Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Ανησυχητική αύξηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην Θεσσαλονίκη

Αδυναμία της Πολιτείας να αντιμετωπίσει την ατµοσφαιρική ρύπανση και τους κινδύνους που αυτή εγκυµονεί για τον ελληνικό πληθυσµό διαπιστώνεται μέχρι σήμερα από τους επιστήμονες, οι οποίοι ζητούν περισσότερα μέτρα προστασίας.

Την παραπάνω διαπίστωση έκανε η καθηγήτρια του τµήµατος χηµείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κωνσταντινή Σαµαρά στην ομιλία της στο συμπόσιο “Ποια Ελλάδα;”, το οποίο διοργανώνεται από το ΑΠΘ.

Όπως εξηγεί στην εισήγησή της, παρότι υπήρξε σηµαντική βελτίωση της ποιότητας του αέρα στις αστικές περιοχές της Ελλάδας, µε την πάροδο του χρόνου τα σηµερινά επίπεδα ατµοσφαιρικής ρύπανσης ξεπερνούν τον ευρωπαϊκό µέσο όρο, κυρίως για τα αιωρούµενα σωµατίδια PM10 και PM2.5, αλλά και για το όζον και το διοξείδιο του αζώτου.

«Σε σύγκριση µε τα άλλα κράτη- µέλη, τα επίπεδα ατµοσφαιρικής ρύπανσης στην Ελλάδα βρίσκονται, κατά κανόνα, πάνω από τον µέσο όρο των 27 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και όταν υπάρχει συµµόρφωση µε τα όρια. Με βάση τα υπάρχοντα δεδοµένα, το µεγαλύτερο πρόβληµα για την ποιότητα του αέρα στα αστικά κέντρα της Ελλάδας αποτελούν τα αιωρούµενα σωµατίδια και το διοξείδιο του αζώτου, µε σχεδόν µόνιµες υπερβάσεις των ορίων σε αστικούς σταθµούς κυκλοφορίας και το όζον, µε υπερβάσεις των ορίων στα προάστια κατά τους θερινούς µήνες» υπογραμμίζει στην εισήγησή της η κ.Σ αμαρά.

Διευκρινίζει δε ότι, ως αποτέλεσµα της οικονοµικής ύφεσης, τα τελευταία χρόνια µειώθηκε η ρύπανση που συνδέεται µε την κυκλοφορία αυτοκινήτων αλλά η αύξηση της τιµής των συµβατικών καυσίµων οδήγησε σε αύξηση της χρήσης ξύλου και γενικότερα βιοµάζας για οικιακή θέρµανση.

Ωστόσο,η ανεξέλεγκτη καύση ξύλου -συχνά ακατάλληλου για θέρµανση- σε συνδυασµό µε τις δυσµενείς µετεωρολογικές συνθήκες, είχε ως αποτέλεσµα την εµφάνιση πολύ υψηλών συγκεντρώσεων µικροσωµατιδίων, τόσο στη Θεσσαλονίκη, όσο και σε άλλες πόλεις, ιδιαίτερα κατά τις βραδινές ώρες.

Σύµφωνα µε µετρήσεις, στο αστικό υπόβαθρο της Θεσσαλονίκης, η µέση χειµερινή συγκέντρωση των μικροσωματιδίων PM2.5 κατά την τριετία της κρίσης (2010-12) αυξήθηκε κατά 30% σε σύγκριση µε την τριετία προ κρίσης (2007-09). Επίσης, από τη σύγκριση των συγκεντρώσεων των χηµικών συστατικών των ΡΜ2.5 κατά τις χειµερινές περιόδους του 2012 και 2013 προέκυψε ότι οι δείκτες καύσης πετρελαίου (νικέλιο και βανάδιο) ήταν µειωµένοι κατά 20-30% το 2013 λόγω µειωµένης χρήσης πετρελαίου θέρµανσης ενώ, αντίθετα, οι δείκτες καύσης βιοµάζας (λεβογλυκοζάνη, κάλιο) ήταν 2-5 φορές υψηλότεροι.

«Το γεγονός αυτό δηµιούργησε επεισόδια υψηλής ρύπανσης από αιωρούµενα σωµατίδια στις περισσότερες ελληνικές πόλεις κατά τη διάρκεια του χειµώνα, με αποτέλεσμα το κοινωνικό κόστος από τη χρόνια έκθεση του ελληνικού πληθυσµού σε ρύπους της ατµόσφαιρας, να είναι υψηλό» σημειώνει η κ. Σαμαρά προσθέτοντας ότι η νέα υποβάθµιση της ποιότητας του αέρα, ήρθε να προστεθεί στην ήδη υπάρχουσα, αυξάνοντας τον κίνδυνο για την υγεία του πληθυσµού, αλλά και την πιθανότητα να βρεθεί η Ελλάδα ενώπιον του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου για παραβίαση των οριακών τιµών ποιότητας του αέρα, καθώς αυξήθηκε σηµαντικά ο αριθµός των υπερβάσεων.

Για την καθηγήτρια Χημείας του ΑΠΘ, είναι προφανές ότι υπάρχει ανάγκη εφαρµογής στοχευµένων και στρατηγικά σχεδιασµένων περιβαλλοντικών και ενεργειακών πολιτικών που θα συνδυάζουν, μεταξύ άλλων, συστηµατική παρακολούθηση των επιπέδων ρύπανσης, υπεύθυνη και έγκαιρη ενηµέρωση των πολιτών, έλεγχο των εκποµπών από τη βιοµηχανία, τις οδικές µεταφορές και τα συστήµατα θέρµανσης και έλεγχο της ποιότητας των καυσίµων.

Επιβάλλεται, τέλος, συνεργασία µεταξύ των υπεύθυνων φορέων και σχέδια δράσης για την αντιµετώπιση των περιβαλλοντικών κινδύνων που απειλούν την υγεία, µε στόχο την κατοχύρωση του βασικού ανθρώπινου και κοινωνικού δικαιώµατος για καθαρό αέρα.

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