Την απάντησή του στην επιστολή – βόμβα της Έλενας Ακρίτα, όπου η γνωστή δημοσιογράφος κάνει λόγο για εμπλοκή βουλευτή στην εξαφάνιση του Βαγγέλη Γιακουμάκη, έδωσε μέσω email ο υπουργός Δημόσιας Τάξης, Γιάννης Πανούσης.
Την απάντηση του υπουργού δημοσιοποίησε η κ. Ακρίτα στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Τα Νέα, και σε αυτήν, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «η εμπλοκή οποιουδήποτε πολιτικού και για οποιονδήποτε λόγο απόκρυψης είναι τόσο αποδοκιμαστέα, ώστε θα έπρεπε για λόγους ηθικής τάξης και παραδειγματισμού ο αρχηγός του κόμματός του να τον αποβάλει από τη Βουλή».
Διαβάστε ολόκληρη την επιστολή του κ. Πανούση:
«Αγαπητή κυρία Ακρίτα,
Σας συγχαίρω και σας ευχαριστώ που ανοίξατε αυτό το θέμα που σίγουρα δεν είναι μόνον αστυνομικό.
Θα μου επιτρέψετε να μοιραστώ ορισμένες σκέψεις μαζί σας.
Η πρόληψη της παραβατικότητας στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο συνδέεται άρρηκτα με την εκπαιδευτική πολιτική (αρκεί να μη λειτουργεί το εκπαιδευτικό σύστημα ως αποκλειστικός θεσμός κοινωνικού ελέγχου) αλλά και με μια κοινοτική εκπαιδευτική οικολογία (που εντάσσει τη σχολική μονάδα στον κοινωνικό ιστό).
Οι εντάσεις και οι συγκρούσεις μέσα στο εκπαιδευτικό περιβάλλον δεν παραπέμπουν υποχρεωτικά στην «εγκληματική βία» αφού τα υφέρποντα ή και εμφανή κίνητρα συνδέονται περισσότερο με το γόητρο, το παληκαριλίκι, την ισχύ, την εξουσία ή ακόμα με την ανισότητα και την υποβάθμιση.
Πέρα δηλαδή από τα όποια ατομικά χαρακτηριστικά δράστη/ δραστών και θύματος/ θυμάτων, το κοινωνικό, πολιτισμικό και εκπαιδευτικό οικοσύστημα καθορίζει τους όρους και τους τρόπους εμφάνισης του φαινομένου.
Οι αποϊδανικοποιήσεις (γονιών, δασκάλων, φορέων) και η αναζήτηση προσωπικών (και όχι «δανεισμένων») εμπειριών οδηγούν σε συχνά επώδυνες αυτονομήσεις.
Τα όρια και τα περιθώρια της μάθησης από την παιδικότητα στην ενηλικίωση, από το σπίτι στο σχολείο, από τη γονεϊκή υπερπροστατευτικότητα στη σχολική συμμόρφωση συχνά καταλήγουν σε ανομικές εκρήξεις.
Σε κάθε περίπτωση η επίλυση των συγκρούσεων στον εκπαιδευτικό χώρο πρέπει να προκύπτει από τη συνευθύνη που διαμορφώνεται μέσα στο τετράγωνο: δάσκαλοι- γονείς- μαθητές/συμμαθητές- Υπουργείο Παιδείας.
Αν το παιδαγωγικό μέρος βαρύνει αποκλειστικά τους καθηγητές, η κουλτούρα του σπιτιού, του δρόμου, της κοινότητας είναι αυτή που θα ορθώσει την εμπιστοσύνη σαν τείχος στις όποιες αντιλήψεις ή συμπεριφορές βίαιης αντίδρασης.
