Γράφει ο Πέτρος Κουσουλός
Νέους πονοκεφάλους αναμένεται να προκαλέσει στο οικονομικό επιτελείο και την κυβέρνηση η απόφαση-σταθμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το ειδικό επίδομα που λαμβάνουν τα μέλη της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο έκανε δεκτή την αίτηση ανάκλησης στην κατάργηση του ειδικού επιδόματος των αποσπασμένων υπαλλήλων στην Αρχή (ενστόλων και πολιτικού προσωπικού). Η απόφαση αυτή αναμένεται να αποτελέσει θρυαλλίδα εξελίξεων καθώς ουσιαστικά ανοίγει το δρόμο για προσφυγές στη Δικαιοσύνη και για τα στελέχη άλλων Ανεξάρτητων Αρχών της χώρας, οι οποίοι αναμένεται να διεκδικήσουν την ανάκληση της κατάργησης της πρόσθετης αμοιβής που λάμβαναν βάσει της σχετικής υπουργικής απόφασης.
Μέχρι την ένταξή τους στο ενιαίο μισθολόγιο με το ν. 4042/2011 τα μέλη της Αρχής που προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη ελάμβαναν «το σύνολο των αποδοχών και επιδομάτων της οργανικής τους θέσης χωρίς να συνδέονται άμεσα με την ενεργό άσκηση των καθηκόντων τους, καθώς και πρόσθετες αμοιβές και τις πραγματοποιούμενες υπερωρίες». Ο νόμος του Μεσοπρόθεσμου ωστόσο που επανακαθόρισε τις μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη των υπαλλήλων προέβλεπε ότι όλες οι λοιπές παροχές πέραν της αποζημίωσης από την οργανική θέση του εκάστοτε υπαλλήλου καταργούνται.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο έκανε δεκτή την αίτηση ανάκλησης της κατάργησης του επιδόματος, κάνοντας λόγο για «εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς δεν εμπίπτει στις καταργούμενες παροχές του άρθρου 30 του ν. 4024/2011, αφού καταβάλλεται στο προσωπικό αυτό λόγω της απόσπασής του στο συγκεκριμένο φορέα και των ειδικών και με ιδιαίτερη βαρύτητα καθηκόντων του».
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης «οποιαδήποτε αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα οδηγούσε στο άτοπο αποτέλεσμα οι αποσπασμένοι στην Αρχή να λαμβάνουν μειωμένες αποδοχές σε σχέση με όσους κατέχουν την ίδια οργανική θέση και εξακολουθούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε αυτήν, καθόσον το εν λόγω προσωπικό, το οποίο προέρχεται και από φορείς που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του ν. 4024/2011 (Αρχηγείο ΕΛ.ΑΣ, Αρχηγείο Λιμενικού και ΤτΕ), δεν θα λαμβάνει οποιαδήποτε αμοιβή από την Αρχή για την άσκηση των ειδικής φύσης καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί, ενώ από την οργανική του θέση θα λαμβάνει τις αποδοχές και τα επιδόματα που δεν συνδέονται άμεσα με την ενεργό άσκηση των καθηκόντων του».
Άνοιξε ο «ασκός» του Αιόλου
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα μέλη της Ανεξάρτητης Αρχής στην οποία προΐσταται ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κ. Παναγιώτης Νικολούδης, λαμβάνουν 560 ευρώ μηνιαίως και 80 ή 160 ευρώ επιπρόσθετα σε περίπτωση που τοποθετηθούν σε διευθυντική θέση.
Το συγκεκριμένο «μπόνους» των μελών της Αρχής σταμάτησε μετά την εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου. Πληροφορίες του ereportaz.gr αναφέρουν ότι προκλήθηκαν αντιδράσεις οι οποίες έφτασαν μέχρι και τα αυτιά του κ. Νικολούδη. Έτσι λοιπόν αποφασίσθηκε η κατάθεση αιτήσεως ανάληψης η οποία έγινε δεκτή από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Πρόκειται για ακόμη μια απόφαση της Δικαιοσύνης που βάζει «πυρίτιδα» στους υπολογισμούς της ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών. Πριν από λίγο καιρό η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) με τις υπ’ αριθμ. 2192-2196/2014 αποφάσεις της δικαίωσε τους ένστολους όλων των Σωμάτων, εν ενεργεία και αποστράτους, για τις αναδρομικές μειώσεις των αποδοχών τους.
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ σχεδόν ομόφωνα, έκρινε ότι οι περικοπές των αποδοχών όλων των ένστολων και όλων των Σωμάτων που έγιναν αναδρομικά από την 1η Αυγούστου 2012 κατ’ επιταγή του νόμου 4093/2012 είναι αντισυνταγματικές. τις αποφάσεις της Ολομέλειας αναφέρεται ότι από τις συνταγματικές απαγορεύσεις και τους ειδικούς περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων τους που διέπονται οι ένστολοι, αλλά και από τις ιδιαιτέρες συνθήκες εργασίας, απορρέει εμμέσως μια ευνοϊκή μεταχείριση προς αυτούς και οι αποδοχές των ένστολων πρέπει «να επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους για το κράτος».
Ακόμη, αναφέρεται στις δικαστικές αποφάσεις ότι από τις επιταγές των άρθρων 23, 29 και 45 του Συντάγματος απορρέει η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των ένστολων.
Εξάλλου, αναφέρουν οι δικαστές ότι το κράτος μπορεί να προβεί σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων των ένστολων, όμως η μείωση αυτή δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχει προηγουμένως εκτιμηθεί το δημοσιονομικό όφελος, σε σχέση με τις επιπτώσεις που η μείωση αυτή να έχει στην λειτουργία των ενόπλων αυτών Σωμάτων, καθώς και αν η μείωση είναι αναγκαία ή θα μπορούσε να αναπληρωθεί με άλλα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων.
Σε άλλο σημείο των αποφάσεων αναφέρεται ότι οι περικοπές που επιβλήθηκαν με τον επίμαχο μνημονιακό νόμο, υπερβαίνουν «το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη».
Δείτε μέρος της απόφασης: