Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Αποκλειστικό: Δικαστικό θρίλερ με γιο εκτός γάμου του εφοπλιστή Διαμαντίδη

ΣΤΙΓΜΙΑΙΟ ΛΑΘΟΣ ΕΦΟΠΛΙΣΤΗ

Tου ΠΕΤΡΟΥ ΚΟΥΣΟΥΛΟΥ

Σε δικαστικό θρίλερ εξελίσσεται μια υπόθεση η οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες θα
έπρεπε να είχε λυθεί, μια και αφορά το υπέρτατο αγαθό της πατρότητας. Από τη μία μεριά
ένας 39χρονος άνδρας, ο οποίος κατοικεί μόνιμα στη Σαλαμίνα, και η μητέρα του, οι οποίοι
καταγγέλλουν πασίγνωστο εφοπλιστή για άρνηση ανάληψης των ευθυνών του, δηλαδή της
αναγνώρισης του βιολογικού του τέκνου, όπως τουλάχιστον αποδείχθηκε από την εξέταση
DNA. Από την άλλη πλευρά ο Έλληνας κροίσος ο οποίος ουσιαστικά επισημαίνει ότι πέφτει
θύμα των υπέρογκων οικονομικών απαιτήσεων της γυναίκας με την οποία είχε
περιστασιακή σχέση στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και του παιδιού που απέκτησε το
1982.

 

Η ιστορία την οποία αποκαλύπτει η «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ» και τα τελευταία χρόνια
αναβιώνει στις αίθουσες των ελληνικών δικαστηρίων, όπου έχουν προσφύγει ο 39χρονος
Αντώνης Παλούμπης και εσχάτως η μητέρα του Κατερίνα, θα μπορούσε κάλλιστα να
αποτελέσει σενάριο για ταινία του Netflix. Τα έχει όλα. Έρωτες, σχέσεις, τη γέννηση ενός
παιδιού, ιατρικές πραγματογνωμοσύνες και τεστ DNA, συμβιβασμούς εκατομμυρίων ευρώ
και νέες διαμάχες. Στη θέση του πρωταγωνιστή είναι ο billionaire εφοπλιστής ∆ιαμαντής
∆ιαμαντίδης, ο οποίος καταγγέλλεται ότι με δόλιο τρόπο «εκκίνησε μια συντονισμένη και
στρατηγικά οργανωμένη προσπάθεια προκειμένου να αποφύγει μέχρι σήμερα τη δικαστική
αναγνώριση πατρότητας του γιου του».

Από την άλλη πλευρά ο genius της ελληνικής ναυτιλίας, ένας από τους τελευταίους
«γητευτές» των θαλασσών με την αμύθητη περιουσία, υποστηρίζει ότι οι αντίδικοι απλώς
προσπαθούν να προσπορίσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη, παρά το
γεγονός ότι το 2002 πιέστηκε και τελικά τους έδωσε 4.400.976 ευρώ, τα οποία του ζήτησαν
προκειμένου να αποσυρθούν από όλα τα ένδικα μέσα. Ουσιαστικά ισχυρίζεται ότι ο
Αντώνης Παλούμπης και η μητέρα του τον βλέπουν ως «πορτοφόλι» και ουδόλως
ενδιαφέρονται για την ουσιαστική επανασύνδεση με τον… άγνωστο 39χρονο, ο οποίος
αποδείχτηκε επιστημονικά ότι κατά 99,999% αποτελεί το βιολογικό του παιδί.
Τους τελευταίους μήνες στις δικαστικές αίθουσες δίδεται η μάχη προκειμένου να
αποδειχθεί εάν η δικαστική διαδικασία που μπήκε στις καλένδες της ∆ικαιοσύνης το 2002
μετά τον «χρυσό συμβιβασμό» που επήλθε μεταξύ των δύο πλευρών απλώς «πάγωσε» και
μπορεί να αναβιώσει ή καταργήθηκε και ως εκ τούτου δεν υπάρχει περαιτέρω ενδιαφέρον.
Το λυπηρό της υπόθεσης είναι ότι η ελληνική ∆ικαιοσύνη καλείται να αποφασίσει για ένα
λεπτό «οικογενειακό ζήτημα» και οι νόμοι να δείξουν τον δρόμο της επόμενης μέρας,
αποφασίζοντας για την ακριβή σχέση ενός πατέρα και ενός νεαρού άνδρα που αποδείχτηκε
κατά 99,999% ότι είναι γιος του.

