Έχουν περάσει τρεις εβδομάδες, από το δημοσίευμα της 28ης/8/2022 στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ», με το οποίο ήρθαν στο φως της δημοσιότητας απόρρητα έγγραφα της ΕΥΠ, από τα οποία προκύπτει η σύνδεση υψηλόβαθμων τότε κυβερνητικών στελεχών με το τεράστιο σκάνδαλο του Ναυαγίου της Ζακύνθου, όπου φερόμενα ως πλαστά και παραποιημένα έγγραφα χρησιμοποιήθηκαν για τη σκανδαλώδη πώληση 15.000 στρεμμάτων από το φιλέτο της Ζακύνθου στην εταιρεία συμφερόντων του εμίρη του Κατάρ, PIMANA S.A. Στο δημοσίευμα της 28ης/8/2022 η «Μ» αποκάλυψε τα βασικότερα συμπεράσματα από απόρρητα έγγραφα της ΕΥΠ, τα οποία και υποδηλώνουν έως αποδεικνύουν ένα τεράστιο, καλοστημένο σκάνδαλο εις βάρος της νήσου της Ζακύνθου και των κατοίκων αυτής, άρα σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος, και τα όσα έγιναν με αδιαφανή τρόπο για να «πουληθεί» σε καταριανά συμφέροντα έκταση στο μοναδικής ομορφιάς Ναυάγιο της Ζακύνθου.
Απόπειρα σύλληψης των δημοσιογράφων, αλλά σιωπή για την ταμπακιέρα της υπόθεσης
Συνομιλίες
Τα κυριότερα σημεία των απόρρητων εγγράφων της ΕΥΠ, τα οποία έπρεπε να τεθούν υπόψη του αναγνωστικού κοινού, ώστε να γνωρίζει τι ακριβώς είχε συμβεί στην υπόθεση της Ζακύνθου, ήταν τα ακόλουθα: ΕΥΠ
Α.] «Στις 22/1/2016 ο κ. Σαγιάς συνομιλεί με στέλεχος της εταιρείας ΠΙΜΑΝΑ. Αναφέρονται σε ένα χαρτί που είχε σταλεί ανυπόγραφο σε συνεργάτη του τότε υπουργού Άμυνας. Ο Σαγιάς επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η συγκεκριμένη ενέργεια βλάπτει την υπόθεση και την ιστορία της εταιρείας, ενώ ισχυρίζεται ότι πλαστογραφήθηκε και η υπογραφή του!». Από την συγκεκριμένη συνομιλία, όπως προκύπτει από την απόρρητη έκθεση της ΕΥΠ, φαίνεται αφενός μεν η σχέση του πρώην γενικού γραμματέα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ κ. Σαγιά με στέλεχος της αγοράστριας εταιρείας PIMANA S.A. και αφετέρου η παραδοχή του κ. Σαγιά ότι είχε γίνει πλαστογράφηση της υπογραφής του, γεγονός που δεν προκύπτει να έχει καταγγείλει δημοσίως ή να έχει αναφέρει στην Εισαγγελική Αρχή. ΕΥΠ
Β.] «Στη συνέχεια καταγράφεται συνομιλία του Στέργιου Πιτσιόρλα με τον Κώστα Καστρινάκη της συμβουλευτικής εταιρείας ΚΑΝΤΩΡ. Μεταξύ άλλων ο Καστρινάκης αναφέρει ότι πήραν τον φάκελο από τον τότε Οικονομικό Εισαγγελέα Γαληνό Μπρη, ‘‘και μέσα βρήκαμε πλαστογραφημένα και παραποιημένα έγγραφα και ψάχνουμε να βρούμε πώς πήγαν εκεί…’’».
Η συγκεκριμένη συνομιλία είναι επίσης μείζονος σημασίας, διότι καταγράφει τον προβληματισμό των ως άνω αναφερομένων προσώπων για τον τρόπο με τον οποίο είχαν βρεθεί εντός της δικογραφίας πλαστογραφημένα και παραποιημένα έγγραφα. Αξιοσημείωτο είναι και ότι οι ως άνω αναφερόμενοι ήταν γνώστες της δικογραφίας και του πλαστού χαρακτήρα εγγράφων εντός αυτής.
