Την ενσωμάτωση των Κατεχομένων της Κύπρου στην Τουρκία σκέφτεται ο Ταγίπ Ερντογάν και αυτό είναι κάτι που ήδη συζητείται όχι μόνο στο εσωτερικό της Τουρκίας, αλλά στη διεθνή διπλωματία και φυσικά εντός της ελληνικής και της κυπριακής κυβέρνησης. Ποια θα είναι η αντίδραση αν συμβεί αυτό; Όπως έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν ο Ραούφ Ντενκτάς είχε ανακηρύξει το λεγόμενο ψευδοκράτος.
Του ΓΙΑΝΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Ποια θα είναι η απάντηση της κυβέρνησης στην Άγκυρα αν αυτή ενσωματώσει το κατεχόμενο μέρος της μεγαλονήσου στην επικράτειά της!
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Γιατί ο Ερντογάν να ενσωματώσει τα Κατεχόμενα στην τουρκική επικράτεια; Διπλωματικά δεν του αποφέρει τίποτα. Πιθανότατα θα νιώσει ακόμα μεγαλύτερη πίεση σε διεθνές επίπεδο. Ήδη, για πρώτη φορά στην Ιστορία, Αμερικανοί γερουσιαστές ζητούν την αποπομπή της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ. Αυτό δεν έχει ξανασυμβεί. Ίσως αν το κάνει να υπάρξουν περαιτέρω κυρώσεις. Όμως μπορεί να αναγκαστεί να το κάνει. Γιατί; Διότι ο Ερντογάν, πιεζόμενος από τις δημοσκοπήσεις και από την κακή κατάσταση της οικονομίας της Τουρκίας, θέλει μια φυγή προς τα εμπρός «πουλώντας» στον τουρκικό λαό και στους εθνικιστές ψηφοφόρους το μεγάλωμα της Τουρκίας.
Δεδομένου, μάλιστα, ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει μια πλειοδοσία εθνικισμού μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης στην Τουρκία, είναι πολύ πιθανό ο Ερντογάν για εσωτερικούς λόγους να κάνει την κίνηση και ας χάσει στο διεθνές επίπεδο.
Όπως το 1983
Τι θα κάνει, όμως, η κυβέρνηση αν ο Ερντογάν ενσωματώσει τα Κατεχόμενα στην Τουρκία; Η απάντηση είναι πως η κυβέρνηση θα κινηθεί όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1983, με σκοπό να μην αναγνωρισθεί αυτή η κίνηση πουθενά.
Στις 15 Νοεμβρίου 1983 o Τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς ανακοίνωσε την ανακήρυξη ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις στην ελληνική και την ελληνοκυπριακή πλευρά. Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε με την προσφυγή της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου με τηλεγραφήματά του σε όλους τους ηγέτες των μεγάλων δυτικών δυνάμεων, στα μέλη του Κογκρέσου και σε διάφορα ευρωπαϊκά κόμματα κατήγγειλε την παράνομη ανακήρυξη του «κράτους Ντενκτάς». Ο Έλληνας πρωθυπουργός δήλωσε: «Ο Ελληνισμός ενωμένος θα αντιμετωπίσει με ψυχραιμία αλλά και με αποφασιστικότητα τη νέα αυτή τουρκική πρόκληση. Δεν θα αναγνωρίσει ποτέ την αυθαιρεσία των Τούρκων. Και θα συνεχίσει τον αγώνα για την αποκατάσταση της ελευθερίας και της νομιμότητας στην Κύπρο».
Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους δεν ήταν κάτι που έπεσε ως «κεραυνός εν αιθρία». Ως σενάριο για πιθανές αντιδράσεις το είχε η κυβέρνηση Παπανδρέου. Ο πρέσβης Ζαχαράκις περιγράφει: «Στις 4 Νοεμβρίου ο Καψής υπαινίχθηκε στην Αγγλίδα υφυπουργό Εξωτερικών, Γιανγκ, ότι είναι πιθανή στρατιωτική ενίσχυση της Κύπρου από την Ελλάδα σε περίπτωση ανακήρυξης του ψευδοκράτους. Οι Άγγλοι θορυβήθηκαν και μου διεμήνυσαν στη Λευκωσία ότι κάτι τέτοιο ενδέχεται να προκαλέσει σύρραξη, που η Ελλάς δεν θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει. Ενημέρωσα τον Καψή, ο οποίος μου τηλεφώνησε, μετά από μισή ώρα, για να μου τονίσει ότι είχε μιλήσει off the record, ότι πράγματι τρομοκράτησε τη Γιανγκ, η οποία δεν τόλμησε να σχολιάσει! Ωστόσο, η κρυπτοταινία με το σχετικό τηλεγράφημά μου κατεστράφη».
