Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Αμφίρροπη η κούρσα για την Καγκελαρία

Δύο σχεδόν μήνες πριν τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου οι δημοσκοπήσεις έχουν την τιμητική τους. Θα πρέπει να τις πιστεύουμε; Ειδικοί εκφράζουν αμφιβολίες.

Συμβαίνει παντού και με κάθε εκλογική ευκαιρία. Όποιος θέλει να πιάσει τον πολιτικό σφυγμό ενός λαού δεν έχει παρά να καταφύγει σε σφυγμομετρήσεις. Στις καμπύλες και τις απεικονίσεις τους ενδέχεται να δει ποιος πολιτικός ή ποιο κόμμα μπορεί να ελπίζει σε ένα καλό εκλογικό αποτέλεσμα και ποιος όχι. Το ίδιο συμβαίνει και στη Γερμανία με αφορμή τις κρίσιμες βουλευτικές εκλογές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου. Δεν περνά εβδομάδα χωρίς αποτελέσματα σφυγμομετρήσεων. Για παράδειγμα, σε τελευταίες σφυγμομετρήσεις και στην ερώτηση ποιον θα προτιμούσατε για καγκελάριο, ο Όλαφ Σολτς, υπουργός Οικονομικών και υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών, ήρθε πρώτος.Το δημοσκοπικό εύρημα αιφνιδιάζει, γιατί ένα μήνα πριν η απάντηση ήταν άλλη, προβάδισμα είχε ο Άρμιν Λάσετ, υποψήφιος των Χριστιανικών Κομμάτων. Βέβαια, στη Γερμανία δεν εκλέγονται πρόσωπα, αλλά κόμματα. Αλλά πόσο μπορεί κανείς να βασίζεται σε δημοσκοπήσεις;

Υπάρχει και το στατιστικό λάθος

Η εμπειρία με το Brexit πριν από πέντε χρόνια, αλλά και οι τελευταίες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ γύρω από την προοπτική νίκης του Ντόναλντ Τραμπ έδειξαν ότι οι δημοσκοπήσεις έχουν ποιοτικά υποβαθμιστεί. Έχασαν λοιπόν την αξιοπιστία τους; “Θα πρέπει εν πρώτοις να διαπιστώσει κανείς ότι δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να χρησιμεύσουν ως προγνωστικά” υποστηρίζει ο Ματίας Γιουνγκ, επικεφαλής του Ερευνητικού Κέντρου Εκλογών στο Μανχάιμ. “Καθαρά μεθοδολογικά αποτυπώνουν πάντα το κλίμα την ώρα που γίνεται η δημοσκόπηση. Γιατί η εκλογική απόφαση των ψηφοφόρων λαμβάνεται πολύ αργότερα, όσο πλησιάζει η ημέρα της αναμέτρησης. Επιπλέον το όλον συνοδεύεται αναπόφευκτα και από ένα ποσοστό στατιστικού λάθους. Απόκλιση λίγων ποσοστιαίων μονάδων προς τα πάνω ή προς τα κάτω σε δημοσκοπήσεις είναι κάτι το αναμενόμενο” συμπληρώνει.

Ποιος λοιπόν από τους τρεις θα επικρατήσει; Ο Άρμιν Λάσετ από την CDU, ο Όλαφ Σολτς από τους Σοσιαλδημοκράτες ή η Ανναλένα Μπέρμποκ από τους Πράσινους; Η εκλογική κούρσα προς την καγκελαρία δεν ήταν ποτέ άλλοτε στο παρελθόν τόσο αμφίρροπη όσο αυτή τη φορά, και λόγω του ότι η Μέρκελ δεν ξαναβάζει υποψηφιότητα. Η υποτιθέμενη νέα αρχή ηλεκτρίζει τους ψηφοφόρους και κάνει φυσικά τις δημοσκοπήσεις ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. Ο Γιουνγκ διαπιστώνει ότι φθίνει τις τελευταίες δεκαετίες ο δεσμός τμημάτων του εκλογικού σώματος με συγκριμένα κόμματα.

