Εντύπωση προκαλεί η ομοιότητα στην εμφάνιση της Ειρήνης Μουρτζούκου με μια νοσοκόμα που έγινε γνωστή ως «Άγγελος του θανάτου». Τον δεύτερο μεγαλύτερο serial killer παιδιών και βρεφών στη βρετανική Ιστορία.
Του ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΕΤΑΚΗ
Η Μπέβερλι Γκέιλ Άλιτ, 56 ετών σήμερα, καταδικάστηκε για τη δολοφονία τεσσάρων βρεφών, την απόπειρα δολοφονίας τριών και την πρόκληση σοβαρών σωματικών βλαβών σε ακόμα έξι μωρά. Οι φριχτές δολοφονίες και οι απόπειρες ανθρωποκτονίας έγιναν μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου 1991 στο νοσοκομείο Grantham and Kesteven Hospital στο Λινκολνσάιρ μέσα σε μόλις 59 ημέρες!
Οι ομοιότητες μεταξύ των δύο γυναικών δεν σταματούν μόνο στην εξωτερική εμφάνιση, αλλά συνεχίζονται και στις ηλικίες μερικών από τα νεκρά μωρά. Η Μπέκι Φίλιπς όταν δολοφονήθηκε ήταν μόλις δύο μηνών, όσο και η Μαρία – Φρειδερίκη που πέθανε ξαφνικά στο νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία» μετά από νοσηλεία 33 ημερών. Η Κλερ Πεκ, ακόμα ένα θύμα της σατανικής γυναίκας από τη Βρετανία, δολοφονήθηκε σε ηλικία 15 μηνών, όσο ήταν και ο μικρός Παναγιωτάκης που πέθανε ξαφνικά φέτος τον Αύγουστο και ο θάνατός του είναι υπό διερεύνηση.
Ο «Άγγελος του θανάτου» εκτελούσε τα άτυχα παιδάκια στον θάλαμο νοσηλείας, στον οποίο είχαν μεταφερθεί με ασθένειες που σε καμία περίπτωση δεν θεωρούνταν απειλητικές για τη ζωή τους, όπως λοιμώξεις του θώρακα και γαστρεντερίτιδα. Υπενθυμίζεται ότι η μικρή αδελφή της Ειρήνης Μουρτζούκου πέθανε σε ηλικία 18 μηνών, ενώ μία ημέρα νωρίτερα είχε έντονο βήχα και καταρροή. Η Μπέμπα της Κατερίνας, 6 μηνών, είχε ιστορικό επιληπτικών κρίσεων, ενώ η δεύτερη κόρη της 24χρονης διακομίστηκε για νοσηλεία λόγω «παροξυσμικού επεισοδίου διαταραχής του επιπέδου συνείδησης» και αιμορραγίας του αμφιβληστροειδούς στα μάτια.
Οι δολοφονίες
Η νοσοκόμα σκότωσε το πρώτο θύμα της, τον μόλις επτά εβδομάδων Λίαμ Τέιλορ, στις 23 Φεβρουαρίου 1991 κάνοντάς του ένεση με μεγάλη δόση ινσουλίνης. Το άτυχο μωρό είχε εισαχθεί στην πτέρυγα όπου εργαζόταν η serial killer με λοίμωξη στο στήθος. Η δολοφόνος διαβεβαίωσε τους γονείς ότι το μωράκι τους ήταν σε ασφαλή χέρια και τους παρότρυνε να πάνε σπίτι. Όταν επέστρεψαν, τους ενημέρωσε ότι ο μικρός Λίαμ αντιμετώπισε μια αναπνευστική έκτακτη ανάγκη, αλλά ήταν σε σταθερή κατάσταση.
