Ενώπιον του ανακριτή βρίσκεται αυτή την ώρα η περιβόητη Κ.A., η φερόμενη ως αρχηγός της σπείρας των εκβιαστών, η οποία διατάσσοντας, καθοδηγώντας και εποπτεύοντας τα υπόλοιπα μέλη της σπείρας αποσπούσε από επιχειρηματίες τεράστια χρηματικά ποσά που άγγιζαν τα 700.000 ευρώ το χρόνο.
Η ίδια προσέγγιζε καταστηματάρχες και τους προσέφερε προστασία από τους ελέγχους των δημοσίων υπηρεσιών έναντι της απαραίτητης μίζας. Η «Νάνσυ» ήταν πολύ προσεκτική στον τρόπο δράσης της, στις τηλεφωνικές της επικοινωνίες και προτιμούσε τις δια ζώσης συναντήσεις με τους «βρώμικους» δημοσίους υπαλλήλους.
Όπως αναφέρεται στο eportal.gr, η K.A., αναλάμβανε σύμφωνα με τις Αρχές τη διαδικασία αδειοδότησης Καταστημάτων Υγειονομικού Ενδιαφέροντος τα οποία έχουν την υποχρέωση να πληρούν όλους τους όρους της κείμενης πολεοδομικής και υγειονομικής νομοθεσίας, καθώς και την διαχείριση των μετέπειτα θεμάτων που θα προέκυπταν με αυτά, όπως είναι οι βεβαιώσεις παραβάσεων από δημόσιες υπηρεσίες, η αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος ή Α.Φ.Μ. άλλα θέματα που αφορούν στην λειτουργία λόγω πολλαπλών παραβάσεων και καταστημάτων, ξενοδοχείων και υπό κατασκευή κτισμάτων.
Για τον λόγο αυτό, γνώριζε σε πολύ καλό βαθμό τις απαραίτητες διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθήσει στις δημόσιες υπηρεσίες και είχε αναπτύξει ένα ευρύ δίκτυο γνωριμιών που αποτελούνταν από καταστηματάρχες και από δημοσίους υπαλλήλους όλων των φορέων που εμπλεκόταν στην αδειοδότηση και τον έλεγχο των ανωτέρω επιχειρήσεων.
Πώς προσέγγιζε τους καταστηματάρχες
Η ίδια προσέγγιζε τους καταστηματάρχες και τους προσέφερε προστασία από τους ελέγχους των δημοσίων υπηρεσιών με αντάλλαγμα φυσικά χρήματα. Τους διαβεβαίωνε πως έτσι δεν θα τους βεβαιώνονται παραβάσεις και οι επιχειρήσεις τους θα λειτουργούν κανονικά.
Για να επιτύχει τους σκοπούς της και να εξαναγκάσει τους ιδιοκτήτες καταστημάτων να ενταχθούν υπό την προστασία της οργάνωσης, η «Νάνσυ» έδινε εντολές στους δημοσίους υπαλλήλους μέλη της οργάνωσης να πραγματοποιούν στοχευμένους ελέγχους σε καταστήματα που έχοντας προηγουμένως προσεγγίσει τους ιδιοκτήτες, γνώριζε ότι μετά τον έλεγχο θα ζητούσαν την συνδρομή της για να αποφύγουν την βεβαίωση παραβάσεων.
Την ίδια διαδικασία ακολουθούσε και όταν ορισμένοι καταστηματάρχες χρωστούσαν χρήματα ή δεν επιθυμούσαν να ενταχθούν υπό την προστασία της οργάνωσης, απειλώντας τους και στέλνοντας του δημοσίους υπαλλήλους που δούλευαν για λογαριασμό της για έλεγχο, ώστε να τους εκφοβίσει.
Μάλιστα, πολλές φορές πήγαινε και η ίδια από κοινού με τους δημοσίους υπαλλήλους για ελέγχους στα καταστήματα, αφενός για να κάνει εμφανές στους καταστηματάρχες ότι πράγματι γνωρίζει τους δημοσίους υπαλλήλους και αφετέρου για να τους γνωστοποιήσει ότι η απειλή βεβαίωσης παραβάσεων είναι πραγματική.