“Οφείλεται κυρίως στο ότι σήμερα ζούμε σε μια εποχή πιο πραγματιστική και λιγότερο ιδεολογικοποιημένη. Πολλοί θεωρούν ότι έχει αυξηθεί ο αριθμός των κομμάτων που θα μπορούσαν να ψηφίσουν. Αλλά και η μετακίνηση από ένα κόμμα σε άλλο είναι μια επιλογή που γίνεται σε όλο και πιο μικρό διάστημα” επισημαίνει. “Γι αυτό καταγράφονται μεγάλες αλλαγές όχι μόνο σε δημοσκοπικά αποτελέσματα, αλλά και από μια εβδομάδα σε άλλη πριν από μια εκλογική αναμέτρηση μέχρι την ημέρα των εκλογών”. Την ίδια άποψη πρεσβεύει και ο καθηγητής Βέρνερ Βάιντεφελντ, διευθυντής του Κέντρου Εφαρμοσμένων Πολιτικών Ερευνών στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου.

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα

“Η εμφανής χαλάρωση του συνδέσμου με ένα κόμμα αφορά όλους τους θεσμούς, όπως η εκκλησία και τα συνδικάτα” λέει. “Στις εκλογές δεν αφήνουν πια το αποτύπωμά τους ομάδες παραδοσιακών ψηφοφόρων, όπως τις παλαιότερες δεκαετίες. Ο παραδοσιακός τρόπος ανάλυσης των πολιτικών συσχετισμών έχασε τη σταθερότητά του. Mόνο ένας βασικός παράγων φαίνεται να παραμένει σταθερός, ο φόβος για το μέλλον” επισημαίνει ο Βάιντεφελντ και φέρνει το εξής παράδειγμα. “Όταν το 1969 εξελέγη ο Βίλι Μπραντ ως πρώτος μεταπολεμικός καγκελάριος από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, παρατηρητές έκαναν λόγο για μια ιστορικών διαστάσεων αλλαγή στο εκλογικό αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα το SPD κέρδισε ένα ποσοστό του 3,4% και τα Χριστιανικά Κόμματα απώλεσαν 1,5%. Για σύγκριση, ας πάρουμε το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του 2017. Τα Χριστιανικά Κόμματα απώλεσαν 8,7% από τη δύναμή τους και το SPD 5,2%. Αυτό ερμηνεύτηκε ως εκλογικό αποτέλεσμα ρουτίνας, παρά το ότι καταγράφηκαν εμφανώς μεγαλύτερες μετακινήσεις ψηφοφόρων.

Κάτι τέτοιο επηρεάζει τις δημοσκοπήσεις που έχουν γίνει πιο ασαφείς λόγω της μεγαλύτερης κινητικότητας στην εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων”. Να συμπεράνουμε λοιπόν ότι οι δημοσκοπήσεις συχνά πέφτουν έξω; “Εξαρτάται από τις πολιτικές συνθήκες” απαντά ο Μαρσέλ Σιτς, που διδάσκει Οργανωτική Κοινωνιολογία στα Πανεπιστήμια Μπίλεφελντ και Όλντενμπουργκ. “Συμβαίνει ψηφοφόροι να αποφασίζουν ποιον θα ψηφίσουν πολύ μεσοπρόθεσμα ή να δίνουν ψευδείς πληροφορίες για την εκλογική τους συμπεριφορά. Στις εκλογές στη Σαξονία-‘Ανχαλτ καταγράφηκε μια πολιτική κινητοποίηση της τελευταίας στιγμής που αποτυπώθηκε με ασάφεια στα προγνωστικά”.

Ο Σιτς βλέπει την αύξηση των δημοσκοπήσεων με σκεπτικισμό. “Υπάρχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα” λέει. “Δημοσκοπήσεις που βγαίνουν στο φως σχεδόν καθημερινά, επηρεάζουν τους ψηφοφόρους στην διαμόρφωση εικόνας. Κι αυτό θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε εκλογικές αποφάσεις, που θα ευνοούσαν κυρίως κόμματα με τα μεγαλύτερα ποσοστά. Από την άλλη πλευρά η δουλειά των Ινστιτούτων δημοσκοπήσεων γίνεται δύσκολη, όταν συρρικνώνεται η απόσταση ανάμεσα στα κόμματα”. Όπως εξηγεί, όταν λίγες μόνο ποσοστιαίες μονάδες χωρίζουν τα κόμματα, τότε ένα ποσοοστό του 2 ή 3% μπορεί να κρίνει τον συνασπισμό και τον καγκελάριο. “Κι αυτό ακριβώς κάνει τις εκλογές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου πραγματικά συναρπαστικές σε σχέση με τις προηγούμενες”.

Βόλφγκανγκ Γιουνγκ/dpa

Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου
Πηγή: Deutsche Welle

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