Το επόμενο βράδυ το μωρό παρουσίασε ακόμα ένα επεισόδιο. Το προσωπικό ήταν σίγουρο ότι θα το χειριζόταν χωρίς προβλήματα. Όταν όμως βρέθηκε δίπλα του η Άλιτ, η κατάστασή του επιδεινώθηκε γρήγορα και υπέστη καρδιακή ανακοπή λίγο αργότερα. Οι γιατροί κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες και κατάφεραν να επαναφέρουν το βρέφος, το οποίο όμως, όπως και η Τζωρτζίνα στο «Καραμανδάνειο», είχε ήδη υποστεί εκτεταμένη εγκεφαλική βλάβη. Οι γονείς αποφάσισαν να «τραβήξουν» την πρίζα.
Ο Τίμοθι Χάρντγουικ, ένας 11χρονος με εγκεφαλική παράλυση, μεταφέρθηκε στην πτέρυγα 4 στις 5 Μαρτίου 1991. Εκεί νοσηλεύτηκε μετά από επιληπτικό επεισόδιο. Το παιδί, που το ανέλαβε η φονική νοσοκόμα, αντιμετώπισε αναπνευστικό πρόβλημα, βρέθηκε άσφυγμο, απνοϊκό, με κυάνωση και κατέληξε παρά τις προσπάθειες γιατρών και νοσηλευτών.
Η ενός έτους Κέιλι Ντέσμοντ ήταν το τρίτο θύμα της Άλιτ. Το μωρό μεταφέρθηκε στο τμήμα 4 στις 3 Μαρτίου 1991 με λοίμωξη στο στήθος. Αν και φαινόταν να αναρρώνει χωρίς προβλήματα, υπέστη καρδιακή ανακοπή πέντε ημέρες αργότερα – ενώ τη φρόντιζε η δολοφόνος.
Για καλή του τύχη το κοριτσάκι μεταφέρθηκε σε διαφορετικό, κοντινό νοσοκομείο. Εκεί οι γιατροί ανακάλυψαν μια πληγή διάτρησης κάτω από τη μασχάλη του και μια φυσαλίδα αέρα. Δυστυχώς, αυτό το ανέλυσαν ως τυχαία ένεση, δίνοντας την ευκαιρία στην Άλιτ να συνεχίσει τη φονική δράση της.
Ο Πολ Κράμπτον, ένας ασθενής πέντε μηνών με βρογχική λοίμωξη, έγινε το τέταρτο θύμα της Άλιτ. Υπέστη σοκ από ινσουλίνη στις 20 Μαρτίου 1991 και ήταν στα πρόθυρα να πέσει σε κώμα τρεις διαφορετικές φορές, αλλά κατάφερε να επανέλθει. Οι γιατροί έμειναν σαστισμένοι από τα υψηλά επίπεδα ινσουλίνης του. Το μωράκι μεταφέρθηκε σε άλλο νοσοκομείο του Νότιγχαμ συνοδευόμενο από τη νοσοκόμα – φονιά. Κατά την άφιξη τα επίπεδα της ινσουλίνης ήταν για άλλη μία φορά μη φυσιολογικά. Ευτυχώς επέζησε.
Ο πεντάχρονος Μπράντλεϊ Γκίμπσον έγινε το επόμενο θύμα της νοσηλεύτριας. Έπασχε από πνευμονία, υπέστη καρδιακή ανακοπή, αλλά επανήλθε. Τα υψηλά επίπεδα ινσουλίνης για άλλη μία φορά μπέρδεψαν τους γιατρούς.
Η Άλιτ τον φρόντισε εκείνο το βράδυ, όταν ξαφνικά έπαθε άλλη μία καρδιακή προσβολή. Μεταφέρθηκε σε άλλο νοσοκομείο και ανάρρωσε καλά.
Ο δίχρονος Γικ Χουνγκ Τσαν έγινε «μπλε» στις 22 Μαρτίου 1991, αλλά σώθηκε καθώς του χορηγήθηκε εγκαίρως οξυγόνο. Μετά από ένα δεύτερο επεισόδιο το παιδάκι για καλή του τύχη μεταφέρθηκε σε άλλο νοσοκομείο και επιβίωσε.
