Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

Η Μέρκελ «δεν μετανιώνει για τίποτα»

Του Νίκου Βασιλειάδη
Λίγοι είναι οι παγκόσμιοι ηγέτες που μπορούν να ισχυριστούν ότι έχουν συνεργαστεί στενά με τέσσερις προέδρους των ΗΠΑ. Αλλά η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ μπορεί! Είναι η μόνη γυναίκα που ηγήθηκε ποτέ της Γερμανίας και η 16ετής θητεία της ως καγκελαρίου την έκανε μία από τους ηγέτες με τη μεγαλύτερη θητεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μεγαλωμένη στη σοβιετική Ανατολική Γερμανία, η Μέρκελ λέει ότι ποτέ δεν ένιωσε ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας ήταν η πατρίδα της. Ασχολήθηκε με την πολιτική στα 30 της, αμέσως μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989. Μέχρι εκείνο το σημείο είχε ήδη πάρει το διδακτορικό της στην Κβαντική Φυσική, για να την κερδίσει όμως η πολιτική και να γίνει τελικά η μακροβιότερη καγκελάριος μιας ενοποιημένης μεταπολεμικής Γερμανίας.
Η «σιδηρά καγκελάριος» -όπως έμεινε με αυτό το όνομα στην Ιστορία- μετά την απόσυρσή της από την πολιτική στις 8 Δεκεμβρίου του 2021 βρέθηκε ξανά στο προσκήνιο το βράδυ της Τρίτης με τα απομνημονεύματά της με τον τίτλο «Ελευθερία – Αναμνήσεις 1954-2021», τα οποία παρουσίασε στο Deutsches Theatre στο Βερολίνο, το πρώτο «λιμάνι» της περιοδείας της σε πολλές χώρες και ηπείρους για την προώθηση της αυτοβιογραφίας της.
Στη σκηνή, η Άνγκελα Μέρκελ για ακόμη μία φορά είχε την ευκαιρία να υπερασπιστεί τις πιο αμφιλεγόμενες αποφάσεις της.
Όταν η δημοσιογράφος-παρουσιάστρια Άνα Βιλ τη ρώτησε για την κριτική που έχει δεχθεί ότι ήταν «ευγενική» με τη Ρωσία με αντάλλαγμα φθηνό φυσικό αέριο, πως έκανε πολύ λίγα για να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή και ότι συνέβαλε στην άνοδο της άκρας Δεξιάς με την πολιτική του ανοίγματος έναντι των μεταναστών ή πως αντιτάχθηκε στο να χρηματοδοτήσει τις ένοπλες δυνάμεις, απάντησε ότι πολλά από αυτά δεν ήταν αποκλειστικά στον έλεγχό της αρνούμενη την κατηγορία πως «εξόντωσε τη Γερμανία» με την εστίαση του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματός της (CDU) στην πολιτική της λιτότητας, αντί να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη και τη βελτίωση των γερασμένων υποδομών της χώρας.
Η πρώην καγκελάριος στο βιβλίο της αλλά και στην παρουσίασή του απέφυγε σε μεγάλο βαθμό το ζήτημα της υπερβολικής συμφιλίωσης προς τη Ρωσία, ιδιαίτερα μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, προκειμένου να προμηθευτεί φθηνά καύσιμα για τη Γερμανία.
Γράφει ωστόσο υπερασπιζόμενη τον Nord Stream 2 -ο αγωγός αερίου Nord Stream 1 είχε υπογραφεί από τον προκάτοχό της, τον σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ- πως θα ήταν τότε «δύσκολο να δεχθούν οι άνθρωποι τόσο στη Γερμανία όσο και τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.» την εισαγωγή άλλων πιο ακριβών καυσίμων, επικαλούμενη και τη σταδιακή εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας, την οποία είχε αποφασίσει το 2011 μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα: «Το φυσικό αέριο τότε κάλυπτε περισσότερο παρά ποτέ τον ρόλο μιας μεταβατικής ορυκτής τεχνολογίας», περιμένοντας να πάρουν τη σκυτάλη οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η δύσκολη σχέση με τον Πούτιν
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ωστόσο είναι ίσως πιο εμφανής από οποιονδήποτε άλλο ηγέτη στο βιβλίο. Η Μέρκελ αναφέρει τον Ρώσο πρόεδρο πάνω από 140 φορές. Τον θυμάται ως κάποιον που ήταν «διαρκώς σε επιφυλακή, φοβούμενος μήπως τον κακομεταχειριστούν και πάντα έτοιμος να καταφέρει πλήγματα, μεταξύ άλλων και να ασκήσει την εξουσία του παίζοντας με έναν σκύλο και κάνοντας τους άλλους να περιμένουν».
