Όταν ο Πούτιν ξεκίνησε την εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο, φάνηκε ότι ένα αναπάντεχο πλεονέκτημα θα μπορούσε να είναι η βελτίωση των σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και των συμμάχων της.
του Luigi Scazzieri
Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, οι σχέσεις άρχισαν να ξεπαγώνουν μετά από τα χαμηλά που είχαν φτάσει το 2020, όταν οι έρευνες της Άγκυρας για υδρογονάνθρακες σε ύδατα κοντά στην Ελλάδα και στην Κύπρο, είχαν οδηγήσει σε εντάσεις με την ΕΕ και τις ΗΠΑ. ΤΟ 2021, η Τουρκία είχε τερματίσει τις ερευνητικές της δραστηριότητες και υιοθέτησε μια πιο συμφιλιωτική εξωτερική πολιτική, προσπαθώντας να βελτιώσει τις σχέσεις με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, καθώς και με χώρες στην περιοχή, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία.
Η απειλή από τη Ρωσία φαινόταν πιθανό να ενισχύσει αυτή την κατάσταση και να ωθήσει την Τουρκία και τους Δυτικούς συμμάχους της πιο κοντά. Η Άγκυρα καταδίκασε την εισβολή της Ρωσίας και εξέφρασε την υποστήριξή της στην κυριαρχία της Ουκρανίας. Ενώ η Τουρκία δεν συμμετείχε στις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, παρείχε στην Ουκρανία πολύτιμη στρατιωτική στήριξη με τη μορφή των drones Μπαϊρακτάρ, και διευκόλυνε τις συνομιλίες μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Η Άγκυρα μπλόκαρε ρωσικά στρατιωτικά πλοία από τη διέλευση των τουρκικών στενών και απαγόρευσε στα ρωσικά αεροσκάφη που μετέφεραν στρατιτωτικό προσωπικό στη Σύρια, να χρησιμοποιούν τον εναέριο χώρο της. Οι δυτικοί σύμμαχοι τόνισαν τον σημαντικό ρόλο της Τουρκίας ως συμμάχου του ΝΑΤΟ και υπήρξαν σημάδια βελτίωσης των σχέσεων. Η Τουρκία ξεκίνησε εκ νέου τις συζητήσεις με τη Γαλλία και την Ιταλία για την από κοινού παραγωγή ενός αεροπορικού αμυντικού συστήματος. Η κυβέρνηση Μπάιντεν κινήθηκε γρήγορα και αναζήτησε έγκριση από το Κογκρέσο για την πώληση πυραύλων στην Τουρκία, μαζί με την αναβάθμιση των τουρκικών F16. Ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν παρουσίασε ένα σχέδιο για μια κοινή επιχείρηση με την Τουρκία και την Ελλάδα για την εκκένωση της Μαριούπολης -το οποίο ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό δεδομένου ότι η Γαλλία και η Ελλάδα ήταν μεταξύ των χωρών της ΕΕ που έχουν τις χειρότερες σχέσεις με την Τουρκία.
Στη συνέχεια ήρθε η δήλωση του Ερντογάν ότι η Τουρκία δεν υποστήριζε την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Επειδή η ένταξη στη Συμμαχία απαιτεί ομοφωνία, η διαδικασία έχει τώρα παγώσει. Η Τουρκία έχει διατυπώσει μια σειρά παραπόνων σε σχέση με την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας. Το κυριότερο είναι ότι οι δύο χώρες, αλλά ιδιαίτερα η Σουηδία, ήταν ανεκτικές στις δραστηριότητες του ΡΚΚ. Επίσης η Τουρκία κατηγορεί τη Σουηδία και τη Φινλανδία ότι ανέχονται τις δραστηριότητες των υποστηρικτών του εξόριστου Γκιουλέν. Για να αποσύρει την αντίθεσή της στην ένταξη της Φινλανδίας και της ΣΟυηδίας στο ΝΑΤΟ, η τουρκική κυβέρνηση θέλει οι δύο χώρες να τηρήσουν σκληρότερη στάση έναντι του ΡΚΚ και των θυγατρικών του και να τερματίσουν τα εμπάργκο όπλων στην Τουρκία.
Η στάση της Τουρκίας μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από την εγχώρια πολιτική. Ο επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν πριν από τον Ιούνιο του 2023, και η δημοτικότητα της κυβέρνησης έχει μειωθεί, κυρίως εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών της Τουρκίας. Οι εξελίξεις δίνουν στον Ερντογάν μόχλευση και δεν αποτελεί έκπληξη ότι τις χρησιμοποιεί για να αναδείξει τη σημασία του και να ενισχύσει την εικόνα του στο εσωτερικό. Η στάση της Τουρκίας μπορεί επίσης να είναι ένας τρόπος για να εξαχθούν παραχωρήσεις από τις ΗΠΑ σε άλλα ζητήματα. Για την Τουρκία, η στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ προς τις συριακές δημοκρατικές δυνάμεις (SDF), των οποίων το YPG ήταν η μεγαλύτερη συνιστώσα, ήταν ένα τεράστιο ζήτημα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν αποφάσισε προσφάτως ότι οι κυρώσεις της σε ξένες επενδύσεις στη Σύρια δεν θα ισχύουν για περιοχές υπό τον έλεγχο των SDF στο βόρειο τμήμα της Συριας και η Άγκυρα φοβάται ότι αυτό θα βοηθήσει στην εδραίωση της επιρροής της οργάνωσης. Οι πωλήσεις όπλων είναι επίσης μια σκέψη: ο Ερντογάν μπορεί επίσης να υπολογίζει ότι η Τουρκία μπορεί να ασκήσει πιέσεις σε ένα σκεπτικό Κογκρέσο να εγκρίνει την πώληση kits εκσυγχρονισμού για τα τουρκικά F16 και να αναβαθμίσει τα F16.
