Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Αποφασιστικό ρόλο για την επιλογή της ηγεσίας τους ζητούν οι δικαστές

Με υπόμνημα που απέστειλε  στη Βουλή  η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων διεκδικεί ενισχυμένο ρόλο των δικαστών στην επιλογή των προσώπων που θα επιλέγονται από την εκάστοτε κυβέρνηση για να καλύψουν τις ηγετικές θέσεις της Δικαιοσύνης.

Ειδικότερα η Ένωση απέστειλε υπόμνημα  με τις θέσεις της  επί του  σχεδίου νόμου «Εκσυγχρονισμός θεσμικού πλαισίου για το ενέχυρο και σύσταση Ενιαίου Ηλεκτρονικού Μητρώου Ενεχύρων επί κινητών, απαιτήσεων και άλλων δικαιωμάτων και άλλες διατάξεις»

Συγκεκριμένα στο υπόμνημα τους αναφέρουν:

«Αναφορικά με το άρθρο 27 του νομοσχεδίου που αφορά στην προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 59παρ.3 ν.4938/2022 για την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης:

Με την προτεινόμενη ρύθμιση θεσπίζεται η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στη διαδικασία επιλογής του/της Προέδρου, του/της Εισαγγελέως και των αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου. Πρόκειται αναμφίβολα για μια ρύθμιση που κινείται σε θετική κατεύθυνση και αποτελεί ένα σημαντικό βήμα, προς άρση της έως τώρα παντελούς απουσίας οποιασδήποτε συμμετοχής του δικαστικού Σώματος στην επιλογή της ηγεσίας του, που δικαίως είχε επικριθεί από ευρωπαϊκά όργανα (GRECO, Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το Κράτος Δικαίου, Επιτροπή Υπουργών Συμβουλίου της Ευρώπης)  ως προβληματική για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και αποτελεί διαχρονικό αίτημα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Έχουν ωριμάσει πια οι συνθήκες για να μην αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της εκτελεστικής εξουσίας η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Οι δικαστές και εισαγγελείς δικαιούνται να έχουν λόγο στην επιλογή της φυσικής ηγεσίας τους, γνωρίζοντας καλύτερα την αξιοσύνη, τα επιστημονικά προσόντα, την διαδρομή του κάθε υποψηφίου συναδέλφου τους. Στο πλαίσιο αυτό η Ένωσή μας καταρχήν χαιρετίζει την πρωτοβουλία του νομοσχεδίου και προσβλέπει στην ουσιαστικότερη συμμετοχή του Δικαστικού Σώματος στη διαδικασία. Περαιτέρω οφείλει με τις παρατηρήσεις της να επισημάνει ότι ο τρόπος με τον οποίο εισάγεται η συγκεκριμένη ρύθμιση μπορεί να οδηγήσει ευχερώς στην ουσιαστική αυτοαναίρεσή της και  για τον λόγο αυτό προτείνονται τροποποιήσεις με στόχο τον ασφαλέστερο και αποτελεσματικό τρόπο λειτουργίας της νέας διαδικασίας.

Ειδικότερα:

Η προτεινόμενη ρύθμιση αναθέτει στις Ολομέλειες των Ανώτατων Δικαστηρίων την αρμοδιότητα έκφρασης γνώμης μέσω μυστικής ψηφοφορίας της Ολομέλειας του ΑΠ και της Ολομέλειας της Εισαγγελίας του ΑΠγια την προεπιλογή των δικαστικών λειτουργών που θα καλύψουν τις θέσεις του Προέδρου, του Εισαγγελέα και των αντιπροέδρων του ΑΠ.

