Ήταν ξημέρωμα της Κυριακής 5 Σεπτεμβρίου, πριν από τέσσερα χρόνια, όταν ο Αλέξανδρος Βέλιος έκανε πράξη την απόφασή του, να βάλει τέλος στη ζωή του κάνοντας ευθανασία. Πήρε την απόφαση αυτή πάσχοντας επί μήνες, από καλπάζουσας μορφής καρκίνο, που τον είχε πλήξει σε όλα τα ζωτικά του όργανα.
Μας το θύμισε ο ο Κρικόρ Τσακιτζιάν ο οποίος σε ανάρτηση του στο Facebook έγραψε:
Με την απόφασή του αυτή, συγκλόνισε το πανελλήνιο. Ο Αλέξανδρος ήταν άνθρωπος αντισυμβατικός. Αντικομφορμιστής όπως δήλωνε ο ίδιος. Αιρετικός, όπως έλεγαν όσοι τον γνώριζαν. Με το ιδιότυπο χιούμορ του, ξόρκιζε τους φόβους που είχε για το ταξίδι στο απόλυτο κενό, όπως αποκαλούσε το ταξίδι του θανάτου.
Πρόλαβε κι άφησε πίσω του, δυο γραπτά κείμενα, στα οποία τα είπε σχεδόν όλα, για τον κόσμο, για τα υλικά αγαθά, για τη ματαιοδοξία που μας διακατέχει, για τις αξίες που έχουμε απωλέσει, για την ηθική κατάπτωση μιας υλιστικής κοινωνίας που ζούμε.
Στο πρώτο βιβλίο που έγραψε λίγο καιρό πριν το τέλος του, με τίτλο «Οδύσσεια» όπου ήταν μια ποιητική συλλογή, βγάζει μια κραυγή απελπισίας και αγανάκτησης, για τον κατήφορο στον οποίο οδηγούνται οι κοινωνίες.
Χαρακτηριστικά σε ένα του ποίημα αναφέρει:
Τι’ ν’ όλοι ετούτοι, πρόσωπα; κύμβαλα αλαλάζοντα-
μιλούν τη γλώσσα σου κι όμως δεν τους καταλαβαίνεις
αλλοθρόων φυλή
Σημαιοφόροι ευκαιρίας θεσμικοί λακέδες κακομήχανοι
αχθοφόροι του τίποτα ως τε υβρίζοντες
υπερφιάλως
σας έχω δει
στους απόπατους της ενημέρωσης στους προθαλάμους της επιτυχίας στα άδυτα
της κακέκτυπης εξουσίας, να ομνύετε σε γύψινους βωμούς
με φανατισμό ή κατάνυξη τάχατες.
Χειροκροτήστε χειροκροτήστε χειροκροτήστε τους
ως αεί όμοιος τω ομοίω
Αλίμονο στους ζωντανούς.
Ο θάνατος κυριαρχεί
σ’ αυτόν τον τόπο όπου δεν πεθαίνει κανείς, νεκροί
αφραδέες ναίουσι
Μοίρα τους δεν είναι ο θάνατος, αλλά η
πεθαμένη ζωή.
Λίγους μήνες αργότερα, ο Αλέξανδρο Βέλιος, έγραψε ένα ακόμη βιβλίο, για να μείνει ως πρελούδιο του κινήματος που ήθελε να δημιουργηθεί στην Ελλάδα, για το δικαίωμα στην ευθανασία. Σ’ αυτό καταθέτει εσώψυχα από την περιπέτεια των τελευταίων του στιγμών. Η αφήγησή του συγκλονίζει, για το πώς αισθάνεται ο μελλοθάνατος, ο οποίος δεν αντέχει την αποσύνθεση σώματος και νου κι αναζητά μια γαλήνια και αξιοπρεπή φυγή προς το άπειρο.