Γ.] «Στις 22/1/2016 ο κοριός της ΕΥΠ πιάνει και τη συνομιλία μεταξύ Σπύρου Σαγιά και Στέργιου Πιτσιόρλα. Ο Σαγιάς ακούγεται λάβρος κατά του Πιτσιόρλα καθώς τον κατηγορεί ότι σύστησε στην εταιρεία δικηγόρο απατεώνα! Ακούγεται να του λέει ότι ένα στέλεχος της ΠΙΜΑΝΑ του είπε ότι εκείνος (σ.σ. ο Πιτσιόρλας) τους σύστησε τον δικηγόρο γιατί είχε «πανικοβληθεί ότι θα πάμε φυλακή». Από τη συγκεκριμένη συνομιλία προκύπτει η σύνδεση του τότε επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ με την αγοράστρια εταιρεία συμφερόντων του εμίρη του Κατάρ, διασύνδεση που φτάνει στο σημείο ο επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ να της συστήνει δικηγόρο που θα χειριστεί την υπόθεση.
Επίσης προκύπτει και ο πανικός αλλά και ο φόβος του τότε επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ κ. Πιτσιόρλα, μην καταλήξει (μαζί με άλλους;) στη φυλακή.
Γιατί άραγε ο τότε επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ να εμφορείται από τέτοιον φόβο;
Άραγε ο φόβος πιθανής φυλάκισης δεν είναι δηλωτικός της ύπαρξης σκανδάλου και παράνομων ενεργειών, για την αναζήτηση των οποίων από τους πραγματικά υπευθύνους θα έπρεπε να σπεύσει η Δικαιοσύνη, αντί να κυνηγάει και να εκφοβίζει τον δημοσιογράφο που τις έβγαλε στο φως;
Δ.] «Στη συνέχεια ακούγονται και άλλα ωραία, όπως ότι οι δύο πρώην κυβερνητικοί «προσπαθούν να σώσουν την υπόθεση δουλεύοντας χωρίς να πληρώνονται σε μεγάλο βαθμό, με την ελπίδα να πληρωθούν εάν τελειώσει», και ότι «τώρα βρίσκονται ενώπιον μιας κατάστασης πλαστογραφίας και παραποίησης εγγράφων η οποία είναι εναντίον όλης της υπόθεσης». Και αυτό γιατί όπως εξηγεί ο ένας στον άλλον, «το υπόμνημα που κατέθεσε ο… (αναφέρουν το όνομα του ποινικολόγου) παραδέχεται ότι υπάρχει πρόβλημα και η κυριότητα δεν ανήκει στον πωλητή…».
Η συγκεκριμένη συνομιλία, όπως προκύπτει από την απόρρητη έκθεση της ΕΥΠ, είναι από τις σημαντικότερες, καθώς από αυτή προκύπτει για ακόμη μία φορά αφενός η ύπαρξη και η χρήση παραποιημένων και πλαστογραφημένων έγγραφων στην επίδικη σκανδαλώδη υπόθεση, αφετέρου συνομολόγηση ότι η κυριότητα της τεράστιας έκτασης δεν ανήκε ποτέ στον φερόμενο ιδιοκτήτη της, Ιωάννη Χάρο, ενώ επίσης προκύπτει και η δυσφορία των τότε κυβερνητικών στελεχών για το ότι η υπόθεση δεν «στρώνει».
Επομένως προκύπτει ανάγλυφα η γνώση των παραπάνω πρώην κυβερνητικών στελεχών επί της σκανδαλώδους πώλησης του ομορφότερου σημείου του νησιού, με χρήση πλαστών και παραποιημένων εγγράφων, αλλά και η ενεργός συμμετοχή τους στον χειρισμό της νομικής υπόθεσης.
Ε.] «Στις 31 Ιανουαρίου 2016 καταγράφεται ακόμη μία συνομιλία μεταξύ ενός εμπλεκόμενου τοπογράφου με τον πρώην υφυπουργό. Ο τοπογράφος εξομολογείται στον κ. Πιτσιόρλα ότι όταν βλέπει τις ποινές ‘‘του έρχεται να πεθάνει’’. Παράλληλα διατυπώνει παράπονο (!) ότι δεν έχει βρει ακόμη δικηγόρο. Ο υφυπουργός ακούγεται καθησυχαστικός καθώς του απαντά ότι ‘‘κάνουν μια πολύ μεγάλη προσπάθεια να μπει ο φάκελος στο αρχείο από την Εισαγγελία!’’. Κοινώς το πρώην κυβερνητικό στέλεχος ομολογεί -και μάλιστα στο τηλέφωνο, αδιαφορώντας για το ποιοι τον παρακολουθούν ή όχι- ότι σημειώνονται εξωθεσμικές παρεμβάσεις στους οικονομικούς εισαγγελείς προκειμένου εκείνοι να μην ασκήσουν διώξεις!».
