Τμήμα πόλης του 14ου-12ου αιώνα π.Χ., σε τοποθεσία κοντά στον διεθνή αερολιμένα της Λάρνακας, έφεραν στο φως οι… ανασκαφές του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ (University of Gothenburg) της Σουηδίας.
Σύμφωνα με το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου εκτιμάται ότι η πόλη είχε μέγεθος μεταξύ 25 και 50 εκταρίων και οι απαρχές της ανάγονται στον 16ο αι. π.Χ. Στις αρχές του 12ου αι. π.Χ. η πόλη καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε χωρίς να κατοικηθεί εκ νέου. Μέχρι στιγμής μόνο ένα μικρό της τμήμα έχει ανασκαφεί. Η ανακάλυψη του νέου αυτού τμήματος οφείλεται στη χρήση εξειδικευμένου υπεδάφιου ραντάρ, που χρησιμοποιήθηκε μέσα στα πλαίσια συνεργασίας μεταξύ του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ και του Πανεπιστημίου της Βιέννης.Οι αρχαιολόγοι εντόπισαν μια θέση παραγωγής χαλκού, όπου σημειώθηκαν μεταλλεύματα χαλκού και εκατοντάδες κιλά σκουριάς χαλκού.
Επίσης, βρέθηκε αριθμός πήλινων φυσητήρων, με τους οποίους φυσούσαν αέρα μέσα στα καμίνια για να ανεβάσουν τη θερμοκρασία του μεταλλεύματος για να απομονωθεί ο χαλκός. Το μετάλλευμα και οι σκουριές αποθηκεύονταν μέσα σε βαθιούς λάκκους, προτού τοποθετηθούν μέσα στα καμίνια. Φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της κατασκευής των λάκκων αυτών οι αρχαίοι εντόπισαν τυχαία έναν τάφο τον οποίο καθάρισαν απομακρύνοντας τα ανθρώπινα οστά και τα κτερίσματα.Οι ανασκαφές αποκάλυψαν αντικείμενα, τα οποία δεν είχαν απομακρυνθεί, όπως πήλινα αγγεία, χάλκινα αντικείμενα και δύο σφραγιδοκύλινδρους με εγχάρακτες παραστάσεις (η μια παράσταση παρουσιάζει τρείς πολεμιστές και η άλλη έναν πολεμιστή/κυνηγό με ελάφι και δέντρο). Η κεραμική φανερώνει ότι ο τάφος αυτός είχε δημιουργηθεί 100-200 χρόνια πριν βρεθεί από τους κατοίκους του 14ου ή 13ου αιώνα π.Χ.Δίπλα από τη θέση παραγωγής χαλκού αποκαλύφθηκε οικιστικό τμήμα της πόλης με σημαντικά ευρήματα, όπως υψηλής ποιότητας Μυκηναϊκή κεραμική εισηγμένη από τη Στερεά Ελλάδα αλλά και τα νησιά του Αιγαίου. Επίσης, βρέθηκαν και αρκετά αγγεία εισηγμένα από την ανατολική Μεσόγειο.
Κοντά στη θέση παραγωγής χαλκού ανασκάφηκε δωμάτιο, που περιείχε μεγάλα αγγεία γεμάτα κοχύλια Murex τα οποία χρησιμοποιούνταν ως πηγή μωβ βαφής. Τα κοχύλια, μαζί με άλλα αντικείμενα, που σχετίζονται με την υφαντική τέχνη (σφοντύλια και υφαντικά βαρίδια), φανερώνουν ότι στη θέση αυτή κατασκευαζόταν ένα από τα ακριβότερα προϊόντα της Εποχής του Χαλκού: τα μωβ υφάσματα.
Κάποιες δοκιμαστικές τομές που ανοίχθηκαν περίπου 50 μέτρα στα δυτικά της θέσης παραγωγής χαλκού έφεραν στο φως λιθόστρωτο δρόμο πλάτους 10 μέτρων που χωρίζει το τμήμα της πόλης που σχετίζεται με την παραγωγή χαλκού από κάποιο άλλο τμήμα. Οι πρώτες ενδείξεις από τις τομές αυτές δείχνουν ότι το υλικό από την περιοχή αυτή είναι πρωιμότερο και πιθανόν να ανήκει στον 14ο αι. πΧ.Σύμφωνα με το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου, στην αρχαιότητα ο χαλκός εξαγόταν από το νησί στην Ελλάδα και βορειοδυτικά στη σημερινή δυτική Ευρώπη, αλλά και στην ανατολική Μεσόγειο, στην Ανατολία και στην Αίγυπτο.
Το ψηλό βιοτικό επίπεδο των Κυπρίων της Εποχής του Χαλκού δεν οφειλόταν μόνο στον χαλκό αλλά και στην εξαγωγή υψηλής ποιότητας κυπριακής κεραμικής και μωβ υφασμάτων. Οι Κύπριοι εισήγαγαν χρυσάφι, ασήμι, μόλυβδο και έργα τέχνης κυρίως από την Ελλάδα, την Αίγυπτο και την ανατολική Μεσόγειο. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις για την εισαγωγή στην Κύπρο παστού ψαριού από το Νείλο στην Αίγυπτο.
Πηγή: AΠΕ-ΜΠΕ