Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας με μια απόφαση-ορόσημο στη μάχη με τις ιογενείς λοιμώξεις έδωσε προέγκριση στο πρώτο self test για την ηπατίτιδα C, που αποτελεί μια σιωπηλή επιδημία καθώς η χρόνια λοίμωξη με τον ιό HVC δεν δίνει προειδοποιητικά συμπτώματα, μέχρι να είναι πολύ αργά.
Της ΑΛΕΞΙΑΣ ΣΒΩΛΟΥ
Με την προέγκριση του πρώτου self test
Η προέγκριση του self test θα αυξήσει την πρόσβαση των ασθενών στην έγκαιρη διάγνωση και τη θεραπεία, που πλέον μπορεί και εκριζώνει τον ιό HCV εξασφαλίζοντας ίαση.
Το νέο self test ονομάζεται OraQuick HCV self test και αναπτύχθηκε από την OraSure Technologies. Αποτελεί μια επέκταση του ήδη εγκεκριμένου OraQuick® HCV Rapid Antibody Test το οποίο έλαβε έγκριση το 2017 από τον ΠΟΥ αποκλειστικά για ιατρική χρήση (δηλαδή, όχι από πολίτες-ασθενείς, αλλά μόνο για επαγγελματίες υγείας). Το διαγνωστικό προϊόν στην εκδοχή του self test σχεδιάστηκε ώστε να χρησιμοποιείται από ανθρώπους που δεν είναι επαγγελματίες υγείας και δεν έχουν καμία σχετική εκπαίδευση.
Ο ΠΟΥ εξέδωσε σύσταση για τη διενέργεια self testing για τον ιό HCV το 2021, ως συμπληρωματικό εργαλείο στα ήδη υπάρχοντα προγράμματα για τον ιό HCV. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι από χρόνια λοίμωξη με τον ιό της ηπατίτιδας C κινδυνεύουν περισσότερο συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες που χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν άτομα με συννοσηρότητες (αιμορροφιλία, AIDS/HIV και παλαιότεροι ασθενείς ή τραυματίες με ανάγκη για συχνές μεταγγίσεις) και στη δεύτερη ανήκουν οι χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών και οι κρατούμενοι σε φυλακές. Η πρώτη κατηγορία έχει μεγαλύτερη πρόσβαση στο testing, ενώ στη δεύτερη ανήκουν πολλά περιθωριοποιημένα άτομα που δεν έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και δεν προσέρχονται εύκολα ούτε σε κινητή μονάδα (δρόμου) για να εξεταστούν. Η δημιουργία του self test στοχεύει να καλύψει ακριβώς αυτό το κενό, προσφέροντας ένα διαγνωστικό εργαλείο σε ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες δεν θα εξετάζονταν, είτε εξαιτίας εμποδίων στην πρόσβαση είτε εξαιτίας του στίγματος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε αυτές τις λοιμώξεις. όπως είναι η ηπατίτιδα C και το AIDS/HIV, το στίγμα είναι εξίσου βαρύ με την ίδια τη χρόνια λοίμωξη και ο φόβος του στίγματος είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσουν οι ασθενείς για να αποκτήσουν πρόσβαση στη θεραπεία.
Προγράμματα
Τα προγράμματα διενέργειας self testing έχουν δείξει με άλλα self test για άλλες λοιμώξεις στο παρελθόν που τυγχάνουν μεγάλης αποδοχής ακόμα και σε ευάλωτες και δυσπρόσιτες ομάδες πληθυσμού, καθώς ενδυναμώνουν τους πολίτες-ασθενείς μέσω της ελεύθερης επιλογής που τους προσφέρουν, την αυτονομία και την απελευθέρωση από το στίγμα. Κάθε μέρα παγκοσμίως 3.500 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους από την ηπατίτιδα C. «Από τα 50 εκατ. ανθρώπων που ζουν έχοντας μολυνθεί με τον ιό της ηπατίτιδας C, μόλις το 36% είχε διαγνωστεί έως το τέλος του 2022 και μόλις το 20% λάμβανε θεραπεία που εκριζώνει τον ιό», επισημαίνει η Dr. Meg Doherty, διευθύντρια στον ΠΟΥ για τον HIV, τις ηπατίτιδες και τα προγράμματα για τις σεξουαλικώς μεταδιδόμενες ασθένειες.