Ο «Άγγελος του θανάτου» έβαλε στο στόχαστρο την Κέιτι και την Μπέκι Φίλιπς, δίδυμες αδελφές ηλικίας 2 μηνών, οι οποίες κρατήθηκαν για παρακολούθηση στο νοσοκομείο μετά από πρόωρο τοκετό.
Η Άλιτ «φρόντιζε» την Μπέκι όταν το μωράκι υπέφερε από γαστρεντερίτιδα την 1η Απριλίου 1991. Δύο ημέρες αργότερα η νοσοκόμα είπε ότι το κοριτσάκι θα μπορούσε να έχει υπογλυκαιμία. Το βρέφος μεταφέρθηκε στο σπίτι, στη μητέρα του. Εκείνο το βράδυ έκανε συσπάσεις, φώναξε και πέθανε.
Την ίδια ώρα η δίδυμη αδελφή της Κέιτι βρισκόταν ακόμα υπό τη φροντίδα της φόνισσας. Για άλλη μία φορά παρουσιάστηκαν αναπνευστικά προβλήματα. Ενώ η ανάνηψη ήταν επιτυχής, το κορίτσι βίωσε την ίδια επείγουσα ανάγκη δύο ημέρες αργότερα. Οι πνεύμονές της κατέρρευσαν. Μεταφέρθηκε σε άλλο νοσοκομείο στο Νότιγχαμ, όπου διαπιστώθηκε ότι πέντε από τα πλευρά της είχαν σπάσει και ότι είχε σοβαρή εγκεφαλική βλάβη, η οποία της προκάλεσε μερική παράλυση, εγκεφαλική παράλυση και βλάβη σε όραση και ακοή.
Άνετη στην ανάκριση, αρνιόταν τα πάντα!
Η μητέρα της Κέιτι ήταν τόσο ευγνώμων στην Άλιτ καθώς θεωρούσε ότι έσωσε τη ζωή της κόρης της που ζήτησε από τον «Άγγελο του θανάτου» να γίνει νονά του παιδιού. Η δολοφόνος δέχτηκε.
Η Κλερ Πεκ ήταν 15 μηνών όταν μεταφέρθηκε στην πτέρυγα με κρίση άσθματος στις 22 Απριλίου 1991. Την έβαλαν σε αναπνευστήρα υπό τη φροντίδα της «νοσοκόμας του θανάτου». Το κοριτσάκι υπέστη ξαφνικά καρδιακή ανακοπή. Γιατροί και νοσηλευτές μετά από μεγάλη προσπάθεια κατάφεραν να το κρατήσουν στη ζωή. Η μικρή Κλερ όμως υπέστη μια δεύτερη καρδιακή ανακοπή λίγο μετά, που έμεινε πάλι μόνη με την Άλιτ.
Μετά από ακόμα τέσσερα ανεξήγητα περιστατικά σε ασθενείς σε μεγάλο βαθμό υγιείς, ο δρ Νέλσον Πόρτερ, ανησυχώντας για τα υψηλά ποσοστά περίεργων θανάτων τους τελευταίους δύο μήνες, ξεκίνησε επίσημη έρευνα.
Δεκαοκτώ ημέρες αργότερα οι εξετάσεις αποκάλυψαν μη φυσιολογικά επίπεδα καλίου στο αίμα της Κλερ, με αποτέλεσμα να κληθεί η αστυνομία. Ο αρχηγός της αστυνομίας ανέθεσε στη συνέχεια στον Στιούαρτ Κλίφτον να ερευνήσει μια σειρά από σκόπιμα εγκλήματα.
Ο Κλίφτον εξέτασε τα άλλα περίεργα περιστατικά και βρήκε ότι παρουσίαζαν υψηλά επίπεδα ινσουλίνης. Στη συνέχεια ανακάλυψε ότι η Άλιτ είχε αναφέρει στο παρελθόν ότι το κλειδί του ψυγείου ινσουλίνης είχε χαθεί. Τα ημερολόγια νοσηλευτικών ημερομηνιών που κάλυπταν 25 ύποπτα περιστατικά επίσης είχαν χαθεί.
