Τον κώδωνα του κινδύνου είχαν κρούσει από τον Μάρτιο του 2024 στη διοίκηση της ΕΥΔΑΠ οι εργαζόμενοι στον Τομέα Αποχέτευσης της εταιρείας σχετικά με το ενδεχόμενο υπερχειλίσεων αγωγών αποχετεύσεων, όπως ακριβώς συνέβη πριν από μερικές ημέρες στον Αλιμο επί της λεωφόρου Ποσειδώνος με αποτέλεσμα να προκληθεί χάος αλλά και οργή στους κατοίκους.
Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΤΡΙΑΝΤΗ
Όπως αποκαλύπτει σήμερα η «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ», το Σωματείο Εργαζομένων στον Τομέα Αποχέτευσης της ΕΥΔΑΠ είχε αποστείλει εξώδικο τον Μάρτιο του 2024 στη διοίκηση της εταιρείας, με το οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ προειδοποιούσε ότι λόγω της «υποστελέχωσης» των υπηρεσιών της εταιρείας «υφίσταται άμεσος και σοβαρός κίνδυνος» για τη «διαρροή ακάθαρτων λυμάτων στο οδόστρωμα» με τραγικές συνέπειες όχι μόνο στη δημόσια υγεία αλλά και για την ασφάλεια των οδηγών.
Μάλιστα στο «προφητικό» εξώδικο, το οποίο φέρνει στο φως της δημοσιότητας η «Μ», οι εργαζόμενοι του Τομέα Αποχέτευσης της ΕΥΔΑΠ αφού απαριθμούσαν τις ελλείψεις και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, χτυπούσαν «καμπανάκι» στη διοίκηση για την «ομαλή λειτουργία όλου του παραλιακού μετώπου της Αττικής».
Με απλά λόγια η αποκαλούμενη και «Αθηναϊκή Ριβιέρα», όπου η ανάπτυξη του Ελληνικού αναμένεται να δώσει υπεραξία σε σχεδόν όλο το παραλιακό μέτωπο, κινδυνεύει ανά πάσα ώρα και στιγμή να πλημμυρίσει σε διάφορα σημεία του οδοστρώματος, με κίνδυνο να «μολυνθούν τα όμορα ρέματα και υγροβιότοποι» αλλά και να προκληθεί «θαλάσσια ρύπανση» στην περιοχή.
Ωστόσο οι προειδοποιήσεις δεν εισακούστηκαν από τη διοίκηση της ΕΥΔΑΠ, με αποτέλεσμα δέκα μήνες μετά να πλημμυρίσει η Ποσειδώνος στον Αλιμο και να γεμίσει η
περιοχή με ακάθαρτα νερά από λύματα. Ας δούμε όμως τι είχαν καταγγείλει οι εργαζόμενοι τον Μάρτιο του 2024 και τι μπορεί να γίνει από εδώ και πέρα. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο εξώδικο, το δίκτυο αποχέτευσης που «λειτουργεί και συντηρεί» η ΕΥΔΑΠ ξεπερνάει τα 9.000 χιλιόμετρα.
Μάλιστα με την ένταξη της Βορειοανατολικής Αττικής το μήκος του δικτύου πρόκειται να ξεπεράσει τα 12.000 χιλιόμετρα, κάτι που σημαίνει ότι θα αυξηθούν και οι απαιτήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι με το υπάρχον δίκτυο τα αντλιοστάσια της ΕΥΔΑΠ ανέρχονται σε 77, ενώ με την ένταξη της Βορειοανατολικής Αττικής θα ξεπεράσουν τα 165. Επίσης, όπως αναφέρεται στο εξώδικο, τα Κέντρα Επεξεργασίας Λυμάτων (ΚΕΛ) της ΕΥΔΑΠ ανέρχονταν τον Μάρτιο του 2024 σε 5, τα οποία επεξεργάζονταν περίπου 755.000 κυβικά μέτρα το 24ωρο.
Ωστόσο, με την ένταξη των Κέντρων Επεξεργασίας Λυμάτων των περιοχών Μαρκοπούλου, Μαραθώνα, Ραφήνας και Ωρωπού, τα ΚΕΛ θα φτάσουν τα 9, ενώ αντίστοιχα θα αυξηθεί και ο όγκος των λυμάτων προς επεξεργασία. Επιπλέον, όπως επισημαίνεται στο εξώδικο, η ΕΥΔΑΠ επρόκειτο να αναλάβει και τη «συντήρηση των αγωγών και εσχαρών των ομβρίων υδάτων του Λεκανοπεδίου».