Η ύπαρξη σκανδάλου αναδεικνύεται ανάγλυφα και από τη συγκεκριμένη συνομιλία, καθώς πέραν του ότι για άλλη μία φορά επιβεβαιώνεται η ενεργός γνώση και συμμετοχή του τότε επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ στον χειρισμό της υπόθεσης, επίσης αποκαλύπτεται και προσπάθεια σε γνώση του τότε επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ να μπει η υπόθεση στο αρχείο.
Τα καυτά ερωτήματα που προκύπτουν από το υλικό της ΕΥΠ
Η ΎΠΑΡΞΗ σκανδάλου αναδεικνύεται ανάγλυφα και από τη συγκεκριμένη συνομιλία, καθώς πέραν του ότι για άλλη μία φορά επιβεβαιώνεται η ενεργός γνώση και συμμετοχή του τότε επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ στον χειρισμό της υπόθεσης, επίσης αποκαλύπτεται και προσπάθεια σε γνώση του τότε επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ να μπει η υπόθεση στο αρχείο
Σκάνδαλο
Από μια παράθεση λοιπόν των κυριότερων συμπερασμάτων που προκύπτουν από την απόρρητη έκθεση της ΕΥΠ προκύπτει η ύπαρξη ενός τεράστιου σκανδάλου, εις βάρος της Ζακύνθου, των κατοίκων αυτής, αλλά και εις βάρος των πραγματικών ιδιοκτητών της επίδικης έκτασης. Γίνεται παραδοχή για την ύπαρξη πλαστών και παραποιημένων εγγράφων, για παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, για προσπάθεια αρχειοθέτησης της υπόθεσης, μέχρι και για ενεργό ανάμειξη κυβερνητικών αξιωματούχων. Άραγε όλες αυτές οι μεθοδεύσεις δεν αφορούν την κοινή γνώμη; Δεν έπρεπε ο κόσμος της Ζακύνθου να ενημερωθεί για τον τρόπο με τον οποίο θα πωλείτο με πλαστά και παραποιημένα χαρτιά το φιλέτο της Ζακύνθου και δη εν γνώσει και με συμμετοχή θεσμικών φορέων;
Ερωτήματα
Γιατί, άραγε, δεν αντέδρασε σε όλα αυτά ο κ. Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ισίδωρος Ντογιάκος, όπως οφείλει κατά τον νόμο;
Πώς αντιμετωπίζει ο κ. Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ισίδωρος Ντογιάκος, αυτές τις πράξεις παρεμβάσεων στη Δικαιοσύνη και απόπειρας αρχειοθέτησης ποινικών δικογραφιών με δημόσιο ενδιαφέρον και διακύβευμα;
Υπήρξαν άραγε και γι’ αυτά τα σκανδαλώδη που βγήκαν στη φόρα και θίγουν το κύρος της Δικαιοσύνης, αφού αποκαλύπτουν πράξεις επηρεασμού των λειτουργών αυτής και καθοδήγησής τους για αρχειοθέτηση ποινικών ευθυνών, γρήγορα αντανακλαστικά του κ. Ισίδωρου Ντογιάκου, όπως αυτά που επέδειξε εις βάρος του δημοσιογράφου που αποκάλυψε αυτές τις μεμπτές παρεμβάσεις στους κόλπους της Δικαιοσύνης; Τι έκανε ο κ. Ντογιάκος για να προστατεύσει και να διαφυλάξει το κύρος του θεσμού της Δικαιοσύνης;
Η απάντηση είναι μία: προσπάθησε να τον φιμώσει, να τον εκφοβίσει, να τον τρομοκρατήσει. Να μην πει και άλλα…
Θα περίμενε πράγματι κανείς ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κ. Ντογιάκος, να έχει ήδη ζητήσει τη διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας για τη διαλεύκανση της υπόθεσης της Ζακύνθου και την εξακρίβωση της αλήθειας των όσων προκύπτουν από τα απόρρητα έγγραφα της ΕΥΠ.