Ο αστυνομικός συνειδητοποίησε γρήγορα ότι η Άλιτ ήταν ο κύριος ύποπτός του και μέχρι τον Ιούλιο του 1991 το τμήμα ήταν βέβαιο ότι είχε αρκετά ισχυρά στοιχεία για να την κατηγορήσει για φόνο. Παρ’ όλα αυτά περίμεναν μέχρι τον Νοέμβριο για να «δέσουν» την υπόθεση.
Άρνηση
Η Άλιτ ήταν άνετη κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων. Αρνήθηκε τα πάντα και έμεινε σταθερή στους ισχυρισμούς της ότι απλώς προσπάθησε να βοηθήσει αυτά τα παιδιά. Όταν η αστυνομία έκανε έφοδο στο σπίτι της Άλιτ, οι αστυνομικοί βρήκαν μια σύριγγα, μια νοσοκομειακή μαξιλαροθήκη και ένα βιβλίο που ανέφερε λεπτομερώς ποιος είχε αναλάβει κάθε παιδί και πότε.
Έπειτα εξέτασαν το παρελθόν της και άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι μπορεί να πάσχει από το σύνδρομο Μινχάουζεν – στο οποίο ένα άτομο προκαλεί πόνο στον εαυτό του και στους άλλους για να τραβήξει την προσοχή.
Η Άλιτ αρνήθηκε να παραδεχθεί τι είχε κάνει, ακόμα και μετά από πολυάριθμες επισκέψεις και αξιολογήσεις ψυχολόγων ενώ ήταν ήδη φυλακισμένη. Κατηγορήθηκε για τέσσερις φόνους, έντεκα απόπειρες ανθρωποκτονίας και έντεκα απόπειρες πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης.
Η δίκη της τελικά πραγματοποιήθηκε στο δικαστήριο του Στέμματος στο Νότιγχαμ στις 15 Φεβρουαρίου 1993. Εκεί οι εισαγγελείς απέδειξαν ότι ήταν παρούσα σε κάθε ασυνήθιστο περιστατικό. Ο Στιούαρτ Κλίφτον, ο οποίος ήταν επιθεωρητής της αστυνομίας του Λινκολνσάιρ όταν ερευνούσε την Άλιτ, είπε: «Στείλαμε ένα δείγμα αίματος του μικρού Πολ σε έναν ειδικό σε θέματα δηλητηρίασης από ινσουλίνη. Τα αποτελέσματα ήταν σοκαριστικά: ήταν το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί ποτέ. Το πρώτο ήταν ένας γιατρός που αυτοκτόνησε μετά από υπερβολική δόση ινσουλίνης».
Όλα τα καταγεγραμμένα στοιχεία για υψηλά επίπεδα ινσουλίνης, καλίου και διάφορες ενέσεις και σημάδια παρακέντησης παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο. Κατηγορήθηκε επίσης ότι εμπόδισε τη ροή οξυγόνου σε ορισμένα από τα θύματα – πνίγοντας ή επηρεάζοντας τον ιατρικό εξοπλισμό.
Ο ειδικός στην Παιδιατρική καθηγητής Ρόι Μίντοου μίλησε για το σύνδρομο Μινχάουζεν δι’ αντιπροσώπου και μάλιστα στη φονική μορφή του. Υπενθυμίζουμε ότι ο γιατρός Ανδρέας Ηλιάδης στη δίκη της Ρούλας Πισπιρίγκου είχε πει ότι θεωρούσε πως η μητέρα των τριών νεκρών παιδιών από την Πάτρα ενδεχομένως να έπασχε από αυτό το σύνδρομο.