Στα προγράμματα του ΠΟΥ περιλαμβάνονται και τα τεστ που ανιχνεύουν το αντιγόνο για την ηπατίτιδα C.
Η διάθεση του πρώτου self test για την ηπατίτιδα C ειδικά στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος αναμένεται να συμβάλει καθοριστικά στην επίτευξη του φιλόδοξου στόχου που θέσπισε ο ΠΟΥ, μέχρι το 2030 να διαγνωστεί το 90% των ανθρώπων που ζουν με χρόνια λοίμωξη HCV και να περιοριστούν οι θάνατοι από τη νόσο κατά 70%.
Στην Ελλάδα σύμφωνα με δύο πολύ καλά οργανωμένες μελέτες από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, 60.000-70.000 άτομα πάσχουν από χρόνια ηπατίτιδα που οφείλεται στον ΗCV και το 80% αυτών δεν γνωρίζει καν ότι νοσεί, όπως αναφέρει ο Σπήλιος Μανωλακόπουλος, καθηγητής Παθολογίας – Γαστρεντερολογίας ΕΚΠΑ και υπεύθυνος στην Ηπατογαστρεντερολογική Μονάδα της Β΄ Πανεπιστημιακής Παθολογικής Κλινικής στο ΓΝΑ «Ιπποκράτειο». Η χώρα μας ξεκίνησε να εφαρμόζει το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την εξάλειψη της ηπατίτιδας C έχοντας βγει λαβωμένη από τα χρόνια των μνημονίων και την υποχρηματοδότηση – υποστελέχωση του Συστήματος Υγείας. Και τότε ήρθε η πανδημία, αναγκάζοντας την κυβέρνηση, το ΕΣΥ, την επιστημονική κοινότητα, τους φορείς και τους πολίτες να ασχοληθούν μόνο με τον κορωνοϊό, απορροφώντας όλα τα κονδύλια στη μάχη με την COVID-19 λοίμωξη. Τα άλλα προβλήματα υγείας – εκφυλιστικά και λοιμώδη- έμειναν στη σκιά και το όποιο κερδισμένο έδαφος χάθηκε. Η πανδημία επέδρασε αρνητικά σε όλες τις δράσεις δημόσιας υγείας και στα προγράμματα στην κοινότητα (αλλά και σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες), με συνέπεια να διακοπεί η πρόσβαση των ασθενών στα νοσοκομεία και στα ηπατολογικά ιατρεία. Όλα αυτά προκάλεσαν σημαντική ανάσχεση των προηγούμενων προσπαθειών για την εξάλειψη της ηπατίτιδας C, αν όχι μέχρι το 2030, τουλάχιστον μέσα στην επόμενη 10ετία. Σήμερα πιάνουμε το «νήμα» εκεί απ’ όπου το είχαμε αφήσει, με έναν ακόμα σύμμαχο στο πλευρό μας. Όπως υπογραμμίζει ο καθηγητή Σπήλιος Μανωλακόπουλος, έχουμε καταφέρει πολλά στον περιορισμό των νέων μολύνσεων στην κατηγορία των ασθενών με συννοσηρότητες, αλλά πρέπει να προσπαθήσουμε περισσότερο στις ευάλωτες και περιθωριοποιημένες ομάδες πληθυσμού, που δεν είναι εύκολα προσεγγίσιμες, κι εκεί ένα τέτοιο διακριτικό εργαλείο που προσφέρει αυτονομία και προστασία από το κοινωνικό στίγμα αναμένεται να κάνει σημαντική διαφορά.