Οι ενέργειες Παπανδρέου, συντονισμένες με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, αλλά και με την Κυπριακή Δημοκρατία, έχουν αποτέλεσμα. Η Δύση συντάσσεται με τις ελληνικές θέσεις, οι Έλληνες πολίτες αντιμετωπίζουν την πρόκληση ενωμένοι, με υπερηφάνεια, αισιοδοξία και αποφασιστικότητα. Η εφημερίδα «Η Καθημερινή» στο πρωτοσέλιδό της στον βασικό τίτλο της στο φύλλο της 16ης Νοεμβρίου αναφέρει: «Παγκόσμια καταδίκη. Η Ελλάς ενισχυμένη από τη Δύση θα ματαιώσει τη διχοτόμηση. Ουάσιγκτον, Λονδίνο, Παρίσι, Βόννη, Βρυξέλλες αποδοκιμάζουν την τουρκική αυθαιρεσία». Λίγες ημέρες αργότερα στο κύριο άρθρο της αναφέρεται: «Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι ο κ. Παπανδρέου θα χειριστεί, στη λεπτή αυτή φάση, το θέμα με την πολιτική ευρύτητα που απαιτείται», που φανερώνει πως υπάρχει εμπιστοσύνη στους χειρισμούς του πρωθυπουργού. Οι χειρισμοί αποφέρουν αποτελέσματα. Στις 18 Νοεμβρίου 1983 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε ψήφισμα σύμφωνα με το οποίο η ανακήρυξη του ψευδοκράτους ήταν άκυρη. Ήταν το ψήφισμα 541/1983. Στις 24 Νοεμβρίου 1983 η Επιτροπή των Υπουργών Εξωτερικών του Συμβουλίου της Ευρώπης «καταδικάζει την τουρκοκυπριακή ηγεσία, θεωρεί την ανακήρυξη νομικά άκυρη και ζητεί την ανάκλησή της».
Στις 6 Δεκεμβρίου 1983 η Σύνοδος Κορυφής της ΕΟΚ με ψήφισμά της κάλεσε την Άγκυρα να ανακαλέσει την αναγνώριση του ψευδοκράτους του Ντενκτάς. Ακολούθησε ακόμα ένα καταδικαστικό ψήφισμα στον ΟΗΕ, το ψήφισμα 550 στις 11 Μαΐου 1984, με το οποίο ζητήθηκε από τη διεθνή κοινότητα η απομόνωση του ψευδοκράτους.
Εκείνες τις κρίσιμες ημέρες της ανακήρυξης του ψευδοκράτους η κυπριακή και η ελληνική πλευρά είχαν δύο στόχους για να μη δημιουργήσει αρνητικά τετελεσμένα η ενέργεια της τουρκικής πλευράς:1) Να μην υπάρξει ντόμινο αναγνωρίσεων. Το Μπανγκλαντές αναγνώρισε για λίγες ώρες και ανακάλεσε. Σύμφωνα με τον πρέσβη επί τιμή Λεωνίδα Χρυσανθόπουλο, η Ελλάδα απείλησε ότι θα «παγώσει» τη συμφωνία ΕΟΚ – Μπανγκλαντές και γι’ αυτό ανακάλεσε την αναγνώριση. 2) Να εκδώσει καταδικαστικό ψήφισμα το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Εκεί υπήρξε ένα θρίλερ, κάτι που συνέβη. Όλες αυτές οι ενέργειες του Παπανδρέου και της ελληνοκυπριακής πλευράς ήταν πετυχημένες και αυτό αποδεικνύεται από τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τρίτοι τον αντίκτυπο της ανακήρυξης του ψευδοκράτους. Φοιτητές που επισκέφθηκαν την Κύπρο αναφέρουν: «Η Τουρκία ήταν η μόνη χώρα που αναγνώρισε το τουρκοκυπριακό κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή οι Ελληνοκύπριοι διατήρησαν τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυριαρχία ολόκληρης της νήσου και η επιτυχία της ελληνικής και της ελληνοκυπριακής πλευράς να μην αναγνωριστεί το ψευδοκράτος είχε ως αποτέλεσμα τον de facto αποκλεισμό της τουρκοκυπριακής κοινότητας από τα διεθνή φόρουμ».