Πολλοί ψυχολογικοποιούν το φαινόμενο συσχετίζοντάς το με την εφηβεία και τη συναφή επιθετικότητα, με την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών, τις ιδιαιτερότητες του μαθητή. Άλλοι ρίχνουν το βάρος στη συλλογική έκφραση τέτοιων συμπεριφορών, με βάση την παρέα των συνομιλήκων, συγκρίνοντας εκπαιδευτικούς τύπους με παραβατική υποκουλτούρα. Συχνά συνεκτιμώνται και δημογραφικά/ κοινωνικά δεδομένα που αφορούν στο φύλο, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση της οικογένειας, τα επαγγέλματα των γονέων κλπ.
Επίθεση και άμυνα, εκφοβισμός και φόβος, δράστης και θύμα εναλλάσσονται και παίρνουν διάφορες μορφές (π.χ. βρισιές, απειλές, χειροδικίες κλπ.) πίσω από τις οποίες όμως ελοχεύει η διάβρωση των διαπροσωπικών σχέσεων (relational aggression) καθώς και η υποτίμηση του «άλλου».
Οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της θυματοποίησης (απόρριψη, στιγματισμός, περιθωριοποίηση, απομόνωση, ανασφάλεια) κινούνται κι αυτές στο ίδιο πλαίσιο: στην αποτυχία και την προδοσία των σχέσεων εμπιστοσύνης, οι οποίες αποτελούν τη βάση για μια ομαλή κοινωνικοποίηση των νέων.
Η σύγκρουση λέξεων και κινήσεων συχνά υποκρύπτει μια πιο κρίσιμη «διαμάχη» αλληλεγγύης και ατομικισμού, ανεκτικότητας και ατομικισμού την οποία καλούνται οι νέοι να διαχειριστούν. Η σύνδεση της νεανικής βίας με τη σχολική αποτυχία ή την κοινωνική περιθωριοποίηση, η επιθετική συμπεριφορά ως αποτέλεσμα μάθησης (για επιβίωση;) αντιμετωπίζονται σαν απειλές για περισσότερους από ένα στόχο.
Τα σημεία ψυχολογικής αναγνώρισης παιδιού – θύτη και παιδιού – θύματος, το προφίλ του νταή και του φοβισμένου, οι έννοιες της Επιβολής (θύτες) ή της Αυτοάμυνας (θύματα-θύτες) που επανέρχονται σε όλες τις αιτιολογήσεις όλων για την ενδοσχολική βία έχουν τελευταία υπερφαλαγγιστεί από το φόβο ένοπλων επιθέσεων.
Ο school shooter, όπως συχνά και ο σχολικός τραμπούκος, χαρακτηρίζονται από ψυχική αδυναμία να χειριστούν δύσκολες καταστάσεις και επιλέγουν ως διέξοδο την βίαιη εκδίκηση (ιδεοληπτική ή όχι) κατά τρίτων και βέβαια την αυτοκτονία.
Μολονότι οι ένοπλες επιθέσεις στα σχολεία (school shooting) στη χώρα μας δεν σχετίζονται με τον εκφοβισμό (ως ατομικό bullying ή ως ομαδικό mobbing), μολονότι το «νταηλίκι» του μαθητή δεν σημαίνει αναγκαστικά και προ-παραβατικό ανήλικο, ούτε η συστηματική κατάχρηση δύναμης μετατρέπεται αυτομάτως σε συγκρότηση συμμορίας, ο εκφοβισμός (είτε στοχεύει ένα μεμονωμένο άτομο ή ομάδα ατόμων, είτε αφορά μικρότερους, είτε κορίτσια), συχνά συνδέεται με ενδοσχολικούς ανταγωνισμούς, με διαφορετικότητες μαθητών (απόκτηση δύναμης ή προκλητικά θύματα) και έτσι δημιουργεί πρότυπα αντικοινωνικής συμπεριφοράς.
Το συχνά αδιάφορο εκπαιδευτικό σύστημα δεν έχει μηχανισμούς και δασκάλους προετοιμασμένους να χειριστούν δύσκολες (μέχρι και βίαιες) καταστάσεις ενώ η γειτονιά και η τοπική κοινωνία απλώς κάθε φορά εκπλήττονται (κρύβοντας κάτω από το χαλί την «οικολογία του φόβου και της αποτυχίας»).
