Έντοντες αντιδράσεις έχει προκαλέσει η ανακατανομή των θέσεων του πρώτου και του δευτέρου βαθμού, το οποίο συνδέθηκε άρρηκτα με τις αλλαγές που έλαβαν χώρα στους Ποινικούς Κώδικες.
Συγκεκριμένα η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων τονίζει στην ανακοίνωσή της, πως ξαφνικά κατατέθηκε η τροπολογία του Υπουργείου Δικαιοσύνης με την οποία αυξάνονται κατά 86 (!) οι οργανικές θέσεις των Προέδρων Εφετών με αντίστοιχη κατάργηση των θέσεων των Εφετών. Η ως άνω τροπολογία, όμως, δε συνόδεψε ρύθμιση περί αύξησης των οργανικών θέσεων και ως εκ τούτου στερείται δικαιολογητικής βάσης και δεν απηχεί αίτημα της Ένωσης.
Διαβάστε αναλυτικά την ανακοίνωση
Είναι γνωστό σε όλους τους συναδέλφους, ότι πάγιο αίτημα της Ένωσής μας, το οποίο αναδείχθηκε τους τελευταίους μήνες, υπήρξε η αύξηση των οργανικών θέσεων του πρώτου και του δευτέρου βαθμού, το οποίο συνδέθηκε άρρηκτα με τις αλλαγές που έλαβαν χώρα στους Ποινικούς Κώδικες και μετέβαλαν τις υπηρεσιακές ανάγκες και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. Μάλιστα, από την πρώτη συνάντηση που είχε το Δ.Σ. της Ένωσης με τον Υπουργό Δικαιοσύνης, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, φροντίσαμε να προτάξουμε το συγκεκριμένο αίτημα αποδίδοντας σε αυτό θεμελιώδη σημασία. Εντελώς ξαφνικά κατατέθηκε σήμερα τροπολογία του Υπουργείου Δικαιοσύνης με την οποία αυξάνονται κατά 86 (!) οι οργανικές θέσεις των Προέδρων Εφετών με αντίστοιχη κατάργηση των θέσεων των Εφετών. Η ως άνω τροπολογία, όμως, δε συνόδεψε ρύθμιση περί αύξησης των οργανικών θέσεων και ως εκ τούτου στερείται δικαιολογητικής βάσης και δεν απηχεί αίτημα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.
Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο στους συναδέλφους ότι η υλοποίηση μίας τέτοιας τροπολογίας, αποκομμένης από το πραγματικό αίτημα της αύξησης οργανικών θέσεων, δεν απηχεί σε καμία περίπτωση τις ανάγκες του δικαστικού σώματος, αντίθετα διαστρεβλώνει ένα αίτημα αντιστοίχισης των θέσεων των Προέδρων Εφετών στα δεδομένα που θα προέκυπταν από την αύξηση των οργανικών θέσεων. Αυτό τέθηκε στη συνάντηση του ΔΣ της Ένωσή μας με τον Υπουργό Δικαιοσύνης στις 31 Ιουλίου 2019 οπότε συζητήθηκε μετά «το ζήτημα της αύξησης των οργανικών θέσεων στον ίδιο τουλάχιστον αριθμό που προβλέπει η πρόσφατη ΠΝΠ» και «η εξέταση της δυνατότητας αύξησης του αριθμού των Προέδρων Εφετών σε αριθμό που αντιστοιχεί στους προεδρεύοντες Εφέτες των Εφετείων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά» (αντιγραφή από το Δελτίο Τύπου που εκδώσαμε). Ποτέ δεν ζητήσαμε η αύξηση των θέσεων των Προέδρων Εφετών να γίνει με κατάργηση θέσεων Εφετών και ξεκομμένη από το κύριο αίτημά μας. Είναι επομένως εξαιρετικά περίεργο, που το Υπουργείο χωρίς προηγούμενη ενημέρωση της Ένωσης, χωρίς κανέναν διάλογο, σπεύδει να φέρει μια τέτοια νομοθετική ρύθμιση ενώ την ίδια στιγμή δεν προωθεί το βασικό αίτημα αύξησης των οργανικών θέσεων για το οποίο υποβάλλαμε διαδοχικά αιτήματα με συγκεκριμενοποίηση των θέσεων ανά βαθμό δικαιοδοσίας.