«Κέντρο της προσοχής»
«Ήθελε να είναι πάντα παρούσα. Αυτή που σήμανε τον συναγερμό, αυτή που μπήκε στο ασθενοφόρο με το παιδί, όταν αυτό μεταφέρθηκε σε άλλο νοσοκομείο. Ήταν σχεδόν σαν να έβαζε τον εαυτό της στο επίκεντρο και ένιωθε ότι χρειαζόταν αυτή τη λατρεία από το υπόλοιπο νοσηλευτικό προσωπικό και τους γονείς. Ίσως ένα μέρος αυτού ήταν για να δείξει ότι ήταν ικανή να κάνει τη δουλειά της, αλλά στη συνέχεια, προφανώς, πήγε παραπέρα. Έφτασε στο σημείο να προκαλέσει τον τραυματισμό, τον οποίο στη συνέχεια ανέδειξε», είπε ο αστυνομικός Στιούαρτ Κλίφτον στην «Daily Mail», τονίζοντας πως η δολοφόνος ήθελε να είναι «το κέντρο της προσοχής».
Η δίκη διήρκεσε δύο μήνες. Στις 23 Μαΐου 1993 η Άλιτ καταδικάστηκε σε 13 φορές ισόβια κάθειρξη, για φόνο και απόπειρα ανθρωποκτονίας. Τα περισσότερα χρόνια που επιβλήθηκαν ποτέ σε γυναίκα. Το λιγότερο 30 από αυτά θα έπρεπε να τα περάσει πίσω από τα κάγκελα.
Η ίδια νοσηλεύτηκε σε πτέρυγα ασφαλείας του νοσοκομείου Ράμπτον και όχι σε μια παραδοσιακή φυλακή. Η είδηση για τη δολοφονική δράση της Άλιτ και για την αδυναμία του νοσοκομείου και των Αρχών να καταλάβουν εγκαίρως τι συνέβαινε προκάλεσε σοκ στη Βρετανία. Η Μαιευτική Κλινική στο Grantham and Kesteven Hospital έκλεισε μάλιστα οριστικά.
Η Άλιτ, που έχει υποβάλει αίτημα για αποφυλάκιση, συνέχισε να αναζητά την προσοχή, βλάπτοντας αυτή τη φορά την ίδια. Πρώτα κατάπιε ένα ποτήρι και μια άλλη φορά έριξε βραστό νερό στο χέρι της.
Η χειρότερη δολοφόνος βρεφών στη Βρετανία
Παγκόσμιο σοκ προκάλεσε η είδηση ότι ακόμα μία νοσοκόμα, η 34χρονη Λούσι Λέτμπι, δολοφονούσε βρέφη κατά συρροή. Η ίδια κρίθηκε ένοχη και σε δεύτερο βαθμό καθώς απορρίφθηκε η έφεση που έκανε για την καταδίκη της σε ισόβια για τον φόνο πέντε νεογέννητων αγοριών και δύο νεογέννητων κοριτσιών στο νοσοκομείο Countess of Chester και για απόπειρα δολοφονίας άλλων έξι. Ο θάνατος των νεογνών καταγραφόταν ορισμένες φορές μέσα σε διάστημα λίγων ωρών ο ένας από τον άλλον. Δέκα άλλα νεογνά βρέθηκαν κοντά στον θάνατο, πάλι χωρίς προφανή αιτία, αλλά ευτυχώς σώθηκαν.
Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, η πρώην νοσηλεύτρια δεν θα αποφυλακιστεί ποτέ!
Δεν υπήρχαν ιατροδικαστικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την ενοχή της και κανείς δεν είδε τη Λέτμπι -η οποία συνεχίζει να υποστηρίζει την αθωότητά της- να προκαλεί βλάβη. Η υπόθεση βασίστηκε σε μαρτυρίες γιατρών και νοσηλευτών της νεογνικής μονάδας του νοσοκομείου και στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε στατιστικά στοιχεία και γνώμες εμπειρογνωμόνων. Τον περασμένο Μάιο απορρίφθηκε η έφεση που είχε ασκήσει η Βρετανίδα νοσηλεύτρια κατά της καταδίκης της.