«Πιθανώς η μεγαλύτερη χαρά του ήταν ότι ο Αμερικανός πρόεδρος έπρεπε να τον περιμένει», γράφει για τη συμπεριφορά του Πούτιν προς τον Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος συγκεντρώνει σχεδόν την ίδια προσοχή στα απομνημονεύματά της με τον Ρώσο πρόεδρο.
Εντούτοις «συνεχίζει να πιστεύει» πως, «παρόλες τις δυσκολίες, έκανε καλά που επέμεινε να μην αφήσει να κοπούν οι επαφές με τη Ρωσία και να διατηρήσει δεσμούς μέσω των εμπορικών σχέσεων – πέραν των αμοιβαίων οικονομικών ωφελειών», διότι, υπογραμμίζει, «η Ρωσία είναι, μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, μία από τις δύο κύριες παγκόσμιες πυρηνικές δυνάμεις» και είναι γείτονας της Ευρώπης.
Είναι σαφές ότι η Μέρκελ στοχεύει όχι μόνο να αποστασιοποιηθεί από τον Ρώσο πρόεδρο, αλλά και να παρουσιάσει μέσα από ένα θετικό πρίσμα την πολιτική της για την Ουκρανία. Ως βασικό σημείο αναφοράς θεωρεί τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008, όπου η Μέρκελ διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στο να παρεμποδιστεί η Ουκρανία (και η Γεωργία) από το να λάβει «Σχέδιο Δράσης για ένταξη στο ΝΑΤΟ» (Membership Action Plan – MAP).
Με τον τρόπο αυτόν η Γερμανίδα καγκελάριος αντιτάχθηκε στον Τζορτζ Μπους, ο οποίος επεδίωκε το αντίθετο αποτέλεσμα, λέγοντας πως η δημόσια αντίθεσή της προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ ήταν μια πολύ δύσκολη και επικίνδυνη απόφαση, αλλά, όπως τονίζει, έπρεπε να επιμείνει σε αυτή την αντιπαράθεση γνωρίζοντας κατ’ αρχάς πως το 2008 μόνο μια μειοψηφία του ουκρανικού λαού υποστήριζε την ιδέα της ένταξης της χώρας τους στο ΝΑΤΟ και ότι  μια τέτοια απόφαση σίγουρα δεν έπρεπε να ληφθεί χωρίς να έχει αναλυθεί η σκοπιά του Πούτιν.
Αν και η απόφασή της αυτή προκάλεσε την έντονη κριτική του Βολοντίμιρ Ζελένσκι, η Μέρκελ ξεκαθαρίζει στην αυτοβιογραφία της ότι ακόμη και τώρα, γνωρίζοντας όσα επακολούθησαν, την ίδια απόφαση θα έπαιρνε. «Προσωπικά και κοιτάζοντας πίσω, δεν νομίζω ότι ήταν λάθος», είπε η Μέρκελ.
Η βαθιά φιλία με τον Ομπάμα
Περιγράφει με λαμπερό τρόπο τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, λέγοντας ότι ήξερε αμέσως πως «ήταν κάποιος με τον οποίο μπορούσα να συνεργαστώ καλά». Φαίνεται επίσης να δέχεται χωρίς αμφιβολία τον ισχυρισμό του ότι δεν είχε προσωπική γνώση ότι η Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας (NSA) κατασκόπευε το προσωπικό της κινητό τηλέφωνο όταν αυτές οι πληροφορίες ήρθαν στο φως το 2015.