Ωστόσο:

1ον) Η γνώμη δεν είναι δεσμευτική για κανένα όργανο από αυτά που εμπλέκονται στη διαδικασία επιλογής, ήτοι τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, τον Υπουργό Δικαιοσύνης και το Υπουργικό Συμβούλιο. Σκοπός της συμμετοχής του Δικαστικού Σώματος στην επιλογή ηγεσίας δεν είναι απλά να νομιμοποιεί δια της παρουσίας του τη διαδικασία αλλά να επιδρά ουσιαστικά και ωφέλιμα σε αυτή. Θεωρούμε ότι η δεσμευτικότητα της διαδικασίας προεπιλογής από το Δικαστικό Σώμα, που αποτελεί πάγιο αίτημα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, δεν προσκρούει με κανένα τρόπο στο άρθρο 90παρ.5 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «Οι προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και αντιπροέδρου του….Αρείου Πάγου…ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου, όπως νόμος ορίζει…Η προαγωγή στη θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ενεργείται με όμοιο διάταγμα με επιλογή μεταξύ των μελών Αρείου Πάγου και των αντεισαγγελέων του, όπως νόμος ορίζει». Η μείωση της «δεξαμενής» επιλογής των υποψηφίων, μέσω της δεσμευτικής προεπιλογής από το Δικαστικό Σώμα, υπηρετεί ταυτόχρονα και τον συνταγματικό κανόνα ότι η τελική κρίση ανήκει στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο θα έχει ενώπιόν του εκείνον τον αριθμό υποψηφίων που θα προκύπτει από τη διαδικασία προεπιλογής αλλά και την ανάγκη ουσιαστικής συμμετοχής των δικαστών και εισαγγελέων στη διαδικασία. Στην κατεύθυνση αυτή, παράλληλα με την πρόβλεψη περί δεσμευτικότητας, θα πρέπει να υιοθετηθεί και τροποποίηση της ρύθμισης, ώστε το αποτέλεσμα της γνωμοδότησης των Ανωτάτων Δικαστηρίων να μην αναφέρεται μόνο στον υποψήφιο που συγκέντρωσε τις περισσότερες ψήφους αλλά τουλάχιστον στους τρεις επικρατέστερους που θα επιλεγούν μέσα από τη μυστική ψηφοφορία. Με τον τρόπο αυτό αίρονται οι ενδεχόμενοι προβληματισμοί περί της συμβατότητας της δεσμευτικότητας της προεπιλογής με την διακριτική ευχέρεια του Υπουργικού Συμβουλίου, εφόσον αυτή η διακριτική ευχέρεια συνεχίζει να υπάρχει μεταξύ περισσότερων επιλογών.

Ακολούθως προτείνεται: η διαδικασία προεπιλογής από το Δικαστικό Σώμα να έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Τα αποτελέσματα της μυστικής ψηφοφορίας που θα διαβιβάζονται στον αρμόδιο Υπουργό, να αφορούν όχι μόνο έναν, αλλά τουλάχιστον τους 3 επικρατέστερους υποψηφίους, που προκύπτουν από μυστική ψηφοφορία.

2ον) Η γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακυρώνεται από τη θέσπιση γνωμοδότησης της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής. Η επιλογή να υφίσταται στάδιο γνωμοδότησης από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής ουσιαστικά εκμηδενίζει εκ προοιμίου την επιδραστικότητα της γνωμοδότησης των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Εφόσον η εκτελεστική εξουσία διαθέτει από το Σύνταγμα την ευχέρεια της τελικής επιλογής, δεν υπάρχει κανένας λόγος να υφίσταται στάδιο γνωμοδότησης από ένα όργανο του οποίου η συμμετοχή –  παρόλο που δεν απαγορεύεται – δεν προβλέπεται ως αναγκαία στο Σύνταγμα. Σημειώνεται δε ότι το συγκεκριμένο όργανο, λόγω της υπαγωγής των βουλευτών στην αρχή της δεδηλωμένης, επιστρέφει εκ προοιμίου την εξουσία της επιλογής στην κυβέρνηση, απομακρύνοντας κατά πολύ τη δυνατότητα να ληφθεί ουσιαστικά υπόψη η γνώμη του Δικαστικού Σώματος για τη διαμόρφωση της τελικής επιλογής. Όμως ανάγκη ενίσχυσης δεν έχει η παρουσία της εκτελεστικής εξουσίας στη διαδικασία, η οποία είναι εξασφαλισμένη, αλλά της δικαστικής, που είναι αποκλεισμένη. Η συνύπαρξη των δύο οργάνων, εξουδετερώνει τη γνωμοδότηση του δικαστικού οργάνου και ως εκ τούτου θα πρέπει να θεωρηθεί ότι τελούν σε αλληλοαποκλεισμό.

