Με τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης, Ιωάννη Μπούγα, να διαβεβαιώνει ότι η ηγεσία του υπουργείου θα ακούσει με πολύ μεγάλη προσοχή όλες τις απόψεις, και θα κάνει δεκτές βελτιωτικές προτάσεις, και σύσσωμη την Αντιπολίτευση να δηλώνει ότι καταψηφίζει και να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι νομοθετεί με αυταρχισμό και χωρίς διάλογο, ξεκίνησε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, η επεξεργασία του νομοσχεδίου, «παρεμβάσεις στον ποινικό κώδικα για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης -εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας».
Ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης, τόνισε ότι «το νομοσχέδιο έρχεται για να καλύψει κενά και προβλήματα τα οποία προέκυψαν στην ελληνική κοινωνία με συγκεκριμένες παρεμβάσεις και κατηγόρησε την Αντιπολίτευση ότι προσπαθεί να παραβλέψει ότι υπάρχει ένα διάχυτο αίσθημα ατιμωρησίας σε ποινικές πράξεις».
«Με το παρόν σχέδιο νόμου, επιχειρούμε να αντιμετωπιστεί η μικρομεσαία
εγκληματικότητα και να περιορισθεί το αίσθημα ανομίας και ατιμωρησίας που ταλανίζει
τόσα χρόνια την ελληνική κοινωνία», τόνισε χαρακτηριστικά ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης και πρόσθεσε:
«Ο κανόνας πλέον είναι, ότι οι ποινές ακόμα και για πλημμελήματα, σοβαρά πλημμελήματα θα εκτίονται ενώ, αυστηροποιούνται οι προϋποθέσεις αναστολής τους, διότι όσο αυστηρές και αν είναι οι ποινές, αν δεν εκτίονται είναι σαν να μην επιβάλλονται».
Όπως είπε ο κ.Μπούγας, «μέσω της πραγματικής έκτισης, της επιβαλλόμενες ποινής, επιτυγχάνεται η αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση, τόσο της πρόληψης του εγκλήματος όσο και του σωφρονιστικού χαρακτήρα της ποινής».
«Σκοπός είναι να λειτουργήσει ως μέσον πρόληψης και να αποτρέψει παραβάτες από την τέλεση αξιόποινων πράξεων. Θέλουμε όμως να λειτουργήσουν οι νέες διατάξεις και σε επίπεδο συμβολισμού με ένα ισχυρό μήνυμα προς την κοινωνία», σημείωσε.
Παράλληλα, απέρριψε αιτιάσεις για κατάργηση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, αντιτείνοντας ότι «το πρόσωπο του κατηγορουμένου είναι, και ασφαλώς θα εξακολουθήσει να είναι ιερό, και του εξασφαλίζουμε την άσκηση όλων των προβλεπόμενων από το Σύνταγμα, τις Διεθνείς Συμβάσεις και τον Νόμο Δικαιωμάτων».
«Ήρθε όμως, ο καιρός να εστιάσουμε και στα δικαιώματα των θυμάτων, αλλά και του κοινωνικού συνόλου εν γένει, στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα για σεβασμό στην αξία του ανθρώπου, στην προστασία των εννόμων αγαθών και στην εμπέδωση της κοινωνικής συνείδησης, ότι η τέλεση αξιόποινων πράξεων τιμωρείται και οι ποινές που επιβάλλουν τα Δικαστήρια, εκτίονται πραγματικά.
Επομένως, με τις εισηγούμενες ρυθμίσεις εξυπηρετούνται ο σκοπός της
επιτάχυνσης και της ποιοτικής αναβάθμισης της ποινικής δίκης, που αποτελεί μέρος του
γενικότερου σχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, για πιο άμεση και αποτελεσματική
απονομή του δικαίου στη χώρα μας», επεσήμανε ο κ. Μπούγας.