Όταν τα καταστήματα είχαν εμφανείς παραβάσεις έδινε εντολές στους δημοσίους υπαλλήλους να βεβαιώσουν ψευδώς ότι όλα είχαν καλώς, ώστε να λάβουν τα συμφωνηθέντα χρηματικά ανταλλάγματα. Επίσης, εάν επιθυμούσε να πιέσει κάποιον καταστηματάρχη να γίνει «πελάτης» της οργάνωσης, καθοδηγούσε τους υπαλλήλους να είναι αυστηροί στον έλεγχο, παρόλο που αργότερα δεν θα βεβαίωναν κάποια παράβαση.
Επιπλέον, κατόπιν δικών της εντολών, οι δημόσιοι λειτουργοί δεν μετέβαιναν για τους προβλεπόμενους ελέγχους ή βεβαίωναν παραβάσεις ελαφρύτερες από τις κανονικές, έθεταν έγγραφα στο αρχείο, και βεβαίωναν ψευδώς γεγονότα σε δημόσια έγγραφα.
«Σας συμφέρει να δωροδοκείτε τους υπαλλήλους»
Λόγω της εμπειρίας της και των γνωριμιών της, ενέπνεε εμπιστοσύνη στους καταστηματάρχες, οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις ζητούσαν με δική τους πρωτοβουλία την συνδρομή της σχετικά με «προβλήματα» που αντιμετώπιζαν εξαιτίας ελέγχων δημοσίων υπηρεσιών, ενώ αυτή τους τόνιζε πως τους συμφέρει περισσότερο οικονομικά να δωροδοκούν τους δημοσίους υπαλλήλους παρά να λειτουργούν σύμφωνα με τις νόμιμες διαδικασίες.
Χαρακτηριστικό είναι και το ότι, όταν ορισμένοι καταστηματάρχες δημιουργούσαν προβλήματα στην λειτουργία της οργάνωσης, όπως για παράδειγμα η διαρροή των πληροφοριών που τους παρείχε για τους ελέγχους, η Κ.Α. τους επέπληττε, απειλώντας τους μέχρι και με διακοπή της προστασίας που τους παρείχε.
Η ίδια ήταν ψευδώς δηλωμένη σε συμβουλευτική εταιρία για να φαίνεται ότι είχε εισόδημα και ασφάλιση. Στην πραγματικότητα δραστηριοποιούνται ως ελεύθερος επαγγελματίες ενώ σύμφωνα με τις Αρχές δεν πλήρωνε καν τους απαιτούμενους φόρους, αναφορικά με τα έσοδα της.
Είχε αδυναμία στα Rolex και τα ακριβά ρούχα
Στις συναντήσεις της ήταν πάντα περιποιημένη, φορούσε ακριβά ρούχα, πανάκριβα ρολόγια και κοσμήματα και μιλούσε με πολύ επιτηδευμένο ύφος. Κατά τις έρευνες στο σπίτι της βρέθηκαν περίπου 25 ρολόγια, τα περισσότερα από ακριβές μάρκες. Το ένα μάλιστα ήταν Rolex που κοστίζει κοντά στις 7.000.
Αναρωτιέται κανείς πώς εξηγείται να κυκλοφορεί μια διεκπεραιώτρια με τόσο ακριβά αξεσουάρ και μάλιστα να έχει πάνω της 2.000 ευρώ χωρισμένα σε φακέλους, όπως αυτά που βρέθηκαν πάνω της όταν συνελήφθη.
«Εγώ έχω πάντα ρευστό, γιατί οι άνθρωποι που ανακατεύομαι, όταν λέω ότι θα γίνω αυτό, θέλω πάντα να σηκώνουν το τηλέφωνο», φέρεται να είχε δηλώσει σε καταστηματάρχη που είχε καθυστερήσει μια πληρωμή.