Μάλιστα, σε μια από τις σπάνιες άγνωστες γνώσεις που προσφέρει το βιβλίο, αποκαλύπτει ότι ο Ομπάμα ήταν ένας από τους έμπιστους ανθρώπους από τους οποίους ζήτησε συμβουλές όταν αποφάσισε αν θα θέσει υποψηφιότητα για τέταρτη θητεία το 2017.
Ο «εργολάβος ακινήτων»
Για τον διάδοχο του Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος επιστρέφει τώρα για μια δεύτερη θητεία στον Λευκό Οίκο, η Μέρκελ αναφέρει πως ζήτησε συμβουλές από τον Πάπα για την αντιμετώπισή του όταν εξελέγη για πρώτη φορά πρόεδρος των ΗΠΑ, ελπίζοντας να βρει τρόπους να πείσει έναν άνδρα που θεωρούσε ότι είχε τη νοοτροπία «νικητή ή ηττημένου εργολάβου ακινήτων», ώστε να μην εγκαταλείψει τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα.
Θαυμαστής του Πούτιν
Κατά την πρώτη συνάντησή τους στην Ουάσιγκτον τον Μάρτιο του 2017, λίγο μετά την εγκατάσταση του Ντόναλντ Τραμπ για την πρώτη του θητεία στον Λευκό Οίκο, ο Αμερικανός πρόεδρος «μου έθεσε σειρά ερωτήσεων, κυρίως για την καταγωγή μου από την Ανατολική Γερμανία και για τις σχέσεις μου με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, που φαινόταν να τον εντυπωσιάζει», λέει η Άνγκελα Μέρκελ. «Τα επόμενα χρόνια, είχα την εντύπωση πως οι ηγέτες με απολυταρχικές και δικτατορικές τάσεις τού ασκούσαν μια ορισμένη γοητεία», συνεχίζει στο βιβλίο της η Άνγκελα Μέρκελ.
Προχωρώντας σε αναλύσεις της φυσιογνωμίας του Τραμπ, η Μέρκελ γράφει πως τον βρήκε να είναι ένα άλλο άτομο μπροστά στις κάμερες και άλλο εντελώς όταν ήταν μόνοι. Δημοσίως αρνήθηκε να της σφίξει το χέρι και «υποστήριξε ότι είχα καταστρέψει τη Γερμανία δεχόμενη τόσο πολλούς πρόσφυγες το 2015 και το 2016, κατηγορώντας μας συγχρόνως ότι ξοδεύαμε πολύ λίγα για την άμυνα και επικρίνοντάς μας για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές».
Η Μέρκελ λέει ότι ο Τραμπ ενεργούσε «σαν να χρωστούσε κάτι η Γερμανία σε αυτόν και στην Αμερική», αλλά δεν ενδιαφερόταν να βρει κοινό έδαφος ή να εργαστεί για λύσεις αντιδρώντας «παρορμητικά» και αδιαφορώντας για τα επιχειρήματά της, παρά μόνο προσπαθούσε να «τα μετατρέψει σε νέες επικρίσεις».
«Η επίλυση των προβλημάτων δεν φαινόταν να είναι ο αντικειμενικός του σκοπός», παρατηρεί. Φεύγοντας από την Ουάσιγκτον, η καγκελάριος είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως η «συνεργασία για έναν διασυνδεδεμένο κόσμο δεν ήταν δυνατή με τον Τραμπ», πεπεισμένη πως η επιτυχία του εξαρτιόταν «από την αποτυχία των άλλων».
Υστεροφημία
Η Μέρκελ χρησιμοποιεί την «Ελευθερία» για να υπερασπιστεί την κληρονομιά της. Κάποια από τα επιχειρήματά της είναι πειστικά, άλλα λιγότερο, αλλά από τότε που άφησε την εξουσία, το 2021, η φήμη της έχει δοκιμαστεί.
Οι Γερμανοί βλέπουν ολοένα και περισσότερο τη 16χρονη «βασιλεία» της ως μια εποχή που η Γερμανία εθίστηκε θανάσιμα στο ρωσικό αέριο, παραμέλησε τις ένοπλες δυνάμεις της, έκανε ανεπαρκείς επενδύσεις σε υποδομές και συνέδεσε την οικονομία της σε μια ακμάζουσα Κίνα – μια στρατηγική που απέτυχε με θεαματικό τρόπο.