Κάτι που μέχρι πρότινος αποτελούσε αρμοδιότητα των δήμων. Ωστόσο, όπως υπογράμμιζαν στο εξώδικο οι εργαζόμενοι, «υφίσταται αντικειμενική αδυναμία εκτέλεσης του έργου της συντήρησης και λειτουργίας του δικτύου λόγω της πλημμελούς οργάνωσης και προγραμματισμού της εργασίας που οφείλεται αποκλειστικά στην έλλειψη προσωπικού». Πιο αναλυτικά, στο εξώδικο γινόταν αναφορά στις τεράστιες ελλείψεις προσωπικού.
Για παράδειγμα, μία από τις αρμοδιότητες της ΕΥΔΑΠ είναι η «επέμβαση συνεργείου σε περίπτωση έμφραξης αποχετευτικού αγωγού ή διακλάδωσης νόμιμα συνδεδεμένου ακινήτου εντός 6 ωρών». Κανονικά για τη «στοιχειώδη λειτουργία» της αρμοδιότητας αυτής της εταιρείας θα έπρεπε να δραστηριοποιούνται σε κάθε βάρδια «τουλάχιστον 15 βυτιοφόρα, 2 οχήματα τηλεοπτικής επιθεώρησης και ρομποτικής επισκευής αγωγών για το σύνολο του δικτύου αποχέτευσης».
Ωστόσο, «η τεράστια έλλειψη προσωπικού σε πολλές περιπτώσεις δεν καθιστά δυνατή την επάνδρωση όλων των βαρδιών σε 24ωρη βάση», με αποτέλεσμα στην «πραγματικότητα η ΕΥΔΑΠ να διαθέτει από 5 έως 6 βυτιοφόρα στην καλύτερη περίπτωση».
«Κίνδυνοι δυστυχημάτων και μόλυνσης περιβάλλοντος»
Επιπλέον, όπως επισημαίνεται τα «υποστελεχωμένα Συνεργεία Αμεσης Επέμβασης (ΣΑΕ) πρέπει να παραλαμβάνουν από τον υπεύθυνο βάρδιας τα τηλεφωνικά σήματα (βλάβες) που καταφθάνουν από το τηλεφωνικό κέντρο της ΕΥΔΑΠ και να μεταβαίνουν στο σημείο προκειμένου να το αποκαταστήσουν».
Υπό «κανονικές συνθήκες» τα τηλεφωνικά σήματα ανέρχονται σε 10 με 15 ανά βάρδια. Σε περίπτωση όμως βροχόπτωσης «παρατηρείται κατακόρυφη αύξηση και έχουν καταγραφεί ακόμη και 80 σήματα». Σύμφωνα με όσα τονίζονται στο εξώδικο, «γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι ο όγκος εργασίας που επιφορτίζονται τα συνεργεία είναι τεράστιος και δυσανάλογος των δυνατοτήτων ακόμη και του πλέον έμπειρου και επιμελούς εργαζομένου».
Λόγω της έλλειψης προσωπικού, τα συνεργεία σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν τη δυνατότητα «για άμεση και έγκαιρη επέμβαση». Για παράδειγμα, σε κάποιες περιπτώσεις οι υπηρεσίες δεν επανδρώνονται στις βάρδιες με τις προβλεπόμενες ειδικότητες. Είναι
χαρακτηριστικό ότι «παρατηρούνται βάρδιες χωρίς επαγγελματία οδηγό, που σημαίνει ότι το όχημα οδηγεί ευκαιριακά ένας από τους δύο εργατοτεχνίτες, αλλά και απασχόληση προσώπων σε εργοτάξια με άλλο αντικείμενο εργασίας».
Αυτή η «αδυναμία» των συνεργείων να επέμβουν άμεσα όπου χρειαστεί, εγκυμονεί σοβαρούς και άμεσους κινδύνους λόγω της διαρροής ακάθαρτων λυμάτων στο οδόστρωμα. Πιο αναλυτικά, όπως καταγγέλλεται, υφίσταται κίνδυνος «ατυχημάτων και δυστυχημάτων λόγω της ολισθηρότητας που προκύπτει από τη διαρροή ακάθαρτων λυμάτων στο οδόστρωμα», κίνδυνος «μετάδοσης ανθυγιεινών παραγόντων και ασθενειών λόγω εκροής ακαθάρτων σε οικίες και οδούς» και «περιβαλλοντικής μόλυνσης από διαρροή ακαθάρτων στη θάλασσα και στον υδροφόρο ορίζοντα».