Θα περίμενε επίσης να έχει καλέσει τον εκδότη της «Μ» και δημοσιογράφο Πέτρο Κουσουλό για να τον ενημερώσει με όσες πληροφορίες έχει, ώστε να συμβάλει στη διαλεύκανση της υπόθεσης και στην ανάδειξη της αλήθειας.
Παρ’ όλα αυτά μέχρι και σήμερα τίποτα τέτοιο δεν έχει συμβεί και η αδράνεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου έχει προκαλέσει τη δικαιολογημένη απορία της κοινής γνώμης.
Άραγε δεν προβληματίζει τον κ. Ντογιάκο η σύνδεση τότε κυβερνητικών αξιωματούχων σε αυτό το τεράστιο οικονομικό, και όχι μόνο, σκάνδαλο;
Δεν απασχολεί τον κ. Ντογιάκο ότι στήθηκε μια ιστορία για το ξεπούλημα του ομορφότερου σημείου του νησιού, με παραποιημένα και πλαστογραφημένα έγγραφα;
Δεν προβληματίζει τον κ. Ντογιάκο πως εν γνώσει τότε κυβερνητικών αξιωματούχων γίνονται προσπάθειες για να αρχειοθετηθούν υποθέσεις με τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό ενδιαφέρον, όπως αυτή του Ναυαγίου της Ζακύνθου;
Αν λοιπόν όλα τα ανωτέρω αφήνουν αδιάφορο τον κ. Ντογιάκο, τότε ποιος άραγε είναι καθ’ ύλην αρμόδιος για να διατάξει θεσμικά τη διερεύνηση της υπόθεσης;
Ποιος είναι αρμόδιος να διαφυλάξει το κύρος της Δικαιοσύνης;
Ποιος θα αποκαταστήσει επιτέλους το κύρος της χώρας;
Σύλληψη
Αντί όμως όλων αυτών, των ευλόγως αναμενόμενων, αυτό που έσπευσε να κάνει η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου με εντολή Ντογιάκου ήταν το απόγευμα της 28ης/8/2022, μόλις λίγες ώρες μετά το δημοσίευμα, να δώσει εντολή κατεπείγουσας προκαταρκτικής εξέτασης προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών για διερεύνηση πιθανής τέλεσης της αξιόποινης πράξης της «Παραβίασης Υπηρεσιακού Απορρήτου», επειδή η «Μ» έφερε στο φως της δημοσιότητας τις συνομιλίες από την απόρρητη έκθεση της ΕΥΠ.
Στο πλαίσιο, δε, της ανωτέρω εισαγγελικής εντολής εκδόθηκε και ένταλμα σύλληψης εις βάρος του εκδότη της εφημερίδας, με αποτέλεσμα αστυνομικοί να τον αναζητούν προκειμένου να τον συλλάβουν τόσο στα γραφεία της εφημερίδας όσο και στο σπίτι του, όπως οι ίδιοι αναφέρουν στις καταθέσεις τους.
Μάλιστα στη σχετική εντολή του κ. Ντογιάκου, ο τελευταίος αναφέρει πως από τις πληροφορίες και τα έγγραφα που περιήλθαν σε γνώση του αναγνωστικού κοινού με το δημοσίευμα, υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης βλάβης των εθνικών συμφερόντων του Ελληνικού Κράτους.
