Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Αυτή είναι η νέα ελληνική πρόταση – Τι αναφέρει για τον ΦΠΑ, συντάξεις αλλά και νέους φόρους

Το νέο σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης, το κείμενο-πρόταση για συμφωνία που εμφανίστηκε απ’ την ελληνική πλευρά λίγο πριν ξεκινήσει το χθεσινό Eurogroup και ουσιαστικά έδωσε νέα πνοή στη διαπραγμάτευση που εκείνη την ώρα όλα έδειχναν πως είχε βρεθεί σε πλήρες αδιέξοδο έρχεται στο φως της δημοσιότητας.

Διαβάστε αναλυτικά

Με βάση το κείμενο της ελληνικής πλευράς, το οποίο παρουσιάζει η “Καθημερινή” φαίνεται ξεκάθαρα ότι παραμένουν ανοιχτά σημαντικά σημεία παρά τις υποχωρήσεις που φαίνεται για ακόμη μια φορά να κάνει η ελληνική πλευρά.

Συγκρίνοντας κανείς την πρόταση που βλέπει το φως της δημοσιότητας με αυτή των δανειστών διαπιστώνει ότι οι «θεσμοί» ζητούν έσοδα 1% του ΑΕΠ από το ΦΠΑ, ενώ η ελληνική πλευρά προτείνει έσοδα 0,93%. Η προηγούμενη ελληνική πρόταση προέβλεπε έσοδα 0,74%.

Η Ελλάδα τοποθετεί στον συντελεστή 13% όλα τα τρόφιμα και τα ξενοδοχεία ενώ οι δανειστές ζητούν στο 23% να πάνε εστιατόρια, ξενοδοχεία και catering και στο 13% να πάνε μόνο τα βασικά φαγητά.

Επίσης η ελληνική πλευρά ζητά τη διατήρηση της μείωσης του 30% στο ΦΠΑ στα νησιά ενώ οι δανειστές επιμένουν στην κατάργησή της. Αυτό το σημείο περί διατήρησης δεν περιλαμβανόταν στην προηγούμενη ελληνική πρόταση.

H ελληνική πλευρά προτείνει μείωση κατά 200 εκατ. ευρώ των αμυντικών δαπανών (αντί 400 εκατ. που ζητούν οι δανειστές) και δέχεται τη στοχευμένη ομάδα ενεργειών όπως ο περιορισμός του προσωπικού όσο και των εξοπλιστικών προγραμμάτων

Ταύτιση απόψεων υπάρχει στο θέμα της ανόδου του συντελεστή φορολόγησης επιχειρήσεων στο 28% από το 26%. Στην προηγούμενη ελληνική πρόταση προβλεπόταν αυτός να αυξηθεί στο 29%.

Η Ελλάδα επιμένει στην φορολόγηση εφάπαξ ύψους 12% των επιχειρήσεων με κέρδη άνω των 500.000 ευρώ για να πετύχει το δημοσιονομικό ζητούμενο αποτέλεσμα για το 2015.

Η Ελλάδα δεν κάνει καμία αναφορά στο κείμενό της για την ανάγκη πλήρους εφαρμογής του νόμου 2010 που αφορά στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος (Νόμος 3863/2010) αλλά και για την εφαρμογή ή προσαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τις επικουρικές συντάξεις αλλά και τις υψηλές συντάξεις όπως έχει συμφωνηθεί το 2012, ώστε να επιτύχουν ανάλογη εξοικονόμηση και να λάβουν επιπλέον μέτρα για βελτίωση του συνταξιοδοτικού συστήματος.

Η ελληνική πλευρά επιμένει ότι η αύξηση του ορίου ηλικίας στα 67 έτη που θα πρέπει να εφαρμοστεί μέχρι το 2022 να ισχύσει για όλους όσοι βγαίνουν στη σύνταξη από τις 31 Οκτωβρίου 2015 αντί της 30ης Ιουνίου που ζητούν οι δανειστές.

Η Αθήνα ζητά σταδιακή αντικατάσταση του ΕΚΑΣ για όλους μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του 2018. Δεν δέχεται την άμεση κατάργηση του επιδόματος για το 20% των δικαιούχων.

