Λοιμώξεις του αναπνευστικού, βρογχίτιδα, παροξύνσεις άσθματος ή χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας και πνευμονίες, είναι οι συνηθέστερες παθήσεις που οδηγούν τους ασθενείς στον πνευμονολόγο στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρίας.
Αναφερόμενος στη μελέτη, ο Πρόεδρος της ΕΠΕ και Καθηγητής Πνευμονολογίας του ΕΚΠΑ Στέλιος Λουκίδης επεσήμανε ότι στο τρίμηνο Ιανουάριος – Απρίλιος 2024, ιδιώτη πνευμονολόγο επισκέφθηκαν 164.641 ασθενείς στο σύνολο της χώρας, αριθμός που αντιστοιχεί σε 12 ασθενείς ανά πνευμονολόγο την ημέρα. Στη μελέτη συμμετείχαν 28 ιδιώτες Πνευμονολόγοι από όλη τη χώρα.
Από το σύνολο των ασθενών, οι 75.824 ασθενείς διαγνώστηκαν με λοίμωξη αναπνευστικού (46,1%). Το 34,7% αυτών είχαν απλή οξεία βρογχίτιδα, το 22,2% λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού, το 16,2% είχαν λοίμωξη με παρόξυνση χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας, ενώ το 20,5% είχαν λοίμωξη με παρόξυνση άσθματος. Σε ποσοστό 6,4% είχε διαγνωστεί πνευμονία, ακτινολογικά.
Από το σύνολο των λοιμώξεων, 10,5% αφορούσαν γρίπη και 4,5% COVID-19. Ένα ποσοστό 37,8% έκανε εργαστηριακό έλεγχο, ενώ 41,3% έκανε ακτινογραφία θώρακος. Το 46,6% έλαβε αντιβίωση. Από τις λοιμώξεις αναπνευστικού 0,78% έκανε νοσηλεία σε νοσοκομείο και 0,11% κατέληξε.
«Τα στοιχεία αυτά, έδειξαν πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του Πνευμονολόγου στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας στη διαχείριση των λοιμώξεων του αναπνευστικού, αλλά και στην μείωση της πίεσης στο Σύστημα Υγείας», τόνισε ο κ. Λουκίδης, υπογραμμίζοντας ότι «η διαχείριση, όπως φαίνεται, οδήγησε σε πάρα πολύ μικρό αριθμό νοσηλειών και σαφέστατα σε πολύ μικρότερο αριθμό θανάτων».
Αναπνοή – η ζωτικότερη λειτουργία
«Το μεγαλύτερο σύγχρονο πρόβλημα υγείας είναι η ποιότητα του αέρα που αναπνέουμε και πόσο υγιεινός είναι. Και η ζωτικότερη λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού, είναι η αναπνοή». τόνισε ο Αντιπρόεδρος της ΕΠΕ Καθηγητής Πνευμονολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Νικόλαος Τζανάκης και πρόσθεσε ότι «ο ποιοτικός υγιεινός αέρας σημαίνει την αποφυγή των αναπνευστικών ρύπων των πόλεων ή του εργασιακού μας περιβάλλοντος αλλά και τη σχετική καθαρότητά του από πολλούς θανάσιμους εισπνεόμενους ιούς και μικρόβια, όπως π.χ. ο κορονοϊός. Η Πνευμονολογία ασχολείται με τα νοσήματα που προκαλούνται από την εισπνοή μολυσμένου αέρα και διαταράσσουν την αναπνοή.
Είναι πρόσφατη η μνήμη του κρίσιμου ρόλου της Πνευμονολογίας στην αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19. Στο αντικείμενό της περιλαμβάνονται τα 3 από τα 5 πιο θανατηφόρα νοσήματα της ανθρωπότητας: ΧΑΠ, καρκίνος πνεύμονα και πνευμονίες.