«Ανεξέλεγκτη»
Αφού σκότωνε χωρίς να τραβήξει την προσοχή, έγινε «ανεξέλεγκτη», τόνισε η κατηγορούσα αρχή. «Νόμιζε ότι ήταν ο Θεός». Η φονική δράση της 34χρονης διήρκεσε από τον Ιούνιο του 2015 έως τον Ιούνιο του 2016, ενώ η τότε 25χρονη νοσοκόμα δούλευε νυχτερινές βάρδιες. Η έρευνα της αστυνομίας του Τσέσαϊρ για την υπόθεση ξεκίνησε λόγω του αδιανόητα συχνού αριθμού θανάτων βρεφών στο νοσοκομείο όπου εργαζόταν η Λέτμπι και κράτησε δύο χρόνια, με τη συμμετοχή πάνω από 70 αστυνομικών και πολιτικού προσωπικού. Οι ένορκοι άκουσαν από τις εισαγγελικές αρχές μεταξύ άλλων ότι η Λέτμπι σκότωσε τα μωρά εγχέοντάς τους αέρα, χρησιμοποιώντας τους ρινογαστρικούς σωλήνες για να στείλει αέρα ή υπερβολική δόση γάλακτος στο στομάχι τους. Σε άλλες περιπτώσεις είχε ρίξει ινσουλίνη στα σακουλάκια τροφικού διαλύματος και είχε αποσυνδέσει τον αναπνευστικό σωλήνα από ένα βρέφος που γεννήθηκε πρόωρα.
Ορισμένες φορές συνδύαζε αυτές τις φονικές μεθόδους. Σε έρευνες που έγιναν στο σπίτι της βρέθηκαν χειρόγραφες σημειώσεις: «Τα σκότωσα επίτηδες, γιατί δεν είμαι αρκετά καλή για να τα φροντίζω», ανέφερε σε μία από αυτές, ενώ σε μία άλλη είχε γράψει: «Είμαι διαβολική, εγώ το έκανα αυτό». Ωστόσο, στη δίκη δήλωσε αθώα. Ο εισαγγελέας είπε στους ενόρκους ότι η Λέτμπι δολοφονούσε τα βρέφη μετά την αποχώρηση των γονιών τους, όταν οι άλλες νοσοκόμες έφευγαν ή μέσα στη νύχτα όταν ήταν μόνη. Έπειτα, σε κάποιες περιπτώσεις συμμετείχε σε συλλογικές προσπάθειες για να σωθούν τα νεογνά ή ακόμη και να βοηθήσει τους απεγνωσμένους γονείς τους.
Ορισμένα από τα θύματά της ήταν δίδυμα. Σε μια περίπτωση δολοφόνησε και τα δύο αδέλφια. Αποπειράθηκε τρεις φορές να σκοτώσει ένα κοριτσάκι, πριν τελικά το σκοτώσει με την τέταρτη προσπάθεια.
Στο στόχαστρό της μπήκαν και τα τρίδυμα οικογένειας. Δύο αδελφάκια πέθαναν μέσα σε 24 ώρες το ένα από το άλλο το 2016. Το τρίτο σώθηκε, μετά τη συνεχή παράκληση των γονιών του να μεταφερθεί σε άλλο νοσοκομείο. Ένα βρέφος που γεννήθηκε πολύ πρόωρα, το οποίο δέχτηκε τρεις φορές επίθεση από τη Λέτμπι τον Σεπτέμβριο του 2015, έμεινε ανάπηρο.
Σε δήλωσή τους οι γονείς ενός από τα μωρά που επέζησαν είπαν ότι η κόρη τους έμεινε βαριά ανάπηρη. Τυφλώθηκε, τρέφεται με σωληνάκι από το στόμα και έχει εγκεφαλική παράλυση. Η υπεράσπιση περιέγραψε τη Λούσι Λέτμπι ως μια «αφοσιωμένη» επαγγελματία. «Η δουλειά μου ήταν η ζωή μου», είπε η ίδια.