Η Αθήνα ταυτίζεται για πέναλτι 16% σε όσους θα βγαίνουν σε πρόωρη σύνταξη, και την ενοποίηση όλων των επικουρικών ταμείων υπο τη σκέπη του ΕΤΕΑ αλλά δεν κάνει αναφορά, όπως οι δανειστές, στην ανάγκη «να διασφαλιστεί ότι από την 1η Ιανουαρίου 2015 όλα τα επικουρικά ταμεία μπορούν να χρηματοδοτηθούν ιδίοις πόροις (επαναφορά της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος)».

Η ελληνική πρόταση κάνει λόγο για σταδιακή αντικατάσταση και όχι κατάργηση όπως λένε οι δανειστές του ΕΚΑΣ μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του 2018 (αντί για το τέλος Δεκεμβρίου του 2019 που ζητά η άλλη πλευρά) ενώ δεν δέχεται την άμεση κατάργηση της χορήγησης του επιδόματος για το 20% των δικαιούχων.

Στο ελληνικό κείμενο δεν υπάρχει αναφορά για «πάγωμα των μηνιαίων εγγυημένων συνταξιοδοτικών εισφορών σε ονομαστικούς όρους έως το 2021». Επιμένει επίσης στην αύξηση κατά μίας ποσοστιαίας μονάδας των εισφορών υγείας (από το 4% στο 5%) αντί για δύο που προτείνουν οι δανειστές (από το 4% στο 6%). Επιμένει ακόμα στην αποκατάσταση των εργοδοτικών εισφορών για τις κύριες συντάξεις στα επίπεδα του 2014 (3,9% για το ΙΚΑ).

Όσον αφορά τη σταδιακή κατάργηση των χρηματοδοτούμενων εξαιρέσεων και εναρμόνιση των εισφορών όλων των ασφαλιστικών ταμείων με αυτές που ισχύουν στο ΙΚΑ η ελληνική πλευρά ζητά να εφαρμοστεί από την 1η Ιανουαρίου 2016 αντί για την 1η Ιουλίου 2015 που θέλουν οι δανειστές.

Επαναλαμβάνει τέλος το αίτημά της για αύξηση των εισφορών για τις επικουρικές συντάξεις από το 3% στο 3,5%.

Η Αθήνα στα μέτρα για το ασφαλιστικό δεν περιλαμβάνει το αίτημα των δανειστών για «παραμετρικές βελτιώσεις για να εφαρμοστεί στενότερη σύνδεση μεταξύ εισφορών και παροχών».

Παράλληλα η Ελλάδα προτείνει η συγχώνευση των ασφαλιστικών ταμείων να λάβει χώρα έως το τέλος του 2018 (2017 ζητούν οι δανειστές) και σε διάστημα τριεών ετών (2 χρόνια ζητούν οι δανειστές).

Η Ελλάδα αναλαμβάνει επίσης, όπως ζητούν οι δανειστές, την υποχρέωση υιοθέτησης νομοθεσίας για να αντισταθμίσουν πλήρως τις φορολογικές επιπτώσεις από την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων για τις μειώσεις στις συντάξεις του 2012 (πρόσφατη απόφαση ΣτΕ).

Η Αθήνα δεν κάνει καμία αναφορά στην ανάγκη μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας ενώ έχει διαγράψει πλήρως την παράγραφο που αναφέρει ότι «οι θεσμοί είναι έτοιμοι να υπολογίσουν και άλλα παραμετρικά μέτρα ισοδύναμης αξίας στο συνταξιοδοτικό σύστημα προκειμένου να αντικαταστήσουν κάποια από τα μέτρα λαμβάνοντας υπόψη τους την επίπτωσή τους στην ανάπτυξη και με την προϋπόθεση ότι αυτά τα μέτρα θα παρουσιαστούν στους θεσμούς κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού τους και ότι θα είναι επαρκώς συγκεκριμένα και ποσοτικοποιημένα».

Οσον αφορά στη φορολογική διοίκηση, οι αλλαγές μεταξύ των δύο προτάσεων είναι περιορισμένες, αλλά μία είναι κομβική. Συγκεκριμένα, στην ελληνική πρόταση αναφορικά με τα ειδοποιητήρια κατάσχεσης προτείνεται η αύξηση του ανώτατου ορίου 25% για μισθούς και συντάξεις, αντί μείωσης που ζητούσαν οι εταίροι.