Η Πνευμονολογία αναπτύσσει εκτός από την κλασική πρωτοβάθμια και νοσοκομειακή Πνευμονολογία, ποικιλία άλλων δεξιοτήτων και εξειδικεύσεων όπως η Επειγοντολογία, Εντατικολογία, Επεμβατική Πνευμονολογία και Ογκολογία του πνεύμονα, διαδραματίζοντας κομβικό ρόλο στη διασφάλιση της δημόσιας υγείας».
Αποκατάσταση από νοσήματα των πνευμόνων
Στην πνευμονική αποκατάσταση αναφέρθηκε ο Γενικός Γραμματέας της ΕΠΕ, Καθηγητής Πνευμονολογίας ΕΚΠΑ, Διευθυντής της Α΄ Πανεπιστημιακής Πνευμονολογικής Κλινικής του νοσοκομείου «Σωτηρία» Πέτρος Μπακάκος, επισημαίνοντας ότι «Η πνευμονική αποκατάσταση είναι μια παρέμβαση που έχει ως στόχο τη βελτίωση της φυσικής και ψυχολογικής κατάστασης και τη μείωση των σωματικών και συναισθηματικών επιπτώσεων μιας χρόνιας πάθησης του αναπνευστικού στη ζωή ενός ατόμου.
Αποτελεί μέρος της ολοκληρωμένης διαχείρισης των ασθενών και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την άσκηση, την εκπαίδευση, τη φυσικοθεραπεία, διατροφικές οδηγίες και την αυτοδιαχείριση. Οι ασθενείς υποβάλλονται σε προσεκτική αξιολόγηση πριν από τη συμμετοχή τους στα προγράμματα αυτά, στα οποία συμμετέχουν εκτός των ιατρών, εργοθεραπευτές, διαιτολόγοι, νοσηλευτές, κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι. Τα προγράμματα έχουν διάρκεια 6 – 8 εβδομάδων, γίνονται συνήθως δύο φορές την εβδομάδα και είναι εξατομικευμένα στις ανάγκες και δυνατότητες κάθε ασθενούς.
Η αποκατάσταση έχει αποδειχθεί η πιο αποτελεσματική θεραπευτική στρατηγική για τη βελτίωση της δύσπνοιας, της ποιότητας ζωής και της αντοχής στην άσκηση, στους περισσότερους ασθενείς με ΧΑΠ. Ωστόσο, ασθενείς με άλλα πνευμονικά νοσήματα όπως διάμεσες πνευμονοπάθειες, βρογχεκτασίες, ακόμη και καρκίνο του πνεύμονα, αλλά και με καρδιοπάθειες, έχει φανεί ότι επίσης ωφελούνται από την αποκατάσταση.
Καρκίνος πνεύμονα
Στην «επιδημία των καιρών μας», τον καρκίνο του πνεύμονα που παραμένει η κύρια αιτία θνησιμότητας από καρκίνο τόσο διεθνώς, όσο και στη χώρα μας, αναφέρθηκε ο Συντονιστής Διευθυντής ΕΣΥ στην 7η Πνευμονολογική Κλινική του νοσοκομείου «Σωτηρία» και Ταμίας της ΕΠΕ Ελευθέριος Ζέρβας.
Καθώς στο συνέδριο θα συζητηθούν ο ρόλος της ανοσοθεραπείας στον καρκίνο του πνεύμονα και η αναγνώριση και αντιμετώπιση των πιθανών παρενεργειών της, ο κ. Ζέρβας σημείωσε πως «Τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει σημαντική πρόοδος στο πεδίο της ιατρικής έρευνας όσον αφορά τις θεραπείες στον καρκίνο του πνεύμονα, με την ανοσοθεραπεία να αποτελεί πλέον μία από τις βασικές θεραπευτικές μας επιλογές. Η χρήση της ανοσοθεραπείας αρχικά στα μεταστατικά στάδια της νόσου βοήθησε να αυξήσουμε την επιβίωση των ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα σε επίπεδα που ούτε φανταζόμασταν πριν από μερικά χρόνια. Τα τελευταία χρόνια η ανοσοθεραπεία προστέθηκε στις επιλογές μας στη θεραπεία του πρώιμου καρκίνου του πνεύμονα, πριν, μετά το χειρουργείο ή και περιεγχειρητική, αυξάνοντας σημαντικά την πιθανότητα ένας ασθενής να ζήσει χωρίς υποτροπή της νόσου για αρκετά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα».
