Να μιλώ για το Μάτι μου είναι οδυνηρό, γιατί το έζησα, ήμουν εκεί μέσα στην κόλαση και για πάνω από δύο ώρες ήμουν πεπεισμένος πως η μητέρα μου ήταν νεκρή. Το σπίτι ούτε καν το σκέφτηκα. Η ζωή είχε μόνον σημασία.
Πόσο δύσκολο είναι ακόμη να μιλάς
Για όσους δεν έζησαν αυτή την φρίκη είναι σίγουρα ευκολότερο να μιλούν και να βγάζουν συμπεράσματα. Τα δικά μου σκεπάζονται ακόμη από τον φόρτο των συναισθημάτων μου και όποτε μου ζητούν να μιλήσω και να γράψω για την φωτιά στο Μάτι σαν δημοσιογράφος έρχεται αυτό το μαύρο σύννεφο που σκεπάζει την ψυχή μου και ακυρώνει κάθε επαγγελματική ιδιότητα αφήνοντας μόνον πόνο και την οργή μέσα μου.
«Χάσαμε τους ανθρώπους μας ενώ όλα έγιναν όπως έπρεπε; Καήκαμε επειδή αψηφήσαμε τη φωτιά; Πενθούμε γιατί οι δρόμοι ήταν στενοί; Πνίγηκαν άνθρωποι γιατί δεν υπήρχαν έξοδοι προς τη θάλασσα;» Τα αναπάντητα ερωτήματα όσων βιώσαμε την κόλαση εκείνη της 23ης Ιουλίου του 2018. Αυτά που ρωτάμε όσοι είδαμε περιουσίες να καταστρέφονται, συγγενείς και φίλους να καίγονται ζωντανοί, επειδή έμειναν μόνοι.
Καμμιά πυροσβεστική καμμιά αστυνομία. Καμία καμπάνα δεν χτύπησε για να ενημερώσει κανένα. Μέχρι να φτάσω από την Αθήνα μέσα από χωράφια και κατσικόδρομους αφού η Αστυνομία είχε κόψει κάθε πρόσβαση προς τη λεωφόρο Μαραθώνος, όλοι και όλα είχαν γίνει στάχτη. Στη διαδρομή καλούσα πυροσβεστική και αστυνομία. Όταν επιτέλους μου απάντησαν εισέπραξα ένα ξερό θα το κοιτάξουμε…Τίποτε άλλο. Μόνο κοίταζαν μέχρι να γίνουν όλοι και όλα στάχτη.
Και μετά ήρθαν οι ειρωνίες και οι προσβολές και τα ψέματα. Πολλά ψέματα. Ας είναι όμως. Μάθαμε με τα χρόνια να κλείνουμε τα αυτιά μας σε κάθε προσβολή. Μας έμεινε μόνον η αγανάκτηση όχι μόνο γιατί δεν σώθηκαν 104 ζωές, αλλά γιατί δεν προσπάθησαν να σώσουν ούτε μια. Για όσους έφυγαν και για όσους είναι ακόμα εδώ δεν ξεχνώ. Κάηκαν γιατί έμειναν μόνοι.
Προδομένοι
Και ακόμη και τώρα 6 χρόνια μετά μόνοι αισθανόμαστε, προδομένοι από την Δικαιοσύνη. Μας έμεινε μόνον αυτό το μνημόσυνο για τους νεκρούς μας. Τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους που έλιωσαν στην κόλαση της φωτιάς χωρίς καν να καταλάβουν το γιατί και το πώς. Και μέσα σε αυτή την ολέθρια ανάμνηση που στοιχειώνει τις νύχτες το μυαλό σου αναρωτιέσαι για το πόσο εύθραστος μπορεί να είναι ο άνθρωπος, πόσο εφήμερος.
Γεννιέσαι εκεί που γεννιέσαι. Μεγαλώνεις και κάνεις χίλια όνειρα. Περιμένεις πάντα την κατάλληλη ευκαιρία, κάνεις όσες βελτιώσεις μπορείς στην ζωή που έχεις σχεδιάσει – περισσότερο φαγητό, περισσότερα ρούχα, λιγότερος κόπος και βάσανα – ελπίζοντας σιωπηλά στο μέλλον. Όμως δεν περιμένεις και ελπίζεις μόνο. Συνεχίζεις να καταστρώνεις σχέδια και να οργανώνεσαι- αν και στην πραγματικότητα δεν είσαι τίποτε παραπάνω από έρμαιο της τύχης. Θέλεις να τα καταφέρεις να βρεις την κατάλληλη θέση, έτσι ώστε η ζωή να σε φέρει λίγους πόντους πιο ψηλά από την τωρινή σου θέση. Γιαυτό και ξέρεις πολύ καλά, τί να πεις ή τί να κάνεις, να κάνεις το σωστό όταν βρεθείς στην κατάλληλη στιγμή. Και όμως όλα εξαρτώνται από το αν ζήσεις, ή αν μείνουν – που δεν θα μείνουν – σταθερά τα πράγματα, γιατί μέσα σε μια ώρα ο κόσμος μπορεί να ΄ρθει ανάποδα.