Αλήθεια, κ. Ντογιάκο, πώς ακριβώς βλάπτονται τα συμφέροντα του Ελληνικού Κράτους από τη δημοσίευση των συγκεκριμένων συνομιλιών;
Δεν οφείλουν οι κάτοικοι της Ζακύνθου να γνωρίζουν πώς έγινε η απάτη στο νησί τους;
Δεν απασχολεί την κοινή γνώμη η εμπλοκή κυβερνητικών αξιωματούχων σε τεράστια σκάνδαλα;
Δεν πρέπει να γνωρίζει το αναγνωστικό κοινό για τις παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, που φτάνουν μέχρι και στο σημείο να γίνονται προσπάθειες αρχειοθέτησης υποθέσεων;
Αν όλες αυτές οι αποκαλύψεις θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα του Ελληνικού Κράτους, τότε τι ακριβώς πρέπει να κάνουν οι δημοσιογράφοι για να προστατεύσουν το Ελληνικό Κράτος, κ. Ντογιάκο;
Έχει ή δεν έχει η χώρα ανάγκη από αδέσμευτες δημοσιογραφικές φωνές που αποκαλύπτουν τεράστια σκάνδαλα και αναδεικνύουν το σκοτεινό παρακράτος που κυβερνά τον τόπο;
Σκοπεύει η ελληνική Δικαιοσύνη να προστατεύσει το δημοσιογραφικό λειτούργημα ή θα προσπαθεί με κάθε τρόπο να μας φιμώσει, να μας εκφοβίσει και να μας τρομοκρατήσει εκδίδοντας εντάλματα σύλληψης εις βάρος μας;
SLAPP
Όλες αυτές οι ενέργειες που στρέφονται κατά της ελευθερίας του Τύπου και των δημοσιογράφων, διεθνώς χαρακτηρίζονται και ως «SLAPP» (Strategic Lawsuits Against Public Oarticipation), δηλαδή ως στρατηγικές αγωγές κατά της συμμετοχής του κοινού στην ενημέρωση. Σκοπός τέτοιων αγωγών και μηνύσεων δεν είναι να κερδηθεί η δικαστική υπόθεση, αλλά ο εκφοβισμός και η τρομοκράτηση όσων ασκούν δημόσια κριτική μέσω της ηθικής και οικονομικής εξουθένωσής τους. Άλλες περιπτώσεις αφορούν πρόκληση ηθικής βλάβης ή οικονομικής ζημίας. Αυτός που προκαλεί το «SLAPP» γνωρίζει εξαρχής ότι οι κατηγορίες είναι αβάσιμες ή υπερβολικές, αλλά ακόμα και αν το δικαστήριο απορρίψει τις κατηγορίες, η μεγάλη διάρκεια της διαμάχης μπορεί να έχει πολύ μεγάλο οικονομικό κόστος σε αυτόν που άσκησε κριτική, να έχει προκαλέσει ήδη τεράστια ζημία στη φήμη του και να τον έχει αποτρέψει από το να ασχοληθεί ξανά με το συγκεκριμένο θέμα.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) σε σχετική έκθεσή του έχει αναδείξει το ζήτημα και συμβουλεύει τα κράτη-μέλη να λάβουν μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών, με την υιοθέτηση «anti-SLAPP» νομοθεσίας που επιτρέπει τη σύντομη απόρριψη τέτοιων υποθέσεων. Παρά τις συστάσεις του ΟΗΕ για την υιοθέτηση «anti-SLAPP» νομοθεσίας στα κράτη-μέλη, η κατάσταση που βιώνουμε όσοι ασκούμε δημόσια κριτική στην Ελλάδα είναι δραματική, αφού η ελληνική Δικαιοσύνη μας αντιμετωπίζει ως εγκληματίες εκδίδοντας εντάλματα σύλληψης εναντίον μας.
Παρά τις συστάσεις προς τη χώρα μας για προστασία του δημοσιογραφικού λειτουργήματος και της ελευθερίας του Τύπου, ο κ. Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, που κατά τεκμήριο γνωρίζει, άλλως οφείλει να γνωρίζει όλα τα ανωτέρω, θεώρησε πρόσφορο την Κυριακή 28/8/2022, μετά τη δημοσίευση των ως άνω αποκαλυπτικών εγγράφων της ΕΥΠ στην «ΜΠΑΜ», να δώσει εντολή σύλληψης του εκδότη της εφημερίδας με τη διαδικασία του αυτοφώρου, γιατί δήθεν μέσω του δημοσιεύματος προκλήθηκε κίνδυνος πρόκλησης βλάβης των εθνικών συμφερόντων της χώρας. Σε ομαλούς καιρούς και σε μια ευνομούμενη χώρα που σέβεται τις αρχές του Κράτους Δικαίου, η αντανακλαστική κίνηση ενός εισαγγελικού λειτουργού, πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για τον ανώτατο εισαγγελικό λειτουργό της Ελλάδας, θα ήταν η εις βάθος έρευνα των δημοσιευμάτων για να διαπιστώσει κατά πόσον και σε ποιον βαθμό έχουν πληγεί τα συμφέροντα του Δημοσίου.