Ακόμη και η απόφασή της να κρατήσει τα σύνορα της Γερμανίας ανοιχτά κατά τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης του 2015-16 -που ευρέως θεωρούνταν ηρωική εκείνη την εποχή- θεωρείται υπό το πρίσμα των σημερινών συνθηκών πλέον απερίσκεπτη. Η εισροή άνω του 1 εκατ. μεταναστών ενίσχυσε την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία, καθώς μεγάλα τμήματα του πληθυσμού εγκατέλειψαν τα κυρίαρχα κόμματα. Η γερμανική πολιτική δεν ήταν ποτέ η ίδια από τότε.
Τσίπρας, Παπανδρέου και Σαμαράς
Οι αναλυτές έχουν επισημάνει ότι, παρά το μέγεθος των 740 σελίδων, το βιβλίο προσφέρει ελάχιστες πληροφορίες για τον αυτοστοχασμό ή ελάχιστες πληροφορίες που δεν είναι ήδη καλά γνωστές.
Η αυτοβιογραφία της επίσης αναφέρεται επιδερμικά σε πολλά θέματα, όπως η θρησκεία. Παρά το γεγονός ότι είναι κόρη πάστορα, η Μέρκελ δεν μιλάει πολύ για τη χριστιανική πίστη. Υπάρχουν μερικές διάσπαρτες αναφορές στο Ισλάμ, σχεδόν αποκλειστικά σε σχέση με τον εξτρεμισμό και την τρομοκρατία. Επίσης σπάνια υπάρχει εκτενής αναφορά σε μη Δυτικούς ηγέτες , όπως ο σημερινός πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι ή ο Σι Τζινπίνγκ και ο προκάτοχός του Χου Τζιντάο.
Όμως αναφέρεται διεξοδικά στη διαχείριση διαδοχικών κρίσεων: από την κατάρρευση της Lehman Brothers στη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, την ευρωκρίση, μέχρι την προσφυγική κρίση και την πανδημία, έχοντας εκτενείς αναφορές σε τρεις Έλληνες πρωθυπουργούς, μεταξύ των οποίων και ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος απ’ ό,τι φαίνεται ήταν ο αγαπημένος της Έλληνας πολιτικός αφού αναφέρει μόνο θετικά λόγια και βγαίνει από το αυστηρό πολιτικό πλαίσιο, μιλώντας και για την πιο φιλική και προσωπική σχέση που ανέπτυξαν στην περίοδο της κρίσης.
Και ενώ για τον Γιώργο Παπανδρέου γράφει τα χειρότερα και δεν έχει ούτε μια καλή κουβέντα να πει γι’ αυτόν και για τον Αντώνη Σαμαρά αφιερώνει πολύ λίγα λόγια, κυρίως για να στηλιτεύσει την απροθυμία του να εφαρμόσει τα μνημονιακά μέτρα, σχετικά με τον «μικρό που μαθαίνει γρήγορα», όπως έλεγε σε συνεργάτες της, την καγκελάριο δεν την ενθουσίαζε μόνο η πολιτική στάση του, αλλά έβρισκε ακόμα και το χαμόγελό του «αφοπλιστικό».
«Ήμουν περίεργη και ενθουσιασμένη, τι είδους προσωπικότητα είχε; Θα τον γνώριζα καλύτερα. Ήταν είκοσι χρόνια νεότερός μου. Μέχρι τότε είχαμε μιλήσει δύο φορές στο τηλέφωνο με διερμηνείς και είχαμε πάει στις Βρυξέλλες. Είχαμε βρεθεί μόνο για λίγο σε δύο συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Εκεί τον συμπάθησα, περισσότερα δεν μπορούσα όμως να πω».
Σε άλλο σημείο αναφέρει: «Η εντύπωση που αποκόμισα ήταν πως ο Αλέξης Τσίπρας ήταν πέρα για πέρα ανοιχτός στη συνεργασία και ήθελε να ψηλαφίσει σιγά σιγά τον δρόμο του σε ένα άγνωστο για εκείνον έδαφος. Η προσέγγιση αυτή μου φάνηκε πολύ οικεία και συμπαθητική».

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

spot_img

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