Μίλησε ακόμα για «βελτίωση και εξορθολογισμό του νομικού πλαισίου για την πρόληψη
και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας, ώστε να ενισχυθεί η προστασία του
θεσμού της οικογένειας, της ανηλικότητας και των θυμάτων, κυρίως, των γυναικών που
πλήττονται με αυξανόμενη ένταση από συμπεριφορές ενδοοικογενειακής βίας».
Έμφαση έδωσε και στη διαφάνεια της δημόσιας ζωής, τονίζοντας ότι «για πρώτη φορά θεσμοθετείται στην ελληνική έννομη τάξη, η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων».
« Στο παρόν νομοσχέδιο, ορίζεται η ευθύνη νομικών προσώπων σε περιπτώσεις αδικημάτων, και δωροδοκίας καθώς και η διαδικασία, στην οποία ακολουθείται όταν ασκηθεί σε βάρος τους η ποινική δίωξη», κατέληξε ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης.
Την αντίθεση του στο νομοσχέδιο εξέφρασε ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Γιάννης Σαρακιώτης, κατηγορώντας την κυβέρνηση της ΝΔ ότι για «17η φορά τα τελευταία 4 χρόνια προχωρά σε αλλαγές στους ποινικούς κώδικες, αυστηριοποιώντας τις ποινές όταν η ίδια η πολιτική της αποδείχτηκε αποτυχημένη, σε μια χώρα που πρωτεύει πανευρωπαϊκά σε αριθμό ισοβιτών και μακροχρόνιων ποινών και το αποτέλεσμα είναι αύξηση της βαριάς εγκληματικότητας».
«Με το παρόν νομοσχέδιο ξεπερνάτε και τον χειρότερο εαυτό σας. Επιβαρύνετε τις ποινές σε όλα τα επίπεδα και ταυτόχρονα αποδυναμώνετε το σύνολο των δικονομικών εξασφαλίσεων μέσω της αποδυνάμωσης των δικαστικών συμβουλίων και τη μείωση του αριθμού των δικαστών στις συνθέσεις, χωρίς να έχετε προχωρήσει στη συγκρότηση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής», τόνισε ο κ. Σαρακιώτης και συμπλήρωσε:
«Η βασική προτεραιότητα σας είναι η λαϊκίστικη μεταχείριση των κωδίκων προκειμένου να αντιμετωπίσετε το ακροδεξιό ακροατήριο σας. Όλη η επιστημονική κοινότητα, εκφράζει έντονους προβληματισμούς .
Με πρόσχημα μιας γενικής και αόριστης ατιμωρησίας, αυξάνετε τα όρια καθείρξεων ενώ μειώνεται το ανώτατο ηλικιακό όριο για τους μετεφήβους».
Ο κ. Σαρακιώτης χαρακτήρισε «παραμύθι ότι η αυστηριοποίηση των ποινών λειτουργεί αποτρεπτικά για την εγκληματική συμπεριφορά».
«Είναι σαφές ότι η μείωση της εγκληματικότητας δύναται να επιτευχθεί μέσω της αποτροπής και μέσω της βελτίωσης της αστυνομικής πρόληψης και τους μηχανισμούς ελέγχου.
Αυτή τη στιγμή στη χώρα μας το 47,8% των ποινών κυμαίνεται μεταξύ 10 και 20 ετών σε σύγκριση με το μόλις 11,8% του μέσου όρου των ευρωπαϊκών κρατών ενώ οι ποινές ισόβιας κάθειρξης αποτελούν το 13,1% έναντι του μόλις 1,7% του μέσου όρου της Ευρώπης», είπε.
«Σε μια τέτοια κατάσταση το νομοσχέδιο συνιστά αποκορύφωμα ανορθολογισμού και απουσίας σχεδιασμού ότι εσείς προχωράτε σε μία νέα ανεδαφική αυστηριοποίηση των ποινών», σημείωσε.
Την αντίθεση του εξέφρασε και «με την κατάργηση του πενταμελούς εφετείου και την πρόβλεψη οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των τριμελών εφετείων, να εκδικάζονται από το ίδιο τριμελές εφετείο και όχι ένα ανώτερο».
