Σίγουρα όλοι μας έχουμε πια καταλάβει πως ατύπως μεν, ουσιαστικά δε, έχουμε μπει σε μια πολύ σκληρή προεκλογική περίοδο όπου όλοι κονταροχτυπιούνται με όλους και όλοι αλληλοκατηγορούνται με όλους με έπαθλο την ψήφο μας, την οποία ακόμη δεν ξέρουμε πότε θα δώσουμε. Σύντομα μεν, άγνωστο δε… Η μεν κυβέρνηση δίνει, η δε αξιωματική αντιπολίτευση υπόσχεται την αύξηση ή ακόμα και τον διπλασιασμό των παροχών, συναγωνιζόμενη την κυβέρνηση στο ποιος θα δελεάσει περισσότερους ψηφοφόρους.
Διάγουμε αυτή τη μοναδική περίοδο στη διάρκεια της οποίας αντιστρέφονται οι ρόλοι: ο λαός αναγορεύεται κυρίαρχος και τιμάται ειδωλολατρικά, οι δε πολιτικοί αυτοσυστήνονται σαν ταπεινοί υπηρέτες του. Στον «κανονικό» καιρό, η πολιτική αυτοπροτείνεται ως τέχνη του εφικτού. Ενώ στην αίφνης πλούσια και πλουτοδότειρα προεκλογική περίοδο, που συγχωρεί τα πάντα, και τα καταφώρως ψευδή, η πολιτική αναβαθμίζεται (ή ευτελίζεται, ανάλογα με τα κριτήρια του καθενός) σε τέχνη του θαυματουργικού και των θαυματοποιών.
Και κάπως έτσι δόσιμο στο δόσιμο και τάξιμο στο τάξιμο, και χάρη στον έντονο ανταγωνισμό, γεμίζουμε λεφτά και οράματα. Και όλοι μας ευχόμαστε και προσευχόμαστε να βρισκόταν ένας τρόπος, ένα τέχνασμα, ένα κόλπο τέλος πάντων, ώστε να ακινητοποιηθεί ο χρόνος, να μη λήξει ποτέ αυτή η τερπνή προεκλογική περίοδος για να απολαύσουμε αδιακόπως επιτέλους τον παράδεισο. Αλλά δυστυχώς το πρόβλημα με όλες προεκλογικές περιόδους είναι ότι πάντα αργά ή γρήγορα τελειώνουν, κι έτσι ο επί γης παράδεισος παραμένει κάτι σαν τον ορίζοντα: απομακρύνεται την ώρα ακριβώς που πιστεύεις ότι τον έφτασες.