Κάτι τέτοιο όχι μόνο θα αποτελούσε εγγύηση για τη Δημοκρατία, αλλά θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το Κράτος Δικαίου και θα προστάτευσε το κύρος της χώρας στο εξωτερικό, που τόσο πολύ έχει πληγεί από τέτοιες τακτικές, όπως ανάγλυφα η έκθεση της Κομισιόν αναδεικνύει.
Θα μπορούσε κάλλιστα ο κ. Εισαγγελέας του ΑΠ αντί να χρησιμοποιήσει την ενέργεια της αυτόφωρης διαδικασίας να μας καλέσει για να τον ενημερώσουμε επί του θέματος και να συμβάλλουμε με τα στοιχεία μας στην άμεση διερεύνηση και διαλεύκανση της υπόθεσης.
Αποκαλύψεις
Πώς γίνεται μετά από τέτοιες αποκαλύψεις να μην έχει δοθεί εντολή για διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας;
Τι άλλο πρέπει να κάνουμε οι δημοσιογράφοι για να βοηθήσουμε τη χώρα μας;
Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί η προκλητική αδιαφορία της Δικαιοσύνης αναφορικά με τις αποκαλύψεις για προσπάθεια αρχειοθέτησης της υπόθεσης του Ναυαγίου της Ζακύνθου εν γνώσει κυβερνητικών αξιωματούχων;
Δεν θα έπρεπε κάτι τέτοιο να προβληματίσει τον κ. Εισαγγελέα του ΑΠ ή μήπως η προσπάθεια αρχειοθέτησης σοβαρών υποθέσεων αποτελεί μια συνηθισμένη πρακτική στους κόλπους της Δικαιοσύνης;
Θα υπάρξει άραγε ποτέ διαλεύκανση της υπόθεσης του Ναυαγίου της Ζακύνθου ή όλες οι προσπάθειες των Ζακυνθινών θα καταλήξουν στον κάλαθο των αχρήστων;
Θα πληρώσουν ποτέ αυτοί που ενορχήστρωσαν το σκάνδαλο με πλαστά και παραποιημένα έγγραφα ή θα κυκλοφορούν ελεύθεροι απολαμβάνοντας τις αμοιβές που, όπως αποκαλύπτεται, σκόπευαν να λάβουν;
Και το κυριότερο όλων, μέχρι πότε οι δημοσιογράφοι θα ζούμε υπό τον μόνιμο φόβο σύλληψης ή μήνυσης εναντίον μας;
Τα βρήκε η Μητρόπολη Ζακύνθου με τους «επενδυτές»;
Στο παρελθόν ακούσαμε έκπληκτοι τον πρώην υπουργό Άμυνας Πάνο Καμμένο στη συνεδρίαση της Βουλής να καταγγέλλει ότι ιερωμένος ζήτησε χρήματα και μια βίλα από τους Άραβες, προκειμένου η Εκκλησία να παραιτηθεί των δικαιωμάτων της στην περιοχή του Ναυαγίου. Τον τελευταίο καιρό δυστυχώς συγκλίνουσες πληροφορίες λένε οι διάλογοι μεταξύ Εκκλησίας της Ζακύνθου και Αράβων, που δεν σταμάτησαν ποτέ, οδηγήθηκαν σε αίσιο τέλος.
Ερωτάται λοιπόν ο Μητροπολίτης Ζακύνθου κ. Διονύσιος, αληθεύουν αυτές οι πληροφορίες που εμείς θεωρούμε έγκυρες; ΕΥΠ
Υπάρχει συμφωνία της Εκκλησίας της Ζακύνθου και των επενδυτών τη στιγμή που η διευθύνουσα σύμβουλος της ΠΙΜΑΝΑ παραπέμπεται, μαζί με ακόμη έξι κατηγορουμένους, για σωρεία κακουργηματικών αδικημάτων; Έχει χρέος ο Μητροπολίτης Ζακύνθου να ενημερώσει τον ελληνικό λαό και τους Ζακυνθινούς αν πράγματι παρασκηνιακά υπάρχει τέτοια συμφωνία. Η πολύωρη κατάθεση του Γιάννη Ρουμπάτη στη Βουλή ανέδειξε ότι σκοπός της παρακολούθησης Πιτσιόρλα, που όπως κατατέθηκε ήταν νόμιμη (με υπογραφή δύο εισαγγελέων), ήταν να διερευνηθεί μεγάλο οικονομικό έγκλημα.