Στην τρίτη παράγραφο για τα ληξιπρόθεσμα χρέη το κείμενο είναι ίδιο με αυτό των δανειστών, αλλά στην ελληνική πρόταση δεν περιλαμβάνεται μία πρόταση των θεσμών. Συγκεκριμένα το ελληνικό κείμενο γράφει: Τροποποιείστε τη ρύθμιση 2014-15 για τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία ώστε να αποκλειστούν εκείνοι που δεν καταφέρνουν να πληρώσουν τις τρέχουσες υποχρεώσεις και εισάγετε μια προϋπόθεση για να μειώσετε τη χρονική περίοδο γι’ αυτούς που έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν νωρίτερα.

Ενώ το κείμενο των δανειστών ζητά: Παράλληλα εισάγετε επιτόκια με βάση τα τρέχοντα στην αγορά). Το τμήμα Μεγάλων Οφειλετών και το ΚΕΑΟ να αξιολογήσουν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2015 τους μεγαλοοφειλέτες με χρέη σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές άνω του 1 εκατ. ευρώ (εδώ στο ελληνικό κείμενο υπάρχει η προσθήκη σε παρένθεση της φράσης: απομένει να διευκρινισθεί το πώς θα διακριβώνεται η ικανότητα ενός εκάστου να πληρώσει και το πώς θα λαμβάνονται διορθωτικά μέτρα).

Για την αγορά εργασίας το κείμενο των θεσμών γράφει: “Έναρξη μιας διαδικασίας συμβουλευτικής, παρόμοια με αυτή του παρελθόντος για τον καθορισμό του επιπέδου του κατώτατου μισθού (άρθρο 103 του νόμου 4172/2013) για την αναθεώρηση του υπάρχοντος πλαισίου των μαζικών απολύσεων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων λαμβάνοντας υπόψη τις καλύτερες πρακτικές στην Ευρώπη”.

Το ελληνικό κείμενο γράφει: “Ολοκλήρωση μιας διαδικασίας συμβουλευτικής, παρόμοια με αυτή του παρελθόντος για τον καθορισμό του επιπέδου του κατώτατου μισθού (άρθρο 103 του νόμου 4172/2013) για την αναθεώρηση του υπάρχοντος πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων λαμβάνοντας υπόψη τις καλύτερες πρακτικές στην Ευρώπη”.

Οι θεσμοί στο κείμενό τους συνεχίζουν: “Δεν θα αλλάξει το υφιστάμενο πλαίσιο διαπραγματεύσεων πριν την κατάληξη της αναθεώρησης και σε καμία περίπτωση πριν το 2015. Οποιαδήποτε πρόταση για αλλαγή στο πλαίσιο της νομοθεσίας θα υιοθετηθεί κατόπιν συμφωνίας με την Κομισιόν, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ”. Αυτές οι προτάσεις ΔΕΝ υπάρχουν στο ελληνικό κείμενο…

Για τη Δημόσια Διοίκηση, οι δανειστές ζητούν «να εξορθολογίσετε το εξειδικευμένο μισθολόγιο και να το εφαρμόσετε από τον Νοέμβριο του 2015» και η Αθήνα αντιπροτείνει «εφαρμογή του νέου ενιαίου μισθολογίου με εγγυημένο βάση αφετηρίας τον μισθό των εργαζομένων στο Δημόσιο στις 31 Δεκεμβρίου 2014 ενώ η νομοθεσία για την εκλογίκευση των ειδικών μισθολογίων θα υιοθετηθεί έως το τέλος Νοεμβρίου 2015».

Για τη μισθολογική δαπάνη στο Δημόσιο οι δανειστές ζητούν «τη διασφάλιση της μείωσης του μισθολογικού κόστους σε σχέση με το ΑΕΠ μέχρι το 2019» και η Ελλάδα αντιπροτείνει ότι «θα διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρχει αύξηση του μισθολογικού κόστους σε σχέση με το ΑΕΠ μέχρι το 2019.

Η Αθήνα δέχεται την αναμόρφωση του Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων όχι «βάσει των προηγούμενων αποφάσεων» όπως αναφέρεται στο κείμενο των δανειστών αλλά «βάσει διαβούλευσης με τους θεσμούς».



ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