Κι όμως η ζεστή σχολική ατμόσφαιρα (της κατανόησης και της συνεννόησης) μπορεί να δημιουργεί θετικά συναισθήματα και αίσθημα ασφαλούς περιβάλλοντος και να χρησιμοποιήσει την επικοινωνία ως μέσο κοινωνικής ένταξης και ψυχολογικής υποστήριξης.
Πώς να διαμορφώσεις «όρους ειρηνικού σχολείου» μέσα σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο βίας;
Οι ρίζες της βίας είναι βαθιά χωμένες στον πολιτισμό και στην κοινωνία. Στις ανισότητες και στις αδικίες. Από την άλλη οι ορισμοί και οι εννοιολογήσεις της (σχολικής) βίας δημιουργούν συχνά συγχύσεις. Οι αιτίες μπλέκονται με τ’ αποτελέσματα και όλα αυτά με διάφορα ιδεολογήματα. Όλα έχουν ειπωθεί και γραφτεί (αλλά και τ’ αντίθετά τους). Όλα είναι κρίσιμα (αλλά δεν αποτρέπουν την κρίση).
Από τη μία οι μορφές της ενδοσχολικής βίας, οι παραβατικές ομάδες και συμμορίες, το bullying ως εκφοβισμός, ο τραμπουκισμός, ο ψευτοπαλληκαρισμός, το νταηλίκι, τα χαρακτηριστικά δράστη – θύματος και η ανισορροπία δύναμης θύτη-θύματος, οι τιμωρίες. από την άλλη η σχέση παιδιού-γονιού, η σχέση παιδιού-δασκάλου (που επηρεάζεται και από το πολιτισμικό κεφάλαιο του μαθητή), ο αυτοτελής ρόλος των γονιών, ο αυτοτελής συνθετικός ρόλος του σχολείου, ο αυτοτελής ρόλος του δασκάλου ή και ο ρόλος των ΜΜΕ.
Από τη μία οι αναπαραστάσεις της βίας ή και η «γοητεία» της κι από την άλλη το άγχος, οι κακές σχολικές επιδόσεις, η ψυχική καταπίεση, η ανασφάλεια των σχέσεων και της επιβίωσης των ίδιων των μαθητών. Κανονιστική λοιπόν αντιμετώπιση ή ειρηνοποιός διαχείριση;
Το θέμα της ασφάλειας υπερβαίνει τη σχολική βία και πρέπει να προβληματίσει το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα. Η ασφάλεια στους εκπαιδευτικούς χώρους συνδέεται με τη βία στους δρόμους και τη μεταφερόμενη κοινωνική βία.
Η ασφάλεια του σχολείου συμβαδίζει αυτονόητα με το σεβασμό στην προσωπικότητα, την ελευθερία του λόγου, τα δικαιώματα των νέων. Από την άλλη μια κοινωνία κοντά στο σχολείο και ένα σχολείο ενταγμένο αρμονικά στην κοινότητα κινδυνεύει να «μολυνθεί» από τις ανισότητες του πολιτισμικού περιβάλλοντος και ιδίως από τη γενικευμένη ανομία.
Από τα παιδιά του δρόμου (αρκετά από τα οποία δεν αρνούνται να μπουν στην εκπαιδευτική διαδικασία) κι από τα κακοποιημένα παιδιά ή τα παιδιά φτωχών οικογενειών που εγκαταλείπουν το σχολείο γεννιέται αρχικά η νεανική βία.
Η κοινωνική ομπρέλα προστασίας (community schools) σχετίζεται με τη συνευθύνη των κοινωνικών φορέων και όχι με την αστυνόμευση. Χρειάζεται μια συνέργεια πολλών θεσμών και φορέων για να πεισθούν οι νέοι να ξαναγυρίσουν στην κοινωνική συμβίωση χωρίς βία.
