Με την τεχνολογία και την καινοτομία να τρέχουν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες αυξάνοντας τα κόστη στην Υγεία, σε σημείο που κανένα κράτος δεν μπορεί να τα αντέξει -με δεδομένη και τη γήρανση του πληθυσμού-, το μεγάλο στοίχημα για την κυβέρνηση είναι να εξασφαλιστεί η αυξημένη πρόσβαση των πολιτών στα καινοτόμα φάρμακα, αλλά σε ένα πλαίσιο διαφάνειας και εξορθολογισμού, μέσω του οποίου να διασφαλίζεται ότι δεν θα δαπανώνται πολύτιμοι πόροι χωρίς να υπάρχει λόγος.
Της ΑΛΕΞΙΑΣ ΣΒΩΛΟΥ
Δρομολογείται η συνεργασία μεταξύ πολιτείας και φαρμακοβιομηχανίας
Οι ανάγκες θα γίνονται απεριόριστες, αλλά οι πόροι είναι περιορισμένοι, και όπως τονίζει ο υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης, για να μπορεί να έρχεται η καινοτομία θα πρέπει να χορηγούνται οι καινοτόμες θεραπείες σε έναν προϋπολογισμένο αριθμό ασθενών. Όπως επισημαίνει ο υπουργός, τα χρήματα του κόσμου από τα οποία προέρχονται οι πόροι για την Υγεία είναι ιερά και κάθε ευρώ που δαπανάται με λάθος τρόπο στην Υγεία το στερούμε από κάποιον άλλον που το χρειάζεται πολύ περισσότερο, οπότε τέτοια περιθώρια δεν υπάρχουν.
Ηθική υποχρέωση κάθε κράτους είναι να εξασφαλίζει τη βέλτιστη δυνατή θεραπεία σε κάθε ασθενή που τη χρειάζεται και για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το αυξημένο κόστος της καινοτομίας θα πρέπει να λάβουμε μέτρα στις εξής θεματικές: κατ’ αρχάς στον έλεγχο της ζήτησης, αλλά και στον έλεγχο της προσφοράς – κάτι που γίνεται μέσω της αξιολόγησης της καινοτομίας στην Υγεία. Επίσης πρέπει να υπάρχει έγκαιρη πρόσβαση στην καινοτομία, όπου σημαντικό ρόλο μπορεί να διαδραματίσει το Ταμείο Καινοτομίας. Απαραίτητη είναι επίσης η συνεργασία ανάμεσα σε φαρμακοβιομηχανία και πολιτεία, αλλά και η προτεραιοποίηση των αναγκών.
Ο υπουργός Υγείας υπογραμμίζει ότι απαιτούνται δύσκολες αποφάσεις για να γίνει το σύστημα υγείας βιώσιμο και χρειάζονται επίσης πιο έξυπνες δαπάνες, ενώ όταν ολοκληρωθεί η διάρκεια της χρηματοδότησης του Ταμείου Ανάκαμψης οι πόροι θα καλύπτονται από τον τακτικό προϋπολογισμό – δηλαδή τα χρήματα των Ελλήνων πολιτών, τα οποία και πρέπει να χρησιμοποιούνται σωστά. Θεμελιώδη μεταρρύθμιση θεωρεί ο Άδωνις Γεωργιάδης το γεγονός ότι πλέον οι γιατροί δεν θα μπορούν να αλλάζουν το πρωτόκολλο της θεραπείας. Η ΗΔΙΚΑ κλειδώνει τα πρωτόκολλα της θεραπείας και συνεπώς δεν θα μπορεί ένας γιατρός να χορηγεί αναίτια ένα καινοτόμο φάρμακο – κάτι που οδηγεί στην αναίτια αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης.
Ήδη, όπως αναφέρει ο υφυπουργός Υγείας Μάριος Θεμιστοκλέους, γίνονται σημαντικά έργα σε δύο άξονες, αφενός στην ψηφιοποίηση του συστήματος υγείας και αφετέρου στην πιο σοβαρή ανακαίνιση των νοσοκομείων, ενώ επίκειται και η αξιοποίηση των δεδομένων που θα δώσει νέα ώθηση στην προσέλκυση επενδύσεων και στον επαναπροσδιορισμό της καινοτομίας στην Υγεία.
