*Γράφει ο Δ.Γ Παπαδοκωστόπουλος, δημοσιογράφος
Η ιστορία με τον «Τζόκερ» ανέδειξε για μια ακόμη φορά την αστειότητα της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την ανικανότητα της κυβέρνησης, να αντιμετωπίσει στημένες ιστορίες και κακοπαιγμένες φάρσες. Η εφαρμογή του νόμου μπήκε σε διάλογο και βρέθηκαν ακόμα και υπουργοί της κυβέρνησης να αναγγείλουν μέσου twitter την καταστρατήγησή του, όπως ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, που έσπευσε να μας θυμίσει από πού προέρχεται κομματικά.
Από πού ξεκίνησε η συγκεκριμένη ιστορία δεν έχει και τόση μεγάλη σημασία, καθώς πάντα θα βρεθεί ένας ή περισσότεροι που θα κινηθούν, είτε από έσχατη ανοησία είτε από υπερβολική διάθεση εφαρμογής του νόμου. Η συνέχεια όμως είναι αυτό που πονάει καθώς αναδεικνύει το γενικότερο πρόβλημα, της ελληνικής κοινωνίας, που συνίσταται στη βασική αδυναμία της να ιεραρχήσει τους στόχους. Και αυτό ακριβώς είναι που εκμεταλλεύονται οι επιτήδειοι (εν προκειμένω τα προσκείμενα στον ΣΥΡΙΖΑ ΜΜΕ ή μέσα κοινωνικής δικτύωσης κ.λπ.)
Μπορεί να έγινε προσπάθεια να αντιμετωπισθεί με ψυχραιμία από την κυβέρνηση (όπως ακριβώς αντιμετωπίζεται, θα έλεγε ένας κακόπιστος και το φλέγον θέμα του μεταναστευτικού), αλλά μάλλον ο επικοινωνιακός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε μια νίκη, ή τουλάχιστον έδειξε ότι παραμένει ακμαίος. Βέβαια, οι ορθολογιστές – πολίτες που τα προηγούμενα χρόνια σιχάθηκαν τον ΣΥΡΙΖΑ και τα τερτίπια του, αποκρούουν εξ΄ αρχής τους γνωστούς και μη εξαιρετέους είτε δημοσιογράφους – κράχτες είτε πολιτικούς της μείζονος αντιπολίτευσης, που ξελαρυγγιάζονται για να αποδείξουν αστυνομικό κράτος (εν προκειμένω) και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Αλλά, βέβαια, ο επικοινωνιακός μηχανισμός δεν απευθύνεται στους ορθολογιστές. Έχει στόχο τον ορθολογισμό, μέσω του ανορθολογισμού και της διακίνησης μυθευμάτων, που ο αντίπαλος (η ΝΔ τώρα) για πολλούς λόγους δεν μπορεί να αντιμετωπίσει. Εν προκειμένω, το μπάχαλο πέτυχε. «Βοήθησαν», βέβαια, τα μάλα και κάποιοι υπουργοί, όπως ο υπουργός Προστασιας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης και η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη. Στόχος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν οι κανονισμοί για τις προβολές, αλλά η ενίσχυση ενός κλίματος «ακροδεξιάς πρακτικής». Κι αυτό με στόχο δύο ακροατήρια: συσπείρωση των δικών τους και αποσυσπείρωση του ευρέως φάσματος υποστηρικτών του Μητσοτάκη.
Για παράδειγμα, μπορεί καταγέλαστος να έγινε στην υπόθεση αυτή ο προερχόμενος από το ΠΑΣΟΚ Γιάννης Ραγκούσης, καθώς δικός του ήταν ο νόμος από το 2010, επί ημερών πρωθυπουργίας του Γιώργου Παπανδρέου. Μπορεί στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης το εν λόγω στέλεχος να άκουσε το «κράξιμο» της ζωής του, αλλά στο τέλος κάτι κέρδισε, καθώς ανέβηκε στον εξώστη και άρχισε να κουνάει το δάκτυλο! Και αυτό στην κυβέρνηση πρέπει να το καταλάβουν εγκαίρως.
Εν προκειμένω, πάντως, αξίζει να παρατηρήσουμε πως το βάρος της αντιπαράθεσης στα σόσιαλ μίντια το σηκώνουν κάποιοι τους ευρέως μετώπου που υποστηρίζει τη Νέα Δημοκρατία, σε αντίθεση με τα κομματόσκυλα, που στην καλύτερη περίπτωση δεν αρθρώνουν λέξη (φοβούμενοι τις ισορροπίες τους) και στη χειρότερη γράφουν ανοησίες για να επιδείξουν κομματικό πατριωτισμό που είναι για γέλια. Μελλοντικά σε κάποια πραγματικά σοβαρή και κρίσιμη περίπτωση, θα φανούν οι δυνατότητες και των δύο επιτελείων και πόσα απίδια χωράει ο σάκος…