Ακόμη κι αν βρεθεί τελικά ένας συμβιβασμός, οι σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και των συμμάχων της θα παραμείνουν κατεστραμμένες. Οι περισσότεροι Τούρκοι συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η Δύση δεν παίρνει στα σοβαρά τις ανησυχίες τους για την ασφάλεια αναφορικά με το ΡΚΚ. Στο μεταξύ οι εγχώριες και εξωτερικές πολιτικές της Τουρκίας θα συνεχίσουν να περιπλέκουν τις σχέσεις με πολλές ευρωπαϊκές χώρες και με τις ΗΠΑ. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να διαμαρτύρονται για την επιδείνωση της δημοκρατίας και το κράτος δικαίου στην Τουρκία, εξοργίζοντας την Άγκυρα. Και θα υπάρξουν επίσης εντάσεις στην εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα δεδομένου ότι ο Ερντογάν ίσως δελεαστεί να αναλάβει μια όλο και πιο διεκδικητική στάση καθώς πλησιάζουν οι επόμενες εκλογές, για να παγιώσει τη βάση του και να προσπαθήσει να διχάσει την αντιπολίτευση. Είναι εύκολο να φανταστούμε νέες εντάσεις στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Άγκυρα έχει αναστειλει τις ναυτικές της δραστηριότητες για την ώρα, αλλά δεν έχει αποσύρει τις αξιώσεις της, και θα μπορούσε να συνεχίσει την εξερεύνηση ανά πάσα στιγμή. Οι διαφωνίες για τον εναέριο χώρο με την Ελλάδα παραμένουν ένα ζήτημα, και έχουν ενταθεί τους τελευταίους μήνες.
Οι προσπάθειες της Τουρκίας να προωθήσει μια λύση δύο κρατών στην Κύπρο, με ένα ξεχωριστό κράτος για τους Τουρκοκύπριους, θα παραμείνουν αμφιλεγόμενες. Οι Ευρωπαίοι και οι ΗΠΑ θεωρούν ότι αυτή η πολιτική υπονομεύσει το πνεύμα των Ηνωμένων Εθνών για μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία. Επιπλέον, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στο Ιράκ, τη Λιβύη και τη Σύρια θα συνεχίσουν να προκαλούν τριβές με πολλές χώρες της ΕΕ και συχνά με τις ΗΠΑ. Τέλος, η σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία είναι πιθανό να προκαλέσει αυξανόμενη ένταση. Όσο περισσότερο σφίγγουν οι δυτικές κυρώσεις στη Ρωσία, τόσο περισσότερη προσοχή είναι πιθανό να στραφεί στους οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς της Τουρκίας με τη Μόσχα. Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να ασκήσουν σημαντική πίεση στην Άγκυρα να ευθυγραμμιστεί με τις δυτικές κυρώσεις ή να επιβάλλουν δευτερεύουσες κυρώσεις, οι οποίες θα ενέτειναν τις οικονομικές δυσκολίες της Τουρκίας.
Καθώς πλησιάζουν οι επόμενες τουρκικές εκλογές, το ερώτημα που αντιμετωπίζουν οι δυτικές αρχές είναι εάν οι εντάσεις με την Τουρκία έχουν τις ρίζες τους στις ιδιαιτερότητες της κυβέρνησης Ερντογάν ή είναι πιο βαθιά ριζωμένες. Εάν η συμμαχία της αντιπολίτευσης κερδίσει τις επόμενες εκλογές και ενισχύσει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, όπως λέει ότι θέλει να κάνει, θα υπάρξουν λιγότερες εντάσεις με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ σχετικά με την κατάσταση της τουρκικής δημοκρατίας. Αυτό θα μπορούσε να ενισχύσει το θετικό momentum στις σχέσεις μεταξύ Τυρκίας και δυτικών συνμάχων. Αλλά οι δυτικές αρχές δεν θα πρέπει να υποθέσουν ότι οι εντάσεις θα εξαφανιστούν. Η στάση της Τουρκίας σε ζητήματα όπως η Κύπρος ή οι διαφωνίες με την Ελλάδα, είναι απίθανο να αλλάξει πολύ. Και οι δημοσκοπήσεις υποδηλώνουν ότι η δυσπιστία προς τη Δύση είναι ευρέως διαδεδομένη στην Τουρκία. Μια έρευνα για το German Marshall Fund τον Απρίλιο, διαπίστωσε ότι το 58% των Τούρκων θεωρούν τις ΗΠΑ ως “τη μεγαλύτερη απειλή για τα εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας”. Η γνώμη για την Ευρώπη είναι παρομοίως αρνητική, με το 70% των Τούρκων να θεωρεί ότι “η Ευρώπη έχει βοηθήσει στην ενίσχυση των αποσχιστικών οργανώσεων όπως το ΡΚΚ”. Δεν θα είναι εύκολο για τους δυτικούς ηγέτες να αλλάξουν αυτές τις αντιλήψεις. Αλλά όσο η κοινή γνώμη παραμένει μη φιλική για τη Δύση, η πολιτική συνοχή του ΝΑΤΟ θα τεθεί σε κίνδυνο.
Το πρωτότυπο κείμενο εδώ: https://www.cer.eu/insights/turbulence-ahead-turkey-and-west
Πηγή: Capital.gr
Διαβάστε επίσης
Απάντηση Γ. Οικονόμου στην προκλητική δήλωση Ερντογάν: Η πολιτική μας είναι πολιτική αρχών
Ολομέτωπη επίθεση Ερντογάν στον Έλληνα πρωθυπουργό: “Δεν υπάρχει για μένα Κυριάκος Μητσοτάκης”