Ο συνοδηγός που γνωρίζει ότι ο οδηγός είναι μεθυσμένος και παρ΄ όλα αυτά δέχεται να επιβιβαστεί, είναι συνυπαίτιος κατά 30% σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, αποφάνθηκε ο Άρειος Πάγος.
Κατ΄ αρχάς, οι αρεοπαγίτες ξεκαθάρισαν ότι από τη ασφαλιστική κάλυψη εξαιρούνται οι οδηγοί που τελούν υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών.
Σύμφωνα με τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) ο οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν το ποσοστό του οινοπνεύματος στον οργανισμό του είναι από 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος και άνω (0,50 gr/1) μετρούμενο με την μέθοδο της αιμοληψίας ή 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και άνω, στις περιπτώσεις που η μέτρηση γίνεται με συσκευή αλκοολομέτρου.
Η μη ασφαλιστική κάλυψη του οδηγού λόγω μέθης, δεν απαλλάσσει ωστόσο την ασφαλτική εταιρεία από την υποχρέωση να αποζημιώσει τους ζημιωθέντες τρίτους και να αξιώσει στην συνέχεια το ποσό που θα καταβάλει από τον οδηγό.
Στην προκειμένη περίπτωση παρέα τεσσάρων ατόμων μετά από φαγητό και την κατανάλωση οινοπνεύματος (κρασί) μπήκαν σε αυτοκίνητο για να μεταβούν στην Σητεία της Κρήτης.
Στο 16ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Αγίου Νικολάου – Σητείας λίγο πριν την γέφυρα Φρουζή ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και εισήλθε στο αυλάκι των ομβρίων υδάτων στα δεξιά του ρεύματος της πορείας του.
Αφού προσέκρουσε με δύναμη στο σιδερένιο προστατευτικό κιγκλίδωμα, έκανε πλήρη περιστροφή γύρω από τον άξονα του και κατέληξε στο οδόστρωμα με το εμπρόσθιο τμήμα αυτού προς Σητεία.
Η περιστροφή του οχήματος οφείλεται στην πρόσκρουση του με μεγάλη ταχύτητα σε σταθερό σημείο και συγκεκριμένα στο τσιμεντένιο έρεισμα του προστατευτικού κιγκλιδώματος.
Αποτέλεσμα της πρόσκρουσης, πλέον των υλικών ζημιών, υπήρξε ο τραυματισμός του συνοδηγού ο οποίος υπέστη κακώσεις στο θώρακα και την κοιλιά. Οι κακώσεις αυτές προκάλεσαν εσωτερική αιμορραγία και εξ αιτίας αυτής επήλθε ο θάνατος του.
Όπως αναφέρει η απόφαση του Αρείου Πάγου από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι «ο θανών, γνώριζε ότι ο οδηγός είχε καταναλώσει οινόπνευμα, ενώ επίσης μπορούσε να γνωρίζει ότι εξ αυτού του λόγου είχε πλέον μειωμένη ικανότητα για οδήγηση».
Έτσι, το γεγονός ότι παρά ταύτα ο συνοδηγός δέχθηκε να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο και να μεταφερθεί από τον οδηγό, «θεμελιώνει συντρέχον πταίσμα».
Κατά συνέπεια, «το ποσοστό συνυπαιτιότητας του θανόντος συνοδηγού στη ζημία που υπέστη εξαιτίας του ατυχήματος λόγω αυτοδιακινδυνεύσεως, πρέπει να προσδιορισθεί σε 30%».
Οι συγγενείς του συνοδηγού διεκδίκησαν την καταβολή αποζημίωσης για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν και τα έξοδα κηδείας του άτυχου συνοδηγού, αλλά κρίθηκε ότι η αποζημίωση πρέπει να είναι μειωμένη κατά 30%.