Κατά τάχθηκε και στην αύξηση των παραβόλων, τονίζοντας ότι αποτρέπει να προσφύγει στη δικαιοσύνη αυτός που δεν έχει χρήματα.
«Με τις προβλέψεις αυτές έχουμε έκπτωση της ποινικής δικαιοσύνης περιστέλλονται τα δικαιώματα των κατηγορουμένων ενώ παραβιάζονται και οι διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας. Το νομοσχέδιο οδηγεί σε ευθεία παραβίαση και καταστρατήγηση θεμελιωδών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και εν γένει των πολιτών. Δυστυχώς, το ορθολογικό κριτήριο για τη νομοθέτηση δίνει τη θέση του στην επικοινωνία και στον ποινικό λαϊκισμό, στη στρατηγική του εκφοβισμού και υποσχέσεις χωρίς αντίκρυσμα. Είναι προφανές ότι καταψηφίζουμε επί της αρχής την απαράδεκτη νομοθετική παρέμβαση σας», κατέληξε ο κ. Σαρακιώτης.
Από την πλευρά της, η γενική εισηγήτρια του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Μιλένα Αποστολάκη, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι με το νομοσχέδιο της αφήνει «παράθυρο ατιμώρητης κακουργηματικής απιστίας μέχρι τις 30.3.2024».
«Σήμερα το έγκλημα της απιστίας διώκεται κατ’ έγκληση στην κακουργηματική μορφή του μόνο εφόσον στρέφεται κατά «πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα. Και ενώ στην διαβούλευση στο σχέδιο νόμου ορίζεται ως έναρξη ισχύος όλων των διατάξεών του η ημερομηνία δημοσίευσης του στο τελικό σχέδιο ορίζεται ως έναρξη ισχύος η 1.7.2024.
«Πρακτική συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι οποιαδήποτε κακουργηματική πράξη απιστίας τελεστεί από σήμερα και μέχρι την 30.3.2024 σε βάρος οποιουδήποτε νομικού προσώπου του χρηματοπιστωτικού τομέα θα καταστεί την 30.6.2024 ανέγκλητη και δεν θα μπορεί να διωχθεί ποινικά, εφόσον δεν θα έχει κατατεθεί σχετική έγκληση εντός τριών μηνών», σημείωσε.
Όπως είπε η κ. Αποστολάκη, «το νομοσχέδιο αποτελεί έναν επικοινωνιακό αντιπερισπασμό απέναντι στο κλίμα γενικευμένης ανασφάλειας, απόρροια της κυβερνητικής αποτυχίας στο πεδίο της δημόσιας ασφάλειας και της προστασίας των πολιτών.
« Η κυβερνητική πλειοψηφία επιχειρεί μέσω ενός όχι μόνο
αφόρητου αλλά και επικίνδυνου θεσμικού λαϊκισμού να εμφανιστεί ως η εκπροσωπούσα τα θύματα και τους φιλήσυχους πολίτες έναντι όσων εγείρουν σημαντικές ενστάσεις τους οποίους παρουσιάζει κατ’ αντίστιξη ως προστάτες του εγκλήματος και των αυτουργών του», υποστήριξε η κ. Αποστολάκη.
«Δεν συνιστά επιτάχυνση το να περικόπτονται κρίσιμες διαδικαστικές φάσεις ή να γίνονται παρεμβάσεις στη φιλελεύθερη φυσιογνωμία του ποινικού μας συστήματος. Η
επιτάχυνση της ποινικής δίκης απαιτεί την ταυτόχρονη σύμπτωση της εκπλήρωσης του αιτήματος της δίκαιης και αξιόπιστης διαδικασίας και του ελέγχου τήρησης των αρχών
του κράτους δικαίου», κατέληξε η κ. Αποστολάκη.
Η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ, Μαρία Κομνηνάκα, έκανε λόγο για «απαράδεκτες αλλαγές που θα έχουν βαρύτατες συνέπειες στα δικαιώματα των πολιτών».