Η βία στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο δεν εγγράφεται στο κληρονομικό φορτίο του θεσμού. Χρειάζεται συνεπώς το εκπαιδευτικό σύστημα να ξαναβρεί την εσωτερική του δημοκρατία (ισότητα, διάλογος, ηπιότητα, ελευθερία έκφρασης) και ν’ αναπτύξει δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών.
Πρέπει να «επανεφεύρουμε» την εκπαίδευση, που σημαίνει νέα δομή, νέα μορφή, νέες σχέσεις, νέα αισθητική, νέα λειτουργία, νέοι ρόλοι, πρέπει να αυτονομήσουμε (έστω σχετικά) το σχολείο από τη διαδικασία νομιμοποίησης της κρατούσας κοινωνικής τάξης για να μην είναι καταδικασμένο (κι αυτό κι εμείς) ν’ αναπαράγουμε ή και να διευρύνουμε τις προϋπάρχουσες ανισότητες.
Το σχολείο που πληγώνει αντί να εκπαιδεύσει, οι υπόγειες διαδρομές της βίας στο σπίτι, στην πλατεία και της σχολικής βίας, ο ανταγωνισμός ως εργαλείο επιτυχίας και το παιχνίδι ως μέσον ενηλικίωσης, οι περικυκλωμένοι από «όχι» και «μη» έφηβοι διαμορφώνουν τους όρους μιας «αντιδραστικής» επιθετικότητας, έντασης, θυμού, διάψευσης, δυσφορίας.
Στο εκπαιδευτικό σύστημα συναντιώνται πολλές κρίσεις: εφηβείας, αμφισβήτησης από τους νέους, διάψευσης, κόπωσης από τους δασκάλους, απαξίωσης, υποβάθμισης ρόλου από τους γονείς, αμφίσημης αντιμετώπισης από την Πολιτεία. Συμβατικά ή εναλλακτικά σχολεία δεν μπόρεσαν να συμβιβάσουν τις κρίσεις και να τις μετατρέψουν σε νέες ευκαιρίες.
Η «μάχη για επιβίωση» προτιμάει βίαια σχολεία σε βίαιο κόσμο. Γι’ αυτό χρειάζεται από τη μία η χάραξη ορίων σε όλη την κοινωνική δράση κι από την άλλη η αλλαγή πλαισίου ζωής των νέων.
Το πέρασμα από τα παιδιά σε κίνδυνο στα επικίνδυνα παιδιά είναι τόσο εύκολο ή τόσο δύσκολο όσο εμείς -οι ενήλικες κλειδοκράτορες- το (δια)χειριζόμαστε.
Υ. Γ1: Στο επίπεδο της αστυνομικής έρευνας έχει διαταχθεί να σταλεί στα Γιάννενα ειδική μονάδα εξιχνίασης. Έχω ο ίδιος προσωπικά μιλήσει με τον ιδιωτικό ερευνητή Γ. Τσούκαλη και έθεσα στη διάθεση της οικογένειας όποιο μέσο χρειαστεί.
Υ. Γ2: Οι ποινικές ευθύνες θα καταλογιστούν όταν εντοπιστούν οι ένοχοι της «βαρβαρότητας» και οδηγηθούν στη δικαιοσύνη. Το ίδιο ισχύει με πράξεις ή παραλείψεις των αρμοδίων δημοσίων οργάνων.
Υ. Γ3: Η εμπλοκή οποιουδήποτε πολιτικού και για οποιονδήποτε λόγο απόκρυψης είναι τόσο αποδοκιμαστέα ώστε θα έπρεπε για λόγους ηθικής τάξης και παραδειγματισμού ο αρχηγός του κόμματός του να τον αποβάλει από τη Βουλή. Τέτοια φαινόμενα πρέπει να καταδικάζονται δημόσια πριν γίνουν καρκινογόνα.
Ευχαριστώ και πάλι για την ευκαιρία να δείξουμε ότι πρωτίστως είμαστε άνθρωποι και γονείς και νοιαζόμαστε για τον πλαϊνό μας.
Ο Αναπληρωτής Υπουργός
Καθηγητής Γιάννης Πανούσης»