Οι αρνητικές συνέπειες μιας τέτοιας πρωτοβουλίας είναι εμφανείς και πολλαπλές. Αρχικά επιφέρει μια μεγάλη ανακατανομή και ανατροπή της ισορροπίας που υπάρχει μεταξύ των δύο βαθμών. Οι οργανικές θέσεις των Προέδρων Εφετών θα φτάσουν τις 201 και οι θέσεις των Εφετών θα μειωθούν στις 374. Όταν επιχειρήθηκε παλαιότερα κάτι αντίστοιχο με την αύξηση των θέσεων των Προέδρων Πρωτοδικών και την ανατροπή της αναλογίας με τις θέσεις των Πρωτοδικών, σημειώθηκε το φαινόμενο να υπάρχουν Πρόεδροι Πρωτοδικών που συμμετείχαν ως μέλη της σύνθεσης Πολυμελών Δικαστηρίων εκτελώντας καθήκοντα Πρωτοδίκη, γεγονός που οδήγησε σε σαφή υποβάθμιση της θέσης του Προέδρου Πρωτοδικών. Αντίστοιχα προβλήματα θα δημιουργηθούν και στο Εφετείο . Η αύξηση επομένως των θέσεων των Προέδρων Εφετών θα είχε ουσιαστικό νόημα μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα υπήρχε αντίστοιχη μεγάλη αύξηση των οργανικών θέσεων των Εφετών ώστε να μην διαταραχθεί η ισορροπία μεταξύ των δύο βαθμών. Κατά δεύτερον, με το σημερινό καθεστώς στα Τριμελή Εφετεία Κακουργημάτων (σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά) προεδρεύουν Εφέτες, δίνοντας έτσι την ευελιξία στις διοικήσεις των Εφετείων αλλά και την δυνατότητα στους συναδέλφους να ενταχθούν την επόμενη δικαστική χρονιά σε κάποιο Πολιτικό τμήμα του Εφετείου. Με την μετατροπή των προεδρευόντων Εφετών σε Προέδρους Εφετών χάνεται αυτή η ευελιξία και «καθηλώνονται» συνάδελφοι στις Ποινικές Έδρες ακόμα και εάν δεν επιθυμούν πλέον να παραμείνουν σ’ αυτές. Άλλη δυσμενής συνέπεια ενδέχεται να εμφανιστεί στο μέλλον στην περίπτωση που καταργηθούν οι αποκλειστικής απασχόλησης προεδρεύοντες στα Ποινικά τμήματα. Τι θα γίνει σε μια τέτοια περίπτωση με τον υπερπληθωρισμό Προέδρων Εφετών και τον μειωμένο αριθμό Εφετών; Δύο ενδεχόμενα είναι πιθανό να συμβούν. Ή θα αυξηθεί δραματικά η χρέωση πολιτικών υποθέσεων στους Εφέτες ή θα χρεώνονται πολιτικές υποθέσεις οι Πρόεδροι Εφετών ως δεξιά μέλη συνθέσεων Πολυμελών Δικαστηρίων. Και τα δύο ενδεχόμενα μοιάζουν απευκταία. Ερώτημα επίσης εγείρεται για τον λόγο για τον οποίο με την τροπολογία περιορίζεται η μετατροπή των Εφετών σε Προέδρους Εφετών μόνο για τους δικαστές των ποινικών τμημάτων.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1δ’ του ΚΟΔΚΔΛ το «τριμελές εφετείο (πολιτικό ή ποινικό) συγκροτείται από πρόεδρο εφετών ή εφέτη και δύο εφέτες». Θα έπρεπε επομένως για να είναι συνεπές το Υπουργείο Δικαιοσύνης με την παραπάνω διάταξη να μετατρέψει σε Προέδρους Εφετών και τους Εφέτες των πολιτικών τμημάτων. Καταλαβαίνει βέβαια κανείς σε τι χάος θα οδηγούσε μια τέτοια ρύθμιση. Επίσης υπό το ισχύον σήμερα καθεστώς υπάρχει στην πράξη σαφής διαχωρισμός των δικαστών που προεδρεύουν στο τριμελές