Από το Σεπτέμβριο του 2012 χρονολογείται η εγκύκλιος του τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Τέντε, βάσει της οποίας έγιναν οι συλλήψεις μελών και στελεχών της Χρυσής Αυγής.
Η εγκύκλιος προβλέπει την επ’ αυτοφώρω σύλληψη βουλευτών, όταν διαπράττουν κακουργήματα.
Τα αστυνομικά όργανα θα έχουν τη δυνατότητα να παρέμβουν, για να εμποδίσουν βουλευτές από τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων, έστω και αν δεν έχει αρθεί η βουλευτική τους ασυλία.
Μόνο όταν οι βουλευτές διαπράττουν αδικήματα σε βαθμό πλημμελήματος, απαιτείται για την κίνηση των εις βάρος τους ποινικών διαδικασιών η άδεια της Βουλής.
Ο κ. Τέντες είχε εκδώσει την επίμαχη εγκύκλιο λόγω της έξαρσης «του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της εισόδου και διαμονής αυτών στη χώρα, καθώς και της ασκήσεως εμπορικής δραστηριότητας ορισμένων από αυτούς, από οργανωμένες ομάδες πολιτών», στις οποίες «πολλές φορές συμμετέχουν και μέλη του Κοινοβουλίου».
Ακόμη, σημείωνε ότι όσοι πραγματοποιούν ελέγχους, υποδυόμενοι φορέα δημόσιας υπηρεσίας, κινδυνεύουν να τιμωρηθούν με φυλάκιση μέχρι ένα έτος ή με χρηματική ποινή για το αδίκημα τη αντιποίησης.
Ειδικότερα, για το ζήτημα της αντιποίησης, ο κ. Τέντες ανέφερε: «Υποκείμενο τέλεσης του εγκλήματος της αντιποίησης μπορεί να είναι οιοσδήποτε («όποιος») άνθρωπος. Περίπτωση αντιποίησης αποτελεί και εκείνη κατά την οποία ο δράστης χωρίς να αντιποιείται την ιδιότητα του φορέα δημόσιας κ.λπ. υπηρεσίας επιχειρεί πράξη επιτρεπόμενη μόνον σε υπάλληλο».
Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί, συνεχίζει η εγκύκλιος, ότι «το κατ’ άρθρο 275 παράγραφος 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δικαίωμα οποιουδήποτε πολίτη να συλλαμβάνει τον δράστη αυτόφωρου κακουργήματος ή πλημμελήματος, αφενός προϋποθέτει βεβαιότητα για τη διάπραξη του εγκλήματος και αφετέρου δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα διενέργειας ανακριτικών πράξεων, ήτοι ενεργειών που τείνουν στη βεβαίωση της τελέσεως του εγκλήματος, όπως είναι για παράδειγμα η απαίτηση επιδείξεως εγγράφων ή η διενέργεια πάσης φύσεως ερευνών».
Κατά συνέπεια, υπογράμμιζε ο Ι. Τέντες, εάν επομένως «γίνουν τέτοιες ενέργειες από πολίτη προς το σκοπό διαπιστώσεως της τελέσεως αυτόφωρου πλημμελήματος ή κακουργήματος και της εν συνεχεία, σε καταφατική περίπτωση, συλλήψεως του δράστη τελείται από τον πολίτη η αξιόποινη πράξη της αντιποίησης».
Ακόμη, στην εγκύκλιο αναφέρεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Συντάγματος, όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται, ούτε συλλαμβάνεται, ούτε φυλακίζεται, ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται, χωρίς άδεια του σώματος (της Βουλής).
Όμως, υπογραμμίζει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, από τις συνταγματικές αυτές επιταγές και το άρθρο 54 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκύπτει ότι «για τις πλημμεληματικές, έστω και αυτόφωρες, πράξεις του βουλευτή δεν επιτρέπεται η σύλληψή του, καθώς και η ποινική δίωξή του χωρίς προηγούμενη άδεια της Βουλής, ενώ επιτρέπεται, όμως, η χωρίς άδεια διενέργεια κάθε ανακριτικής πράξεως που είναι αναγκαία για τη βεβαίωση του εγκλήματος εκτός αυτών που θίγουν το πρόσωπο του βουλευτή (π.χ. δεν επιτρέπεται κλήση του για παροχή εξηγήσεων ή απολογία)».
Αντίθετα, επιτρέπεται «η φυσική παρεμπόδιση του επιτιθέμενου βουλευτή με τα συνήθη αποτρεπτικά μέσα, που εφαρμόζονται στους παρανομούντες κοινούς πολίτες, εκ μέρους των οργάνων της πολιτείας, τα οποία έχουν την ευθύνη για την αποτροπή της διαταράξεως της δημόσιας τάξης και την πρόληψη των εγκλημάτων (Αστυνομία κ.λπ.)».
Κατόπιν αυτών, σύμφωνα με την εγκύκλιο του κ. Τέντε, οφείλουν να συλλαμβάνονται από τους αστυνομικούς και να οδηγούνται στις εισαγγελικές αρχές όσοι διαπράττουν το αδίκημα της αντιποίησης αρχής και πραγματοποιούν ελέγχους.
Εάν μάλιστα συμμετέχουν και βουλευτές να συλλαμβάνονται και να οδηγούνται στο αυτόφωρο, εφόσον έχουν διαπράξει κακούργημα. Εάν οι βουλευτές διαπράττουν πλημμέλημα, τότε οι εισαγγελικές αρχές οφείλουν να ενεργούν οποιαδήποτε ανακριτική πράξη προβλέπεται και είναι αναγκαία, εκτός των ανακριτικών πράξεων, «που θίγουν το πρόσωπο των βουλευτών».
Εάν τα αδικήματα αυτά διαπράττονται από πολίτες Έλληνες και αλλοδαπούς, πρέπει αμέσως να συλλαμβάνονται και να οδηγούνται στο αυτόφωρο, κατέληγε ο κ. Τέντες.