Βιολογικοί παράγοντες για ΧΑΠ
Η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) είναι μια νόσος που αφορά περίπου 384 εκατ. ανθρώπους παγκοσμίως, σημείωσε η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πνευμονολογίας-Εντατικής Θεραπείας ΕΚΠΑ, Ειδική Γραμματέας και Υπεύθυνη Εκπαίδευσης της ΕΠΕ, Νικολέττα Ροβίνα. «Αν και για τη νόσο αυτή υπάρχουν αρκετά διαθέσιμα εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά φάρμακα, πρόκειται για θεραπείες που δρουν ανακουφιστικά για τα συμπτώματά της, χωρίς ωστόσο να παρεμβαίνουν στους μηχανισμούς που διαμεσολαβούν την εκδήλωση, αλλά και την εξέλιξή της. Τέτοιες θεραπείες είναι οι βιολογικοί παράγοντες (μονοκλωνικά αντισώματα), η θέση των οποίων έχει τεκμηριωθεί στο σοβαρό άσθμα μέσα από τις κλινικές μελέτες και την κλινική πράξη».
Δεδομένα που δείχνουν πως οι βιολογικοί παράγοντες τροποποιούν τη φλεγμονώδη διαδικασία και τις δομικές αλλαγές που συμβαίνουν στο βρογχικό δένδρο των ασθενών με σοβαρό άσθμα θα ανακοινωθούν για πρώτη φορά παγκοσμίως στο 33ο Πανελλήνιο Πνευμονολογικό Συνέδριο (μελέτη Mesilico, Πνευμονολογική κλινική, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης).
Όπως εξήγησε η κα Ροβίνα, στο σοβαρό άσθμα η επιτυχία των θεραπειών αυτών έγκειται στην εξατομίκευση της θεραπείας ταυτοποιώντας θεραπευτικούς φαινότυπους και βιολογικούς δείκτες. Αν και για τη ΧΑΠ δεν υπάρχουν ακόμη εγκεκριμένες βιολογικές θεραπείες, υπάρχουν τουλάχιστον έξι διαφορετικά μονοκλωνικά αντισώματα (Dupilumab, Mepolizumab, Tezepelumab, Itekinimab, Tozorakimab, Astegolimab) που δοκιμάζονται σε κλινικές μελέτες φάσης 3. Οι θεραπείες αυτές αναμένεται να αλλάξουν τον τρόπο αντιμετώπισης της νόσου, ανοίγοντας ένα παράθυρο ελπίδας για τους ασθενείς με ΧΑΠ.
Φυματίωση – αυξάνεται ραγδαία
Την έλλειψη εθνικού σχεδίου για τη φυματίωση τόνισε ο Χαράλαμπος Μόσχος, Πνευμονολόγος-Φυματιολόγος, Διευθυντής ΕΣΥ στο Αντιφυματικό Τμήμα-Μονάδα Ανθεκτικής Φυματίωσης του νοσοκομείου «Σωτηρία» και μέλος Δ.Σ. της ΕΠΕ – Υπεύθυνος της Μονάδας Προληπτικού Ελέγχου και Κοινωνικών Δράσεων της εταιρείας.
«Η ύπαρξη του εθνικού σχεδίου για τη φυματίωση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τον έλεγχο και περιορισμό της νόσου.