και στο πενταμελές (ποινικό) εφετείο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει περίπτωση συνδρομής του κωλύματος του άρθρου 14 παρ. 3 ΚΠΔ στο πρόσωπο του προέδρου του πενταμελούς εφετείου. Με την προτεινόμενη αύξηση των θέσεων των προέδρων εφετών με αντίστοιχη μείωση του αριθμού των υπηρετούντων εφετών είναι βέβαιο ότι στην πράξη θα εμφανίζονται συχνά περιπτώσεις κωλύματος των προεδρευόντων στο πενταμελές, αλλά και στο τριμελές εφετείο, όταν αυτά δικάζουν ως δευτεροβάθμια δικαστήρια, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης και την αύξηση των υπηρεσιών των υπηρετούντων στα εφετεία, αφού θα υπάρχει ανάγκη πρόβλεψης μεγαλύτερου αριθμού αναπληρωματικών δικαστών. Τέλος για αρκετούς συναδέλφους που ο τόπος διαμονής τους δεν είναι οι τρεις μεγάλες πόλεις, η συντομότερη προαγωγή τους και η μακρόχρονη παραμονή τους σε Εφετεία απομακρυσμένα από την κατοικία τους, θα έχει πολλές αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Τίθενται λοιπόν ορισμένα ερωτήματα: 1) για ποιόν λόγο να αλλάξει ο υπάρχων συσχετισμός των οργανικών θέσεων και μάλιστα αναδρομικά από 1-11-2019; Για το ανεπίκαιρο της μεταβολής των οργανικών θέσεων εφετών και προέδρων εφετών παραπέμπουμε στο άρθρο 3 παρ. 2 ΚΟΔΚΔΛ, που ορίζει ότι η κατανομή των οργανικών θέσεων γίνεται κάθε δύο χρόνια και μόνο τον μήνα Ιούνιο, σε έκτακτες δε περιπτώσεις (και μόνο αύξησης των οργανικών θέσεων) και σε άλλο χρόνο. Η υπόψη τροπολογία δεν εξηγεί ποια είναι η έκτακτη περίσταση με δεδομένο ότι η υλοποίηση των μεταθέσεων δεν μπορεί να γίνει πριν τον Σεπτέμβριο 2020, ενόψει του ότι όλοι οι ποινικοί δικαστές των εφετείων έχουν ξεκινήσει εκδίκαση υποθέσεων που διακόπηκαν για τους επόμενους μήνες μέχρι τη λήξη του τρέχοντος δικαστικού έτους. 2) Ποιόν εξυπηρετεί μια τέτοια ανακατανομή και ποιος προώθησε τέτοιο αίτημα στο Υπουργείο, χωρίς να έχει συζητηθεί στο ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων; 3) Γιατί το Υπουργείο Δικαιοσύνης σπεύδει σε μια τέτοια ρύθμιση χωρίς καμία ενημέρωση και συζήτηση με την Ένωση; Ο ισχυρισμός ότι θα έχει περισσότερο «κύρος» ο προεδρεύων στα Τριμελή Εφετεία γιατί θα έχει ανώτερο ιεραρχικά βαθμό, μοιάζει μάλλον παιδαριώδης. Σημαντική μισθολογική διαφορά δεν θα υπάρχει με την προαγωγή αφού οι αρχαιότεροι Εφέτες θα έχουν ήδη εξαντλήσει τα χρονοεπιδόματα και τις μισθολογικές ωριμάνσεις.
Είναι αδιανόητο να προβαίνει το Υπουργείο Δικαιοσύνης σε τέτοιες μεταρρυθμίσεις, που θίγουν την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών, να προβαίνει σε μονομερείς ενέργειες και πρωτοβουλίες χωρίς να ενημερώσει προηγούμενα και να διαβουλευτεί επίσημα με την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, όπως γινόταν μέχρι σήμερα.