Ακολούθως, προτείνουμε το στάδιο της γνωμοδότησης της Διάσκεψης των Προέδρων να απαλειφθεί πλήρως από την εισαγόμενη ρύθμιση.

Επικουρικά, εφόσον δεν γίνει δεκτή η κύρια πρότασή μας, επισημαίνουμε ότι με την προτεινόμενη ρύθμιση εγείρεται παράλληλα και ζήτημα ισότητας μεταξύ της αξίας της γνωμοδότησης των δύο οργάνων, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δύο γνωμοδοτήσεις (των Ολομελειών και της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής) δεν λειτουργούν παράλληλα και ισότιμα, αλλά ως στάδια. Η δε επικαλούμενη αιτιολογία που αναφέρεται στην Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης του νομοσχεδίου (σ.33) ότι η επιλογή των σταδίων γίνεται «προς διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και του ανεπηρέαστου της γνώμης των δικαστών», δεν είναι πειστική καθώς το ανεπηρέαστο της γνώμης αφενός θωρακίζεται μέσω της μυστικότητας της ψήφου των μελών των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Ταυτόχρονα, στην παραπάνω αιτιολογία υπολαμβάνεται εσφαλμένα ότι οι δύο διαδικασίες δεν μπορούν να λειτουργήσουν παράλληλα.

Εφόσον, λοιπόν, προκριθεί το σύστημα των σταδίων, προτείνουμε η γνωμοδότηση των Ολομελειών των Δικαστηρίων να αναπτύσσει δεσμευτικότητα τουλάχιστον για τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής. Σε αντίθετη περίπτωση εφόσον δεν προκριθεί καμίας μορφής δεσμευτικότητα, προτείνουμε εναλλακτικά την παράλληλη λειτουργία των δύο διαδικασιών, τα αποτελέσματα των οποίων θα πρέπει να διαβιβάζονται στον αρμόδιο Υπουργό ταυτόχρονα.

3ον) Η γνωμοδότηση γίνεται με ψηφοφορία μόνο μεταξύ των μελών των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Η επιλογή του οργάνου που θα έχει την αρμοδιότητα να προτείνει τους υποψηφίους (Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή το σύνολο του Δικαστικού Σώματος άμεσα ή μέσω των Δικαστικών Ενώσεων ή συνδυασμός των παραπάνω επιλογών), είναι βέβαιο ότι πρόκειται να απασχολήσει πολύ τη διαφαινόμενη συζήτηση η οποία θα ανοίξει σε περίπτωση εκκίνησης διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος. Επ’ αυτής, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων επιφυλάσσεται να τοποθετηθεί ολοκληρωμένα, στο πλαίσιο χάραξης των αναγκαίων τομών, που σχετίζονται με τον Καταστατικό Χάρτη της χώρας.

4ον) Τέλος, στην προτεινόμενη ρύθμιση φαίνεται να θεσπίζεται διαφορετική διαδικασία λήψης γνωμοδότησης από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και από την Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Ενόψει της περιγραφόμενης διαδικασίας στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με τη συμμετοχή και του Εισαγγελέα και των Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, η διενέργεια δύο χωριστών διαδικασιών και δύο χωριστών γνωμοδοτήσεων δε φαίνεται αναγκαία.

Ακολούθως προτείνεται η απαλοιφή του εδαφίου «Ειδικότερα για την προαγωγή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ζητείται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και η γνώμη της Ολομέλειας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλογικά, όσων ορίζονται στα προηγούμενα εδάφια».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Πάτρα: Πλήρης κάλυψη Τσαντίρη σε Τσάκωνα για εκδορές

Θεσσαλονίκη: Καταδίκη παιδιάτρου για τον θάνατο από αμέλεια 4χρονου αγοριού

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