«Επιχειρείτε να ενισχυθεί το κατασταλτικό οπλοστάσιο του κράτους απέναντι στις κινητοποιήσεις. Κάτω από το εύηχο πέπλο της επιτάχυνσης της δικαιοσύνης, και μιας στρεβλής εντελώς αντιεπιστημονικής αντίληψης, παρουσιάζετε ως φάρμακο για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, την αυστηριοποίηση των ποινών ενώ πίσω από αυτό κατακρεουργείτε μια σειρά από δικονομικά δικαιώματα και ελευθερίες», ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Κομνηνάκα και πρόσθεσε:
«Έρχεστε να προχωρήσετε για έβδομη φορά εκτεταμένες αντιδραστικές αλλαγές που αφορούν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, την έκτιση των ποινών στο όνομα της επιτάχυνσης που μεταφράζεται τελικά σε πιο ακριβή και απροσπέλαστη για το λαό ποινική δικαιοσύνη.
Μπορεί να το ντύνεται το νομοσχέδιο με έναν δήθεν ανθρωπιστικό μανδύα αλλά στην ουσία εντείνεται τον κατασταλτικό χαρακτήρα του κράτους απέναντι στο λαϊκό κίνημα για αυτό και το καταψηφίζουμε».
Σοβαρότατές επιφυλάξεις για την μείωση της παραβατικότητας με την αυστηριοποίηση των ποινών, εξέφρασε ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης, Παύλος Σαράκης, καταλογίζοντας στην κυβέρνηση σκοπιμότητες.
Όπως είπε, «με τις νέες αλλαγές θα έχουμε πλήγμα και τραύμα για την ασφάλεια του κράτους δικαίου» ενώ υποστήριξε ότι «η κατάργηση του πενταμελούς εφετείου και η μείωση των πολυμελών συνθέσεων δεν διασφαλίζει την ασφάλεια δικαίου και ζήτηση να επανεξεταστεί η διάταξη γιατί θα δημιουργήσει τραγικές καταστάσεις».
Σχολιάζοντας, μεταξύ άλλων, την διάταξη για την αυστηριοποίηση των ποινών για τη δωροδοκία, σημείωσε ότι «αν η κυβέρνηση θέλει να καταπολεμήσει την διαφθορά πράγματι, αντί να χαϊδεύει αυτιά πρέπει να νομοθετήσει τις κοινοτικές οδηγίες που κατοχυρώνουν το δίκαιο του πληροφοριοδότη και διασφαλίζουν απόλυτα των ανωνυμία του».
Ο ειδικός αγορητής της Νέας Αριστεράς, Δημήτρης Τζανακόπουλος, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «από το 2019 έχει κάνει 17 τροποποιήσεις στους ποινικούς κώδικες μετατρέποντας τους σε κουρελόχαρτα» και χαρακτήρισε το νομοσχέδιο τερατούργημα.
«Στηρίξατε έναν πολιτικό λόγο σε θέσεις πλήρως αντιεπιστημονικές,
εκμεταλλευτήκατε το αίσθημα ανασφάλειας το οποίο δεν προκύπτει, κατά κύριο λόγο, πρωτογενώς από την παραβατικότητα. Αντί να κοιτάξουμε να συζητήσουμε για μια αντεγκληματική πολιτική η οποία θα λαμβάνει υπόψη της όλα αυτά τα οποία θεωρούνται δεδομένα στο
επίπεδο του στοιχειώδους επιστημονικού λόγου, εσείς αγνοείτε τη νομική θεωρία, την ποινική θεωρία, την εγκληματολογία, τις παρεμβάσεις δικαστών, εισαγγελέων, ενώσεων, επιστημονικών φορέων, των πάντων, για να παίξετε το παιχνίδι των σερίφηδων», επεσήμανε ο κ. Τζανακόπουλος και κατέληξε:
Η ταξική μονομέρεια διατρέχει το σύνολο του νομοσχεδίου αλλά και όλων των παρεμβάσεων που έχετε κάνει στο παρελθόν.
Για όλα αυτά είναι προφανές ότι όχι απλώς καταψηφίζουμε αλλά είμαστε απολύτως απέναντι στο νομοσχέδιο αυτό, στη φιλοσοφία του και στις ιδεολογικές αρχές που το υποστηρίζουν».