Ως τότε η χώρα απλά θα καταγράφει το πρόβλημα και θα ακολουθεί τις εξελίξεις. Μετά την πανδημία, η φυματίωση έγινε ξανά το λοιμώδες νόσημα με τη μεγαλύτερη θνητότητα παγκοσμίως. Αντίστοιχα και στην Ελλάδα, με μια εντυπωσιακή αύξηση της επίπτωσης κατά 54% το 2023 σε σχέση με το 2022, η επίπτωση της φυματίωσης επανήλθε και ξεπέρασε τα επίπεδα του 2019» σημείωσε.
«Τα προβλήματα αντιμετώπισης της φυματίωσης είναι πολλαπλά και διαχρονικά», συμπλήρωσε ο κ. Μόσχος, επισημαίνοντας ότι παραμένει το πρόβλημα της μειωμένης δήλωσης των πραγματικών περιστατικών, ενώ συνεχίζονται οι συχνές ελλείψεις ακόμα και στα βασικότερα αντιφυματικά φάρμακα, όπως είναι ο συνδυασμός ισονιαζίδης και ριφαμπικίνης. Παράλληλα, σημειώνονται σημαντικές καθυστερήσεις στην προμήθεια των νεότερων αντιφυματικών φαρμάκων τα οποία ενδείκνυνται για τη θεραπεία πολυανθεκτικής και εξαιρετικά ανθεκτικής φυματίωσης. Τα εξειδικευμένα εργαστήρια είναι λίγα και δραματικά υποστελεχωμένα, με περιορισμένες δυνατότητες σε σχέση με τα αντίστοιχα εργαστήρια των υπόλοιπων ανεπτυγμένων χωρών.
Σημαντικά προβλήματα επίσης είναι ότι δεν γίνεται προσυμπτωματικός έλεγχος για φυματίωση σε πρόσφυγες, μετανάστες και άλλες ευάλωτες ομάδες. Το αποτέλεσμα είναι οι περισσότεροι ασθενείς να διαγιγνώσκονται με σημαντική καθυστέρηση, με εκτεταμένη φυματίωση, και έχοντας ήδη διασπείρει τη νόσο. Επίσης σημαντικός αριθμός ασθενών με ενεργό φυματίωση που ξεκινούν αντιφυματική αγωγή διακόπτουν από μόνοι τους τη θεραπεία. Απουσιάζουν δε πλήρως, προγράμματα άμεσα εποπτευόμενης θεραπείας (DOT).
Εμβόλια για το αναπνευστικό
Στη σημασία του εμβολιασμού αναφέρθηκε η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πνευμονολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Υπεύθυνη Μονάδας Πνευμονολογίας και Αναπνευστικής Ανεπάρκειας Α΄ ΚΕΘ στον «Ευαγγελισμό» και μέλος Δ.Σ. της ΕΠΕ, Παρασκευή Κατσαούνου.
«Οι οδηγίες για τον εμβολιασμό των ασθενών με αναπνευστικά νοσήματα, συντάχθηκαν από την ΕΠΕ εδώ και δύο έτη και επικαιροποιούνται συνεχώς, καθώς έχουμε σημαντικά αποτελεσματικά καινούργια εμβόλια και νέες ενδείξεις για υπάρχοντα εμβόλια.
Ειδικότερα το καινούργιο εμβόλιο έναντι του RSV συστήθηκε από την ΕΠΕ πέρυσι βάσει ισχυρών δεδομένων νοσηρότητας και θνητότητας από τον ιό στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, την περίοδο 2022-2024 παρουσιάστηκαν 337 σοβαρές λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος στα ΤΕΠ του ΓΝΑ «Ευαγγελισμός» λόγω RSV και 149 εξ αυτών χρειάστηκαν νοσηλεία. Οι περισσότεροι ασθενείς ήταν ηλικίας άνω των 60 ετών και είχαν τουλάχιστον μία συννοσηρότητα (ΧΑΠ, άσθμα, σακχαρώδη διαβήτη, καρδιαγγειακά, κάπνισμα, υπέρταση, ανοσοκαταστολή).
Το 36,5% των νοσηλευόμενων εμφάνισε επιπλοκές (βακτηριακή επιλοίμωξη, σήψη, αναπνευστική ανεπάρκεια, στεφανιαίο ή άλλο καρδιακό επεισόδιο, θρόμβωση, ARDS), ένα 6% χρειάστηκε να εισαχθεί στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και το 14,2% των ασθενών, κατέληξαν. Η θνησιμότητα ήταν σημαντικά υψηλότερη στους ασθενείς με ΧΑΠ και ακόμη υψηλότερη για εκείνους με συνδυασμό ΧΑΠ και καρδιαγγειακής νόσου».
«Από τον Σεπτέμβριο 2024», επισήμανε η κα Κατσαούνου, «το εμβόλιο έναντι του RSV αποζημιώνεται από την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών για όλους άνω των 75 ετών και όλους τους ασθενείς με συννοσηρότητες άνω των 60, ενώ σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα φαίνεται ότι θα καλύπτει δύο περιόδους. Καθώς πλέον υπάρχουν δεδομένα ασφάλειας και αποτελεσματικότητας για άτομα άνω των 18 ετών, η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία ζητά να αποζημιωθούν ανεξαρτήτως ηλικίας οι ασθενείς με κυστική ίνωση, σοβαρή διάμεση πνευμονοπάθεια και σοβαρή πνευμονική υπέρταση» κατέληξε η κα Κατσαούνου.
Μεταμοσχεύσεις
«Η μεταμόσχευση πνευμόνων αποτελεί θεραπευτική επιλογή για τους ασθενείς με τελικού σταδίου αναπνευστικό νόσημα που έχουν υψηλό κίνδυνο θανάτου στα επόμενα δύο έτη, αποδίδοντας υψηλή πιθανότητα επιβίωσης από μια μεγάλη επέμβαση και υψηλή – πάνω από 80% – πιθανότητα επιβίωσης στην πενταετία μετά τη μεταμόσχευση, εφόσον υπάρχει επαρκής λειτουργικότητα του μοσχεύματος», υπογράμμισε ο Καθηγητής Πνευμονολογίας-Εντατικής Θεραπείας ΕΚΠΑ, Διευθυντής Β΄ Κλινικής Εντατικής Θεραπείας του «Αττικόν» Ηρακλής Τσαγκάρης.
Σήμερα καταγράφονται παγκοσμίως 7.000 μεταμοσχεύσεις πνευμόνων ετησίως, ενώ στην Ελλάδα την τετραετία 2020-2024 καταγράφηκαν 43 μεταμοσχεύσεις. Οι διάμεσες πνευμονοπάθειες και η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια αποτελούν τις κύριες ομάδες νοσημάτων που μεταμοσχεύονται, με την ινοκυστική νόσο και την πνευμονική υπέρταση να ακολουθούν.
Τα κριτήρια παραπομπής στο ιατρείο μεταμόσχευσης και τα κριτήρια για την ένταξη στη λίστα είναι συγκεκριμένα και «αναθεωρούνται σε τακτικά διαστήματα, ανάλογα με τις θεραπευτικές εξελίξεις σε κάθε νόσημα. Σημαντικός περιοριστικός παράγοντας είναι ο μικρός αριθμός διαθέσιμων μοσχευμάτων. Η έλλειψη μοσχευμάτων οδήγησε στη διεύρυνση των κριτηρίων αποδοχής, καθώς και στη διερεύνηση εναλλακτικών πηγών. Η λήψη πνευμόνων μετά από κυκλοφορικό θάνατο και η εξωσωματική υποστήριξη των πνευμονικών μοσχευμάτων με την ex vivo lung perfusion τεχνική αποτελούν τέτοιες υποσχόμενες νέες προσεγγίσεις».