Τι έχει να προτείνει η φιλοσοφία στον άνθρωπο; Να δουλεύεις, να τρέφεσαι, να διασκεδάζεις, να αναπαράγεσαι; Ίσως και από καιρό σε καιρό να κάνεις κι έναν πόλεμο, να ρίχνεις καμιά βόμβα, να μισείς, να σκοτώνεις, να σκοτώνεσαι…
Μπορεί η φιλοσοφία να είναι σε θέση να απαντήσει σ’ αυτή την πολύ απλή ερώτηση: πώς μπορούμε να υπερβούμε το σώμα μας που είναι φτιαγμένο για να επιθυμεί και το μυαλό μας που λειτουργεί για να νικά στο παιχνίδι του ανταγωνισμού;
Τι να συμβουλευσει τον άνθρωπο, τον πάντοτε ανικανοποίητο και του οποίου η ύπαρξη δεν διαφέρει σε τίποτε από ένα σμήνος από ταπεινά ανυποψίαστα μυρμήγκια που ξαφνικά παρασύρονται από έναν κουβά νερό στην άκρη ενός πεζοδρομίου και χάνονται στο πουθενά.
Το ρήμα ζω άλλαξε έννοια
Εκείνη τη μέρα που οι φλόγες θέριζαν το Μάτι το ρήμα “ζω” άλλαξε έννοια. Σήμαινε τη μοίρα όσων είχαν κατορθώσει να φτάσουν ως τη θάλασσα, να γλυτώσουν τις ζωές τους. Για όλες τις εκφάνσεις ύπαρξης από εκείνη την μέρα σε τούτον τον κόσμο το ρήμα “υπάρχω” είναι πλέον αρκετό.” Υπάρχω για όλους αυτούς που κατάφερναν να σταθούν στα πόδια τους κοιτάζοντας και πάλι το μέλλον μπροστά τους, όπως προσπαθούν πια μετά από εκείνη την μέρα να το φανταστούν, εκτιμώντας ότι το δικό τους μέλλον μοιάζει πια με μαύρη τρύπα.
Την επόμενη μέρα μπροστά στην φρίκη του θανάτου στην Αργυρά Ακτή κάθισα και έγραψα ένα μήνυμα στην κόρη μου. Πώς να μπορούσα να της περιγράψω το τί συνέβη;
Το πρώτο σου μπάνιο το έκανες εκεί. Μωρό ακόμη μπήκες στην θάλασσα και έγλυφες με την γλωσσίτσα σου την αρμύρα στα ξανθιά σου μαλλιά καθισμένη στην φουσκωμένη κουλούρα με την Μίνι.
Αργότερα σε εκείνο το ταβερνάκι έπινες αχόρταγα την πορτοκαλάδα σου και κοίταζες την ανοικτή θάλασσα μπροστά σου.
Τα βράδυα που δεν ησύχαζες, δεν έπεφτες για ύπνο αν δεν κάναμε μια βόλτα σε εκείνο το απότομο δρομάκι στον γκρεμό μπροστά στην θάλασσα, να καθήσουμε και να σε κρατώ στην αγκαλιά μου σε εκείνο το ξύλινο παγκάκι για να δεις την γοργόνα. Εκέινο τον βράχο κάτω από το φεγγάρι καταμεσής στην θάλασσα που νόμιζες πως έβγαινε και καθόταν η γοργόνα να ξεκουραστεί και να αγναντέψει το βασίλειό της. Τώρα κοριτσάκι μου που σου γράφω δεν έμεινε τίποτε πια από την ασημένια ακτή των παιδικών σου χρόνων. Όλα είναι ένα αμάγαλμα από στάχτη κάρβουνο και μέταλα λιωμένα. Η γοργόνα σου μάλλον θα έχει φύγει μακριά μην αντέχοντας στο θέαμα της φρίκης των 26 ανθρώπων που κάηκαν μπροστά της. Στον βράχο της βρήκε καταφύγιο μια ζωούλα, ένα σκυλάκι για να σωθεί.
Μην στεναχωριέσαι όμως.
