Την ανακάλυψη έκαναν τυχαία τα συνεργεία που εργάζονταν στο υπόγειο σύστημα ασφαλείας οχημάτων του υπό ανέγερση Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου.
Ο σκελετός ενός πλοίου ηλικίας τουλάχιστον 200 ετών ανακαλύφθηκε δίπλα στο «σημείο μηδέν» των Δίδυμων Πύργων, κάτω από την πρόσχωση που είχε δημιουργήσει την περιοχή του Μπάτερι Παρκ πάνω στον ποταμό Χάντσον.
Έκπληκτοι οι εργάτες αντελήφθησαν ότι οι «γεωμετρικά» τοποθετημένες ξύλινες σανίδες που ξεπρόβαλλαν μέσα από την αλμυρισμένη και γεμάτη κοχύλια, μαύρη, παχιά λάσπη, έμοιαζαν πολύ με τα πλαϊνά πλοίου. Προς στιγμήν οι ειδικοί αμφιταλαντεύθηκαν. Γρήγορα όμως κατέληξαν ότι αυτά τα περίεργα απομεινάρια παρέπεμπαν σε κάτι πολύ διαφορετικό από τις ξύλινες προβλήτες που χρησιμοποιούσαν οι έμποροι περασμένων αιώνων για να εκμεταλλευθούν κάθε σπιθαμή γης και θαλάσσης στο νοτιότερο -και διαχρονικώς ακριβότερο άκρο- του Μανχάταν:
«Η διάταξη των ξύλων ήταν τόσο τέλεια που δεν άφηνε αμφιβολίες ότι το εύρημα αποτελούσε κουφάρι πλοίου», δήλωσε στους New York Times ο Μάϊκλ Παπαλάρντο (Michael Pappalardo), ένας από τους αρχαιολόγους που έχουν αναλάβει την ιστορική τεκμηρίωση των ευρημάτων.
Και ενώ η εκσκαφή είχε τραπεί πλέον σε ανασκαφή, κάθε αμφιβολία – ειδικών τε και ανειδικεύτων- είχε διασκεδασθεί: ένας ξύλινος, καλοσχηματισμένος και δεκάμετρος σκελετός είχε αναφανεί πλήρης στην επιφάνεια. Πλοίο-φάντασμα στα θεμέλια των Δίδυμων Πύργων Η έκταση όπου βρέθηκε το πλοίο, μέχρι τη δεκαετία του ’70 ήταν ποτάμι, αλλά μετατράπηκε σε στεριά από το χώμα της εκσκαφής των θεμελίων του Παγκοσμίου Κέντρου Εμπορίου, δημιουργώντας την περιοχή Μπάτερι Παρκ.
Οι ειδικοί τοποθετούν τη ναυπήγηση του πλοίου από τα μέσα έως τα τέλη του 18ου αιώνα και λένε ότι το κουφάρι του δεν φαίνεται να έχει υποστεί ανθρώπινες αλλοιώσεις τα τελευταία 200 χρόνια. Για του λόγου το αληθές, έχουν στείλει δείγματα ξύλου σε ειδικά εργαστήρια δενδρολογίας, τα οποία μπορούν εκτιμήσουν με ακρίβεια την ηλικία του ευρήματος, χρονολογώντας τους δακτυλίους του δέντρου από το οποίο είχε κατασκευαστεί.
Αργότερα, ένα μέτρο πιο μακριά από τον σκελετό βρέθηκε και μια άγκυρα βάρους 45 κιλών, αλλά οι επιστήμονες δεν είναι ακόμη σίγουροι ότι ανήκε στο ίδιο πλοίο. Ολόγυρα, η περιοχή είναι διάσπαρτη από ίχνη ανθρώπινης παρουσίας και κυρίως από δερμάτινες σόλες παπουτσιών, χωρίς ακόμα να υπάρχει εξήγηση γι” αυτό. Όπως λέει ο Μπράουερ, ένας ιστορικός ειδικευμένος στη ναυσιπλοΐα, το συγκεκριμένο σκάφος πρέπει να ήταν ποντοπόρο και να είχε διαπλεύσει την Καραϊβική, καθώς στην ξυλεία του έχουν διεισδύσει μικροί θαλάσσιοι οργανισμοί του 18ου αιώνα. Οι ρομαντικοί Νεοϋορκέζοι της υπόθεσης ήδη φαντασιώνουν μία όμορφη σκούνα να διασχίζει τον ποταμό Χάντσον έχοντας για φόντο την Αγία Τριάδα, την ιστορική εκκλησία με τις 23 καμπάνες που κάποτε ήταν το υψηλότερο (86 μέτρα) κτίσμα του Μανχάταν.
Οι αρχαιολόγοι, από την πλευρά τους, ενδιαφέρονται περισσότερο να βεβαιωθούν ποια είναι η πλώρη και ποια η πρύμνη του σκάφους. Δηλώνουν σίγουροι ότι αυτό ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο του ανευρεθέντος και τώρα προσπαθούν να το ανασύρουν σκάβοντας προσεκτικά με τα χέρια, καθώς το ξύλο του είναι πολύ ευπαθές. Τα νέα της ανακάλυψης, συνδυασμένα με το ιστορικό και συναισθηματικό φορτίο της τοποθεσίας, ταξίδεψαν αστραπιαία σε όλη την πόλη.
Επί τόπου έσπευσαν ειδικοί, αρχαιολόγοι, επίσημοι, αξιωματούχοι κι άλλοι ένα σωρό. Όχι μόνο για αυτό καθ’ αυτό το εύρημα αλλά και επειδή το πλοίο – φάντασμα κινδύνευε γρήγορα να εξαφανισθεί: εγκαταλείποντας την μακραίωνη φωλιά του και εκτιθέμενο στις συνθήκες της ατμόσφαιρας, το ξύλο άρχισε γοργά να αποδομείται, είπε ο αρχαιολόγος Νταγκ Μακέι.