Το δεύτερο αυτό βιβλίο του φέρει τον τίτλο:
«Εγώ κι ο θάνατός μου», και σε κάποιο απόσπασμα, αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ελπίζω ότι αρκετοί θα με θυμούνται για αρκετό καιρό αφού θα έχω φύγει. Η ματαιοδοξία μου αυτή δεν αρκείται στην οικογένειά μου και στους φίλους μου. Είναι βουλιμική. Συνεχίζω να βλέπω κόσμο, να βγαίνω στην τηλεόραση, να αρθρογραφώ, να επιδιώκω νέες γνωριμίες, να αναζητώ δυνητικές επαγγελματικές ευκαιρίες, σαν να μη συμβαίνει τίποτε – σαν να έχω χρόνια πολλά μπροστά μου. Κατά περίεργο τρόπο μόνο ετούτο το κείμενο μου προκαλεί άγχος, να προλάβω να το τελειώσω. Ειδάλλως ακολουθώ απερίσπαστος την προ καρκίνου ρουτίνα μου. Είναι εν μέρει κοκεταρία και εν μέρει δεισιδαιμονία – ένα είδος ξόρκι ενάντια σ’ αυτό που δεν ξορκίζεται. Υιοθέτησα ενστικτωδώς μια στάση business as usual για να κρατήσω αποστάσεις από το θάνατό μου. Κατά τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο λόγο, καυτηρίασα μέσα μου κάθε τάση πεισιθάνατου μελοδραματισμού. Πέρασα το τελευταίο μου κατά πάσα πιθανότητα Πάσχα, γιόρτασα τα τελευταία μου γενέθλια, με τα μάτια στεγνά. Προσπαθώ εξάλλου να μη σκέφτομαι, κάθε φορά που βλέπω τους δικούς μου ή φίλους μου, ότι λιγοστεύουν οι φορές που θα τους ξαναδώ. Το φάσμα αυτής της κλεψύδρας θα έκανε σχεδόν αβίωτη την καθημερινότητα με τη γυναίκα μου και αβάσταχτη την επαφή με τα παιδιά μου. Ζω εντός παρενθέσεως, προσπαθώντας να νιώσω τις μέρες μου ευρύχωρες. Αλλά έχω ένα σφίξιμο στο στήθος που σπάνια με εγκαταλείπει.»
Λίγο πριν την προγραμματισμένη του φυγή ο Αλέξανδρος δέχθηκε να μου μιλήσει αποστασιοποιημένος από τα εγκόσμια, σε μια συνέντευξη μεταθανάτια, που την έγραφε “από τον άλλο κόσμο”. Μεταξύ άλλων ερωτημάτων απάντησε και σε δυο θεμελιώδη ζητήματα. Για το αν υπάρχει Θεός και για το πώς μπορεί να βλέπει ένας πεθαμένος τους ζωντανούς επί της Γης.
Ερώτηση: Εκεί που πήγες συνάντησες το Θεό; Να ελπίζει κανείς ότι μπορεί να τον δει; Να του μιλήσεις Τι λες;
Αλέξανδρος: …Δεν είχα τέτοια ελπίδα φεύγοντας. Εκεί που είμαι τώρα, δεν υπάρχει συνείδηση, δεν υπάρχει Εγώ – άρα πώς να υπάρχει Θεός; Αλλά μιλάω προσωπικά. Δεν έχω το δικαίωμα να στερήσω την ελπίδα για μια μετά θάνατον ζωή από κανένα άνθρωπο. Θα ήταν απάνθρωπο και, στο κάτω – κάτω αυθαίρετο.
Ερώτηση: Πώς βλέπεις τα πράγματα από κει πάνω. Τώρα που είσαι απαλλαγμένος από μικροδεσμεύσεις και τυπικότητες. Μιλάω κοινωνικά, πολιτικά και πάνω απ’ όλα από πλευράς ηθικής της κοινωνίας.
Αλέξανδρος: Απεχθανόμουν τον κομφορμισμό όσο ζούσα, δεν ανήκα σε κανένα κόμμα, Εκκλησία, ομάδα, απέφευγα τη συναναστροφή με άτομα που δεν εκτιμούσα ή με παρέες που με έκαναν να πλήττω. Δεν υπήρξα ούτε πολιτικά, ούτε κοινωνικά ορθός, επομένως από λίγα βαρίδια με απήλλαξε ο θάνατος. Κυρίως από την ανάγκη να κερδίζω το ψωμί μου με τον ιδρώτα μου – και του είμαι ευγνώμων γι’ αυτό!
Από εδώ βλέπω μια ανθρωπότητα να διαγκωνίζεται κυνηγώντας αξιώματα, χρήματα, αναγνώριση, απολαύσεις, προνόμια και δεν συναισθάνεται πόσο αυτό το κυνηγητό της χρυσής ματαιοδοξίας έχει τη γεύση της στάχτης.
Η αγαπημένη του σύζυγος Νάντια Γερολυμάτου, έγραψε για τα τέσσερα χρόνια που τους έχουν χωρίσει:
«Τέσσερα χρόνια χωρίς εσένα… Τι κι αν το σώμα φθείρεται, οι θύμησες είναι πάντα εδώ, ζωντανές! Γενναίος σε όλα σου! Στις αποφάσεις σου, στον πλούτο των αισθημάτων σου, στη δημοσιογραφική- συγγραφική σου πορεία.
Τολμηρός, μάχιμος, απερίσπαστος με ό,τι καταπιανόσουν έχοντας πάντα στον νου σου την αποφυγή της συντριβής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Σε θαύμαζα για το οξυδερκές μυαλό σου, το κουράγιο σου, τη δύναμη που αντλούσες από μέσα σου μέχρι και την τελευταία ώρα να παλέψεις.
Ήξερες να βουτάς στα βαθιά με πλήρη συνείδηση και αξιοπρέπεια και αυτό ήταν το καλύτερο μάθημα που πήρα από σένα….»
https://www.facebook.com/krikor.tsakitzian/posts/10221730148819426