Ο ειδικός αγορητής των Σπαρτιατών, Πέτρος Δημητριάδης, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι , νομοθετεί με πρόσχημα την πάταξη της εγκληματικότητας επιβάλλοντας πρόχειρες και αυταρχικές λογικές και τόνισε ότι «πουθενά στον κόσμο, δεν έχει αποδειχθεί ότι η αυστηριοποίηση των ποινών οδηγεί σε μείωση του εγκλήματος».
« Σε αυτό, συμφωνεί και το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας. Ουσιαστικά, η τροποποίηση του ποινικού κώδικα έγινε χωρίς
να έχει συγκροτηθεί καμία αρμόδια νομοπαρασκευαστική επιτροπή, με αποτέλεσμα όλες οι αλλαγές να έχουν προκαλέσει τις σφοδρές αντιδράσεις τόσο των δικηγόρων και δικαστών όσο και του συνόλου του νομικού κόσμου», ανέφερε ο κ. Δημητριάδης.
«Αυτό το νομοσχέδιο δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς της δίκαιης απονομής δικαιοσύνης, θα οδηγήσει σε καταδίκες της Ελλάδος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και κυρίως δημιουργεί περαιτέρω ανασφάλεια δικαίου», κατέληξε.
Την διαφωνία του με το νομοσχέδιο εξέφρασε και ο ειδικός αγορητής της «ΝΙΚΗΣ», Γιώργος Αποστολάκης, ζητώντας την απόσυρση του.
«Το έγκλημα, κύριε Υπουργέ, δεν καταπολεμείται ούτε με λαϊκίζοντα τιμωρητισμό ούτε φυσικά με μοντερνίζοντα συγχωρητισμό. Ο μύθος της πάταξης της εγκληματικότητας μέσω της αύξησης των ποινών υποκρύπτει έλλειψη βούλησης για αντιμετώπιση των πραγματικών αιτίων. Ποινικός λαϊκισμός, αυτό ακριβώς είναι το βάθρο της ποινολογίας του νομοσχεδίου. Η ποινή από έσχατο επεμβατικό εργαλείο του κράτους χρησιμοποιείται ως επεμβατικό εργαλείο σε πρώτη ζήτηση», υποστήριξε.
« Η επιδιωκόμενη «επιτάχυνση» της ποινικής διαδικασίας την ανάγκη της οποίας κανένας βέβαια δεν αρνείται γίνεται με τη μέθοδο του Προκρούστη, ότι περισσεύει το κόβουμε», κατέληξε ο κ. Αποστολάκης.
Η ειδική αγορήτρια της «Πλεύσης Ελευθερίας», Ελένη Καραγεωργοπούλου, υποστήριξε ότι «μία βασική αλλαγή που διαπνέει το νομοθέτημα, είναι ότι πλέον και για μικρές πλημμεληματικές ποινές οι δράστες θα οδηγούνται στις φυλακές».
Όπως είπε, «η αναστολή της ποινής για πλημμελήματα μετατρέπεται από κανόνα, σε εξαίρεση» και «θα μπορεί να χορηγηθεί σε ποινές φυλάκισης έως ένα έτος, όταν οι αμετάκλητες προηγούμενες καταδίκες δεν υπερβαίνουν το ένα έτος».
«Με ψήφισμα που εξέδωσαν 39 πανεπιστημιακοί εν ενεργεία, των τομέων ποινικών και εγκληματολογικών επιστημών των 3 νομικών σχολών, διατυπώνονται σαφείς ενστάσεις κατά των αλλαγών που επέρχονται στον Ποινικό Κώδικα. Πολλές διατάξεις του σχεδίου εγείρουν σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με τις διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. Η τιμωρητικότητα ως επιλογή αντεγκληματικής πολιτική,ς δεν είναι πρόσφορη απάντηση στην εγκληματικότητα», υπογράμμισε η ειδική αγορήτρια της Πλεύσης Ελευθερίας.