσους υπηκόους που ερευνούν την ιστορία της πολιτικής καταπίεσης στη Σοβιετική Ένωση και από την International Memorial, τη ρωσική ΜΚΟ που τιμήθηκε με Νόμπελ Ειρήνης το 2022 για την τεκμηριωτική εργασία της σχετικά με τις παραβιάσεις δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Προσπάθησαν να αποκτήσουν πρόσβαση στα σχετικά αρχεία, κυρίως για τις «εκτελέσεις και απελάσεις μελών εθνικών ομάδων που είχαν διαταχθεί από εξωδικαστικά όργανα τα χρόνια του 1930 και του 1940», σύμφωνα με το Δικαστήριο.
Την ίδια περίοδο η Μαρί Ντουπουί, η Ελβετή μικρανεψιά του Ραούλ Βάλενμπεργκ, Σουηδού διπλωμάτη που είχε σώσει δεκάδες χιλιάδες Ούγγρους Εβραίους στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χορηγώντας τους σουηδικά έγγραφα, είχε ζητήσει επίσης πρόσβαση στα έγγραφα για την καταπίεση στη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου.
H κ. Ντουπουί ερευνούσε πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών για την τύχη που επιφυλάχθηκε στον Ρ. Βάλενμπεργκ, που πέθανε στη Μόσχα σε ένα κελί της Λουμπιάνκα, έδρας των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, τον Ιούλιο του 1947, δύο χρόνια αφότου είχε κληθεί στην έδρα του Κόκκινου Στρατού στη Βουδαπέστη.
«Σε όλες τις περιπτώσεις, οι αιτούντες είτε συνάντησαν την πλήρη άρνηση πρόσβασης σε πληροφορίες, είτε απέκτησαν ατελείς πληροφορίες, είτε τους απαγορεύτηκε να κάνουν φωτοτυπίες των αυθεντικών εγγράφων», συνοψίζει το δικαστήριο.
Ένας από τους αιτούντες θεωρήθηκε μάλιστα ύποπτος για παράνομη συλλογή «προσωπικών και οικογενειακών μυστικών» θυμάτων εθνικής καταπίεσης στο πλαίσιο των εργασιών «για την υποχρεωτική επανεγκατάσταση Ρώσων γερμανικής καταγωγής», αναφέρει ο δικαστικός βραχίονας του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Η άρνηση των ρωσικών αρχών «συνιστά επέμβαση στο δικαίωμά τους να λαμβάνουν πληροφορίες» και αποτελεί ως εκ τούτου παραβίαση του άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταλήγει το ΕΔΔΑ.