Πώς συνδέονται οι κινητικές μας ικανότητες με τη νόσο Αλτσχάιμερ;
Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο «Journal of Alzheimer’s Disease Reports», ερευνητές από το πανεπιστήμιο «Florida Atlantic» στις Ηνωμένες Πολιτείες, αναζήτησαν διαφορές μεταξύ υγιών ηλικιωμένων ατόμων και ηλικιωμένων με ήπια γνωστική εξασθένηση ως προς το πώς στέκονται και πώς περπατούν σε ποικίλα μονοπάτια.
Η εν λόγω ανάλυση βάδισης πραγματοποιήθηκε σε συνολικά 55 άτομα, τα 25 εκ των οποίων διαγνωσμένα με ήπια γνωστική εξασθένιση.
Γιατί ανάλυση βάδισης
Ο ανώτερος συγγραφέας της μελέτης, Δρ Μπενάζ Γκορανί, δήλωσε ότι η ανάλυση βάδισης μπορεί να συμπληρώσει τις αξιολογήσεις για την ανίχνευση και την παρακολούθηση της γνωστικής έκπτωσης παρέχοντας μια αντικειμενική, μη επεμβατική μέτρηση των κινητικών ικανοτήτων ενός ατόμου που συχνά επηρεάζονται νωρίς σε τέτοιες καταστάσεις.
«Οι γνωστικές αξιολογήσεις επικεντρώνονται συνήθως στις διάφορες πτυχές της γνωστικής λειτουργίας, όπως η μνήμη, η προσοχή και οι δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων, οι οποίες είναι σημαντικές για τη διάγνωση της γνωστικής εξασθένησης και τη νόσο του Αλτσχάιμερ», ανέφερε ο Δρ Γκορανί.
«Ωστόσο, μπορεί να μην είναι εφικτό να καταγράφουν όλα τα πρώιμα σημάδια γνωστικής έκπτωσης εξαιτίας παραγόντων όπως το άγχος των εξετάσεων ή η κατάσταση του ατόμου τη στιγμή της αξιολόγησης. Η ανάλυση βάδισης, από την άλλη πλευρά, είναι ένα παράθυρο στη νευρολογική υγεία ενός ατόμου και μπορεί να καταγράψει με πιο αξιόπιστο τρόπο τις αλλαγές στην ισορροπία και το συντονισμό», διευκρίνισε.
«Αυτές οι αλλαγές μπορεί να προηγούνται των γνωστικών συμπτωμάτων, παρέχοντας έτσι έναν πρώιμο δείκτη γνωστικής έκπτωσης. Ο συνδυασμός αυτής της ανάλυσης με παραδοσιακές γνωστικές αξιολογήσεις προσφέρει μια πιο ολοκληρωμένη κατανόηση της γνωστικής και σωματικής υγείας ενός ατόμου, επιτρέποντας την έγκαιρη ανίχνευση της γνωστικής έκπτωσης, την παρακολούθηση της εξέλιξής της και την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των παρεμβάσεων.
Είναι εν ολίγοις, μια ολιστική προσέγγιση που ενισχύει την ικανότητα εντοπισμού ατόμων σε κίνδυνο και ανάπτυξης εξατομικευμένων πλάνων φροντίδας με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών και των οικογενειών τους», κατέληξε ο ίδιος.
Η μελέτη
Για τις ανάγκες της μελέτης, ζητήθηκε από όλους τους συμμετέχοντες να περπατήσουν σε ένα ίσιο μονοπάτι και σε ένα με στροφές.
«Το να περπατά κανείς στην ευθεία είναι μια σχετικά απλή, επαναλαμβανόμενη κίνηση χωρίς περίπλοκη χωρική πλοήγηση», εξήγησε ο Δρ Γκορανί.
«Είναι μια ρυθμική δραστηριότητα που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα καθιερωμένα κινητικά μοτίβα και απαιτεί λιγότερη γνωστική προσπάθεια. Το περπάτημα σε στροφές όμως έχει ένα υψηλότερο επίπεδο πολυπλοκότητας λόγω της ανάγκης για συνεχή προσαρμογή της ισορροπίας, της κατεύθυνσης και της ταχύτητας», συνέχισε.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια ειδική κάμερα για να ανιχνεύσουν και να παρακολουθήσουν 25 αρθρώσεις του σώματος κατά τη διάρκεια της κίνησης και αξιολόγησαν συνολικά 50 δείκτες βάδισης.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι τα άτομα με ήπια γνωστική εξασθένηση εμφάνισαν χαρακτηριστικές αλλαγές στα μοτίβα βάδισής τους σε σύγκριση με τα υγιή. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του περπατήματος στις στροφές, τα άτομα αυτά έτειναν να έχουν μικρότερο μέσο μήκος βήματος και μειωμένη ταχύτητα περπατήματος.
Αυτό υποδηλώνει ότι η πλοήγηση σε μια στροφή ήταν πιο δύσκολη για εκείνα, πιθανότατα λόγω της αυξημένης ζήτησης για ισορροπία και συντονισμό.
Επιπλέον, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι συμμετέχοντες με ήπια γνωστική εξασθένηση περνούσαν περισσότερο χρόνο με τα δύο πόδια στο έδαφος κατά τη διάρκεια του βαδίσματος. Αυτό, κατά τους επιστήμονες, δείχνει την ανάγκη για μεγαλύτερη σταθερότητα, αντανακλώντας πιθανές δυσκολίες στη διατήρηση της ισορροπίας.
Επίσης, οι ίδιοι παρατήρησαν λιγότερο συνεπή μοτίβα βαδίσματος, γεγονός που υποδηλώνει προκλήσεις στην εκτέλεση πολύπλοκων κινητικών λειτουργιών.
«Η έγκαιρη ανίχνευση της γνωστικής εξασθένησης είναι το κλειδί»
Ο Δρ Γκορανί εξήγησε τη σημασία της ανάπτυξης νέων τρόπων ανίχνευσης της γνωστικής έκπτωσης:
«Οι υπάρχουσες διαγνωστικές μέθοδοι για τη γνωστική έκπτωση συχνά περιλαμβάνουν επεμβατικές διαδικασίες, είναι δαπανηρές και ενδέχεται να μην ανιχνεύουν επαρκώς τα πρώιμα στάδια της γνωστικής έκπτωσης. Αυτοί οι περιορισμοί θέτουν προκλήσεις στην έγκαιρη έναρξη των παρεμβάσεων που θα μπορούσαν δυνητικά να επιβραδύνουν την εξέλιξη της νόσου και να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής των προσβεβλημένων ατόμων.
Η έγκαιρη ανίχνευση είναι ζωτικής σημασίας γιατί ανοίγει την πόρτα σε παρεμβάσεις που μπορούν να καθυστερήσουν ή να μετριάσουν την εξέλιξη προς πιο σοβαρές γνωστικές διαταραχές. Επιπλέον, η έγκαιρη ανίχνευση μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη συναισθηματική ευημερία των ασθενών και των οικογενειών τους, επιτρέποντας την καλύτερη διαχείριση της κατάστασης καθώς και καλύτερη προετοιμασία για τις αλλαγές που αυτή φέρνει».
Όλο και περισσότερα διαγνωστικά εργαλεία
Περίπου το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει ήπια γνωστική εξασθένηση. Τα άτομα αυτά διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν τη νόσο του Αλτσχάιμερ ή άλλους τύπους άνοιας.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι το 10%-15% των ατόμων με ήπια γνωστική εξασθένηση αναπτύσσουν άνοια. Για το λόγο αυτό, εργάζονται ανελλιπώς ώστε να ανακαλύψουν νέους τρόπους διάγνωσης αφού η έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να βοηθήσει στη διαχείριση των συμπτωμάτων και να επιβραδύνει την εξέλιξή της.
Μετά την ανασκόπηση αυτής της μελέτης, ο Δρ Κλίφορντ Σέγκιλ, νευρολόγος στην Καλιφόρνια δήλωσε ότι εξεπλάγη που έρευνα χρησιμοποίησε τη διαταραχή βάδισης ως διαγνωστικό εργαλείο για μια διαταραχή απώλειας μνήμης παρά ως διαγνωστικό εργαλείο για μια κινητική διαταραχή, όπως η νόσος του Πάρκινσον.
Άλλοι επιστήμονες ανέφεραν πως πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη στην ανάπτυξη λειτουργικών αξιολογήσεων που λαμβάνουν υπόψη τόσο τη σωματική κινητικότητα όσο και τις γνωστικές ικανότητες.
«Η άνοια συνδέεται με τη γνωστική αλλαγή, αλλά πρέπει να κινηθούμε περισσότερο προς μια ολιστική κατανόηση που περιλαμβάνει σωματικές, αισθητηριακές αλλαγές και αλλαγές στη διάθεση και τη συμπεριφορά. Επομένως, η αξιολόγηση της βάδισης είναι ένα εξαιρετικό συμπλήρωμα σε μια λεπτομερή νευροψυχολογική αξιολόγηση», ανέφεραν χαρακτηριστικά οι επιστήμονες.