Μεταρρυθμίσεις
Το σύστημα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις και εξορθολογισμό και ως ένα παράδειγμα αναφέρει ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης το γεγονός ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες ζητούν έκτακτες εισαγωγές για την κάλυψη αναγκών, τις οποίες ο ΕΟΦ δεν εγκρίνει, και τότε εκείνες φέρνουν τα φάρμακα μέσω ΙΦΕΤ, οπότε δεν τους επιβάλλεται clawback (αυτόματη επιστροφή κερδών από την υπέρβαση της δαπάνης) και τότε αυτή η δαπάνη επιμερίζεται σε όλους τους άλλους – κάτι το οποίο είναι άδικο. Επίσης ο υπουργός υπογραμμίζει ότι για να καταστήσουμε το σύστημα υγείας βιώσιμο δεν κοιτάμε πια μόνο το πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά και τις πρωτογενείς δαπάνες – κι αν αυτές ξεφύγουν, φροντίζουμε με αντίμετρα να τις μαζέψουμε. Ταυτόχρονα υπάρχει ένας προβληματισμός για το τι θα γίνει μετά τη διάρκεια της χρηματοδότησης του Ταμείου Ανάκαμψης, με το οποίο χρηματοδοτήθηκαν μεγάλες μεταρρυθμίσεις στην Υγεία. Η φαρμακοβιομηχανία χρειάζεται και αυτή υπευθυνότητα όταν φέρνει τα καινοτόμα φάρμακα, και όπως λέει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), Ολύμπιος Παπαδημητρίου, το φάρμακο δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είναι ένα εργαλείο που αν χρησιμοποιηθεί σωστά μειώνει πολλά άλλα κόστη στο σύστημα υγείας. Ο ίδιος προσθέτει πως υπάρχει μια δεύτερη σκέψη στις φαρμακοβιομηχανίες για το εάν θα φέρουν και πότε θα φέρουν καινοτόμα φάρμακα στην Ελλάδα. Μπορεί σύμφωνα με τον υφυπουργό Υγείας Μάριο Θεμιστοκλέους να βρισκόμαστε πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που σημαίνει ότι η διείσδυση των καινοτόμων φαρμάκων στη χώρα μας βρίσκεται στο 52%, ωστόσο ο Ολύμπιος Παπαδημητρίου εκφράζει κάποιες διαφορές στον χρονισμό και στην ερμηνεία των πραγμάτων. Από την οπτική του ΣΦΕΕ, την τελευταία τριετία, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, από τα καινοτόμα φάρμακα που εγκρίθηκαν δύο στα δέκα έρχονται στην Ελλάδα, πέντε στα δέκα δεν θα έρθουν άμεσα και τρία στα δέκα δεν υπάρχει σκέψη να έρθουν.
Φαρμακοβιομηχανίες
Το φάρμακο βέβαια δεν είναι το μοναδικό που συνδέεται με αυξημένο κόστος. Πλέον, όπως επισημαίνει ο επίκουρος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Οικονομικής Αξιολόγησης των Τεχνολογιών Υγείας, Κώστας Αθανασάκης, ο ΕΟΠΥΥ αποζημιώνει συσκευές και εφαρμογές (στο κινητό μας τηλέφωνο), οπότε η τεχνολογία έχει επίσης ένα μεγάλο κόστος. Από τη μεριά των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών ο αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας, Δημήτρης Δέμος, εξηγεί ότι σε ορίζοντα 4ετίας θα έχουν επενδυθεί 1,2 δισ. ευρώ από τους Έλληνες φαρμακοβιομηχάνους για τη δημιουργία 16 νέων ερευνητικών κέντρων και 13 νέων εργοστασίων. Αυτό που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το ότι υπάρχει μια μεγάλη γεωγραφική κατανομή (Σάπες – Ροδόπη, Θεσσαλονίκη, Γιάννενα, Αττική) και κάθε περιοχή της χώρας θα έχει μία μονάδα φαρμακοβιομηχανίας. Γι’ αυτό άλλωστε σήμερα η φαρμακοβιομηχανία είναι από τους πλέον ελκυστικούς εργοδότες, ενώ από το 1,2 δισ. ευρώ, τα 600 εκατ. προέρχονται από τις τσέπες των Ελλήνων φαρμακοβιομηχάνων.
Αναφορικά με τις κλινικές μελέτες, όμως, εξακολουθούμε να υστερούμε. Ενώ λοιπόν απορροφούμε πόρους (από το επενδυτικό ανταποδοτικό clawback) για τη δημιουργία παραγωγικών μονάδων, την τεχνολογία και την ψηφιοποίηση, στις κλινικές μελέτες μόνο το 10% από τα 500 εκατ. του επενδυτικού clawback έχει απορροφηθεί. Η δυνατότητα της Ελλάδας είναι να προσελκύσει επενδύσεις ύψους 500 εκατ. ευρώ στην κλινική έρευνα, αλλά στην πράξη δεν ξεπερνάει σε επενδύσεις τα 100 εκατ. ευρώ.