Δεν υπάρχει ούτε ευτυχία ούτε δυστυχία στον κόσμο, μόνο η σύγκριση της μιας με την άλλη. Μόνο ο άνθρωπος που έχει βουλιάξει στον πυθμένα της κακοτυχίας είναι ικανός να σκαρφαλώσει στα ύψη της απόλυτης χαράς. Να θυμάσαι πως θα τα ξαναφτιάξουμε και θα μεγαλώσεις τα δικά σου παιδιά εκεί στο μέλλον και ίσως τους γνωρίσεις εκείνη την γοργόνα που θα γυρίσει στον βράχο της έχοντας απαλύνει στην μνήμη την φρίκη της χθεσινής κόλασης. Γιατί έτσι είναι καρδιά μου. Πρέπει να έχεις δει τον θάνατο με τα ίδια σου τα μάτια για να καταλάβεις πόσο ωραίο είναι να ζεις…Θα το ξαναφτιάξουμε, για τα παιδιά σου.
Καλύτερα να σιωπούν
Μπορεί η φιλοσοφία να μην αλλάζει τον κόσμο, αλλάζει όμως τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα…
Αυτή τη μέρα που ακόμη μετράμε τους νεκρούς μας, συγγενείς, γνωστούς, γείτονες και όσους έμεναν μέσα στο Νταχάου της Αττικής, γέροι και παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος της φωτιάς από την ολιγωρία και την απουσία της αστυνομίας και της πυροσβεστικής που απλά παρακολουθούσε την κόλαση καλύτερα όσοι μας πρόσβαλαν λόγω και έργω να σιωπούν.
Γιατί όλοι όσοι βρεθήκαμε στην κόλαση της φωτιάς στο Μάτι ξέρουμε πολύ καλά πως αφήσανε τον κόσμο εγκλωβισμένο μέσα στο καμίνι να καίγεται ζωντανός. Όσοι σώθηκαν, σώθηκαν γιατί πρόλαβαν να βγουν με όσες δυνάμεις τους είχαν απομείνει μόνοι τους και μέχρι τα μεσάνυχτα αφέθηκαν στην τύχη τους. Χαμένες ψυχές να τριγυρνάνε στο λιμάνι της Ραφήνας δίχως ένα μπουκάλι νερό. Νερό που το πουλούσαν κάποια μαγαζιά στους καψαλισμένους ανθρώπους αντί να το προσφέρουν. Ήταν μια μέρα που η ανθρώπινη ζωή φτήνηνε τόσο
Και όσον για την παρωδία απόφαση της δήθεν…Δικαιοσύνης για τους 104 καμένους συνανθρώπους μας στο Μάτι θυμήθηκα αυτό που είχε πει ο Αλμπέρ Καμύ: “Ανάμεσα στη δικαιοσύνη σας και τη μάνα μου, προτιμώ τη μάνα μου”.
Την μάνα μου που βγήκε τελικά μέσα από την κόλαση της φωτιάς αλλά ποτέ μέχρι τον θάνατό της 5 χρόνια αργότερα δεν συνήλθε από εκείνον το εφιάλτη. Που ξυπνούσε κάθιδρη με εφιάλτες και που δεν ήθελε, δεν μπορούσε να πατήσει ξανά στο Μάτι.
Για όσους γνωρίζουν μεταξύ της δικαιοσύνης και της απονομής δικαιοσύνης υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που τις χωρίζει.
Το μόνο που σκέπτομαι είναι πως πρέπει να κάνω υπομονή γιατί ξέρω καλά πως οι μύλοι των θεών αργούν αλλά αλέθουν καλά.
Όσο για τις ψυχές αυτών που έφυγαν ακόμη και αν έχουν στερέψει τα δάκρυα ο πόνος μένει πάντα ίδιος, Θα έπρεπε να ήταν στην ζωή. Να περπατούν κάτω απ’ τον ήλιο και μέσα σ’ ανθρώπινες συναναστροφές. Κανονικά θα έπρεπε να περπατούν ανάμεσα στα δέντρα και η μεγάλη τους σκιά να δροσίζει την καρδιά τους. Όμως κάποιοι αποφάσισαν διαφορετικά. Το πράσινο μπορεί να ξαναβλάστησε αλλά αυτοί είναι θαμμένοι. Οι χειρονομίες τους μαράζωσαν, η φωνή τους χάθηκε σαν φύλλο ξερό.
Δεν ξεχάστηκαν και δεν ξεχνάμε πως υπήρξαν. Κλεισμένοι σε μια κόλαση φωτιάς χωρίς χρόνο και χωρίς παράθυρα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Εκδηλώσεις για τα 104 θύματα στην πυρκαγιά στο Μάτι – 23 Ιουλίου 2018 – 23 Ιουλίου 2024