Μη επαρκής συντήρηση
Ακόμη ένα ζήτημα για το οποίο χτυπούσαν «καμπανάκι» οι εργαζόμενοι στον Τομέα Αποχέτευσης της ΕΥΔΑΠ είχε να κάνει με τη συντήρηση των «αγωγών ακαθάρτων». Όπως ανέφεραν επικαλούμενοι τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η συντήρηση αυτών των αγωγών «θα έπρεπε να γίνεται σε 1.000 χιλιόμετρα αγωγών ανά έτος, με στόχο σε μία δεκαετία να έχει συντηρηθεί τουλάχιστον μία φορά το δίκτυο ακαθάρτων αρμοδιότητας ΕΥΔΑΠ».
Ωστόσο, «η υποστελέχωση της αρμόδιας υπηρεσίας σε συνδυασμό με τη σχεδόν καθημερινή συνδρομή της σε αντικείμενο εργασίας των τομέων αποχέτευσης κρατά καθηλωμένη την απαραίτητη συντήρηση αγωγών σε περίπου 200 χιλιόμετρα ανά έτος, με αποτέλεσμα ο στόχος αυτός να έχει χαθεί για την επόμενη 10ετία τουλάχιστον, με άμεσο αποτέλεσμα την επιβάρυνση του δικτύου και την αύξηση των εμφράξεων».
Επιπλέον, πολλά από τα αντλιοστάσια ακαθάρτων της ΕΥΔΑΠ «είναι πολλών ετών χρήσης και χρήζουν άμεσης συντήρησης ή ανακατασκευής». Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να ελλοχεύουν «σοβαροί κίνδυνοι τόσο για την ασφάλεια του προσωπικού της ΕΥΔΑΠ όσο και για τη δημόσια υγεία αλλά και ασφάλεια των πολιτών σε όλο το παραλιακό μέτωπο της Αττικής».
«Η υποστελέχωση της αρμόδιας υπηρεσίας που είναι νευραλγικής σημασίας για την ομαλή λειτουργία όλου του παραλιακού μετώπου της Αττικής με την οριακή επάνδρωση των βαρδιών σε συνδυασμό με τις πολλαπλές, σοβαρές βλάβες, που αντιμετωπίζει σχεδόν καθημερινά, εγκυμονούν τον κίνδυνο εργατικών ατυχημάτων, περιβαλλοντικής μόλυνσης των όμορων ρεμάτων και υγροβιότοπων καθώς και θαλάσσιας ρύπανσης», τονίζεται χαρακτηριστικά στο εξώδικο.
«Έχουμε ενημερώσει επανειλημμένως…»
Όι ελλείψεις σε προσωπικό έχουν ως αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι στον Τομέα Αποχέτευσης της ΕΥΔΑΠ να εργάζονται κάτω από εξαιρετικά πιεστικές συνθήκες προκειμένου «να ανταποκριθούν άμεσα στα αιτήματα των πελατών». Αυτό, όμως, έχει ως αποτέλεσμα «η εργασία να παρέχεται υπό συνθήκες υπέρμετρου άγχους και στρες, με κίνδυνο να γίνουν βιαστικές κινήσεις και εκπτώσεις στα μέτρα προστασίας και εντέλει να συμβούν εργατικά ατυχήματα», επισημαίνεται.
Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου ένα χρόνο πριν από την αποστολή εξωδίκου, την ώρα που τρεις εργαζόμενοι εκτελούσαν εργασίες άμεσης επέμβασης σε αγωγό
ακαθάρτων σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, έπεσε πάνω τους ένα μηχανάκι, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο εξώδικο που δημοσιεύει η «Μ» επισημαίνεται ότι η διοίκηση της ΕΥΔΑΠ έχει ενημερωθεί επανειλημμένως «για τα προβλήματα που προκύπτουν εξαιτίας της υποστελέχωσης και έλλειψης προσωπικού των υπηρεσιών του Τομέα Αποχέτευσης της ΕΥΔΑΠ», δίχως μέχρι την αποστολή του εξωδίκου να έχει γίνει κάτι. Σήμερα, 10 μήνες μετά, η κατάσταση εξακολουθεί να παραμένει η ίδια. Η πρόσφατη υπερχείλιση του αγωγού αποχέτευσης της ΕΥΔΑΠ στον Αλιμο απέδειξε με τον πλέον περίτρανο τρόπο ότι εδώ και μήνες η διοίκηση της ΕΥΔΑΠ είχε ενημερωθεί για τους κινδύνους, αλλά δεν φρόντισε να λάβει μέτρα για την επίλυση του προβλήματος.
Το ερώτημα που τίθεται είναι τι πρόκειται να γίνει από εδώ και πέρα. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε η ΕΥΔΑΠ γινόταν λόγος για 7.000 ακίνητα από τη Βάρκιζα έως τον Αλιμο που έχουν κάνει παράνομη διοχέτευση ομβρίων στην αποχέτευση, αυξάνοντας σημαντικά τον όγκο των εισροών στο δίκτυο αποχέτευσης όταν βρέχει. Το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο δεδομένου ότι στο Ελληνικό αναμένεται τα επόμενα χρόνια να αυξηθεί ο όγκος των κατοικιών και άρα και η επιβάρυνση στο αποχετευτικό σύστημα. Δεδομένων των καταγγελιών για υποστελέχωση στο αρμόδιο τμήμα της ΕΥΔΑΠ, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η κατάσταση χρήζει άμεσης αντιμετώπισης.
Γιώργος Αλεξανδράκης – εκπρόσωπος εργαζομένων στο Δ.Σ. της ΕΥΔΑΠ «Έντονη ανησυχία για την κατάσταση»
Σε δήλωσή του στην «Μ» ο εκπρόσωπος εργαζομένων στο Δ.Σ. της ΕΥΔΑΠ και μέλος της διοίκησης της ΓΣΕΕ Γιώργος Αλεξανδράκης εκφράζει την «έντονη ανησυχία του» για την κατάσταση που υπάρχει αυτή τη στιγμή.
Όπως υπογραμμίζει, το ελάχιστο προσωπικό και η αναξιοκρατία οδηγούν σε «υπονόμευση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών» και γεννούν κινδύνους για την ασφάλεια των πολιτών και των εργαζομένων της ΕΥΔΑΠ.
Συγκεκριμένα επισημαίνει χαρακτηριστικά:«Εκφράζω την έντονη ανησυχία μου για την κατάσταση στην οποία έχει προέλθει η ΕΥΔΑΠ. Πρόκειται για μια κρίσιμη επιχείρηση, της οποίας ο ρόλος είναι ζωτικής σημασίας για τη δημόσια υγεία, ασφάλεια και ανάπτυξη.
Δυστυχώς είναι εμφανές ότι η εν λόγω επιχείρηση έχει εγκαταλειφθεί συστηματικά τα τελευταία επτά χρόνια από την κυβέρνηση και τις αρμόδιες αρχές, με αποτέλεσμα:
• Υποστελέχωση, αναξιοκρατία, κομματικοποίηση. Το ελάχιστο προσωπικό σε συνδυασμό με την αναξιοκρατία και την κομματικοποίηση στις επιλογές των ανωτάτων στελεχών οδηγούν στη δημιουργία συνθηκών που μειώνουν την αποτελεσματικότητα, υπονομεύουν την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και δημιουργούν κινδύνους για την ασφάλεια των πολιτών και των εργαζομένων (π.χ. σπασίματα αγωγών, διακοπές υδροδότησης, διαρροές, μείωση αποθεμάτων νερού κ.ά.).
• Κομβικής σημασίας είναι η αδυναμία υλοποίησης αναπτυξιακής στρατηγικής της εταιρείας για να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή, με αποτέλεσμα κρίσιμα επενδυτικά έργα να μην έχουν υλοποιηθεί από το 2019 έως σήμερα.• Παρατηρείται με την τελευταία ΚΥΑ και την ενεργοποίηση της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας, Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) η προσπάθεια μετακύλισης του κόστους λειτουργίας και των προβλημάτων της επιχείρησης στους πολίτες με επικείμενες αυξήσεις στα τιμολόγια»
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί