Νέο μέτωπο διεκδικήσεων για αναδρομικά ανοίγει με τις μαζικές αγωγές που καταθέτουν νέοι συνταξιούχοι, οι οποίοι διεκδικούν υψηλότερες συντάξεις από αυτές που πήραν βάσει του νόμου Κατρούγκαλου.
Πρόκειται για νέους συνταξιούχους που αποχώρησαν από τις 13 Μαΐου 2016 και έως 31 Δεκεμβρίου 2018 και έχουν δικαίωμα προσωπικής διαφοράς. Εκτιμάται ότι οι συνταξιούχοι αυτοί ξεπερνούν τους 150.000 και η σύνταξή τους είναι σημαντικά μειωμένη, ακόμη και πάνω από 20%, σε σχέση με αυτή που θα έπαιρναν εάν υπέβαλλαν την αίτηση συνταξιοδότησης κάποιους μήνες ή ακόμη και κάποιες ημέρες νωρίτερα, πριν δηλαδή από την ψήφιση του επίμαχου νόμου Κατρούγκαλου.
Βάσει του νόμου Κατρούγκαλου οι συνταξιούχοι αυτοί λαμβάνουν ένα τμήμα της λεγόμενης προσωπικής διαφοράς στο πλαίσιο της τριετούς μεταβατικής περιόδου που προβλέφθηκε τότε. Συγκεκριμένα, ο νόμος προέβλεψε ότι για τις αιτήσεις που θα κατατεθούν εντός του 2016, εάν το ποσό της απονεμόμενης σύνταξης με τον νόμο Κατρούγκαλου υπολείπεται σε ποσοστό άνω του 20% του ποσού της σύνταξης που θα απονεμόταν κατά το προϊσχύσαν καθεστώς, ο συνταξιούχος θα πάρει το μισό, δηλαδή το 50% ως προσωπική διαφορά.
Ήδη χιλιάδες συνταξιούχοι έχουν καταθέσει αγωγές κατά της συνταξιοδοτικής απόφασης, κάνοντας λόγο για άνιση μεταχείριση μεταξύ ασφαλισμένων που συνταξιοδοτήθηκαν ακόμη και μία μέρα διαφορά.
Παράλληλα, βέβαια, διεκδικούν υψηλότερο ποσό σύνταξης, επισημαίνοντας ότι η σύγκριση της νέας σύνταξης του Ν. 4387/2016 έπρεπε να γίνει με αυτήν που θα προέκυπτε χωρίς να συμπεριληφθούν οι περικοπές των νόμων 4051 και 4093 του 2012, καθώς έχουν κριθεί αντισυνταγματικές από το ΣτΕ με την απόφαση του Ιουνίου του 2015.
Δηλαδή το παλαιό ποσό που χρησιμοποιήθηκε ως μέτρο σύγκρισης θα έπρεπε, σύμφωνα με τους συνταξιούχους αλλά και τους δικηγόρους που έχουν αναλάβει τις υποθέσεις τους, να είναι αυξημένο, χωρίς να υπολογίζονται τα «ψαλίδια» του 2012. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα η προσωπική τους διαφορά και κατά συνέπεια η τελική τους σύνταξη να είναι μεγαλύτερη, ενώ κάποιοι που σήμερα δεν δικαιούνται προσωπική διαφορά θα έπρεπε να λαμβάνουν.
Τα ποσά των αναδρομικών από τις μειώσεις των νόμων 4051 και 4093, όπου τα δικαστήρια αναγνωρίζουν δικαίωμα επιστροφής υπέρ των συνταξιούχων, είναι:
Από 10 ώς και 100 ευρώ τον μήνα για τις επικουρικές ΙΚΑ, ΔΕΚΟ, τραπεζών και Δημοσίου που κυμαίνονταν μεταξύ 230 και 655 ευρώ ώς το 2012. Οι αντισυνταγματικές αυτές μειώσεις που επιστρέφονται μέσω δικαστηρίων επιβλήθηκαν με τον νόμο 4051, είναι σε ποσοστό 10% για επικουρικές από 200 ώς 250 ευρώ, 15% από τα 250 ώς τα 300 ευρώ και 20% από τα 300 ευρώ και άνω και μπήκαν μετά τις δυο περικοπές που είχαν προηγηθεί από τους νόμους 3986 και 4024 του 2011.
Αυτές οι μειώσεις (Ν. 4051/2012) είναι από 10 ώς 100 ευρώ τον μήνα ανάλογα με το ποσό που λαμβάνει και το Ταμείο όπου ανήκει κάθε συνταξιούχος και μπήκαν από τον Μάιο του 2012 και μετά. Αυτό το «ψαλίδι» έκρινε ως αντισυνταγματικό το Συμβούλιο της Επικρατείας τον Ιούνιο του 2015 και πλέον (2018) τα δικαστήρια αρχίζουν να δικαιώνουν τους συνταξιούχους που έκαναν αγωγές για τα αναδρομικά τους.
Από 2 ευρώ ώς 70 ευρώ τον μήνα για τις μειώσεις 12% στις κύριες συντάξεις με τον νόμο 4051 στο τμήμα που υπερβαίνει τα 1.300 ευρώ. Η μείωση επιβάλλεται μέχρι και σήμερα αφού πρώτα αφαιρεθούν από τη μεικτή σύνταξη οι περικοπές της ΕΑΣ (Ν. 4001/11) και του νόμου 4024 (περικοπή 20% σε τμήμα άνω των 1.200 ευρώ). Η μείωση βάσει του νόμου 4051 στις κύριες είναι αντισυνταγματική και την επιστρέφουν τα δικαστήρια.
Από 46 ώς και 272 ευρώ τον μήνα για τις μειώσεις του νόμου 4093 στις κύριες συντάξεις ή στο άθροισμα κύριων και επικουρικών συντάξεων ή και μερισμάτων που υπερβαίνον τα 1.000 ευρώ. Η μείωση είναι 5% ώς 10% αν το άθροισμα είναι από 1.000 ώς 1.500 ευρώ, 10% ώς τα 2.000 ευρώ, 15% αν το άθροισμα είναι ώς 3.000 ευρώ και 20% για άθροισμα συντάξεων άνω των 3.000 ευρώ.