Γνωριμία

Το πρωτοφανές θρίλερ εκκινεί από τα τέλη του μακρινού 1980. Εκείνη την περίοδο ο
∆ιαμαντής ∆ιαμαντίδης ήταν ένας ανερχόμενος οικονομικός παράγοντας της χώρας, ενώ η
Κατερίνα Παλούμπη διατηρούσε κατάστημα στον Αστέρα Βουλιαγμένης. «Κατά τα τέλη του
έτους 1980 – αρχές του 1981 συνδέθηκα αισθηματικώς με τον εναγόμενο, ο δεσμός μας δε
αυτός κατέληξε σε σαρκική συνάφεια. Οι σχέσεις μας συνεχίσθηκαν μέχρι το 1982, σε αυτό
δε το διάστημα η σχέση μας ήταν μόνιμη και σταθερή. Αποτέλεσμα των σχέσεών μου με
τον εναγόμενο κατά το ανωτέρω διάστημα υπήρξε η σύλληψη, κυοφορία και γέννηση του
γιου μου Αντώνιου Παλούμπη, στις 19.9.1982, στον Χολαργό Αττικής. Η σύλληψή του, που
προήλθε από την ερωτική σχέση μου με τον εναγόμενο, πραγματοποιήθηκε πριν τη
σύναψη του γάμου μου με τον Ηλία Ανουάρ Ισπέρ Άσουαντ, δηλαδή πριν τις 4.2.1982»,
αναφέρει στην αγωγή που κατέθεσε στις 4 Οκτωβρίου 2021 ενώπιον του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών η πρώην «σύντροφος» του εφοπλιστή ζητώντας να αναγνωρισθεί ο
γιος της ως γνήσιο τέκνο του ∆ιαμαντή ∆ιαμαντίδη.

Η συνέχεια της ιστορίας είναι ακόμη πιο συναρπαστική. Λίγους μήνες μετά τη γέννηση του
γιου της, η Κατερίνα Παλούμπη παντρεύτηκε έναν Λιβανέζο επιχειρηματία, ο οποίος
αναγνώρισε τον γιο της ως δικό του παιδί. «Για πολλά χρόνια νόμιζα ότι είναι ο πατέρας
μου. Με μεγάλωσε σαν πατέρας, αλλά δεν ήταν όμως», αναφέρει μιλώντας στην «Μ» ο
39χρονος Αντώνης. Λίγα χρόνια μετά η κυρία Παλούμπη και ο σύζυγός της χώρισαν. Τα
ελληνικά δικαστήρια (με την υπ’ αριθ. 9550/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών) αποφάνθηκαν ότι ο Αντώνης Παλούμπης δεν ήταν βιολογικός γιος του Λιβανέζου.
Το ερώτημα λοιπόν ήταν ποιος ήταν ο πατέρας του. Το «μυστήριο» κλήθηκε να λύσει η
ελληνική ∆ικαιοσύνη αλλά και οι ιατρικές εξετάσεις (τεστ DNA), οι οποίες κατέγραψαν ότι η
πιθανότητα ο 39χρονος να είναι γιος του ∆ιαμαντή ∆ιαμαντίδη ανέρχεται σε 99,999%.
Ωστόσο η δικαστική διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ καθώς στο μεσοδιάστημα επήλθε
«συμβιβασμός», για τον οποίο η κάθε πλευρά δίνει διαφορετική ερμηνεία. Στην αγωγή της
η πρώην «σύντροφος» του εφοπλιστή αναφέρει ότι η πλευρά ∆ιαμαντίδη ξεκίνησε μια
στρατηγικά οργανωμένη προσπάθεια προκειμένου να αποφύγει τη δικαστική αναγνώριση

της πατρότητας του γιου τους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, οι δικηγόροι του
εφοπλιστή την «πίεσαν» να υπογράψει ένα έγγραφο το οποίο δεν την άφησαν καν να
αναγνώσει (!) ισχυριζόμενοι ότι έναντι 1.500.000 ευρώ έπρεπε να αποσυρθεί από όλα τα
ένδικα μέσα, ενώ υποστηρίζει ότι στη συνέχεια ο billionaire της είχε υποσχεθεί ότι θα
αναγνωρίσει το παιδί τους. Από την άλλη πλευρά ο ∆ιαμαντής ∆ιαμαντίδης, μέσω
προτάσεων που έχει καταθέσει, ισχυρίζεται ότι κατόπιν πιέσεων αναγκάστηκε να δώσει
στην «περιστασιακή», όπως τη χαρακτηρίζει, πρώην φίλη του και στον γιο της ένα ποσό
που αγγίζει τα 4.400.000 ευρώ, τα οποία κατασπατάλησαν με αποτέλεσμα να
επαναφέρουν πρόσφατα το θέμα της πατρότητας εγείροντας νέες αξιώσεις.

«Με εξαπάτησε»

Ξεδιπλώνοντας τη δική της αλήθεια, μέσω του δικογράφου της αγωγής, η Κατερίνα
Παλούμπη αναφέρει ότι από τη στιγμή (το 2002) που αποδείχθηκε ότι ο γιος της είναι
βιολογικό παιδί του εφοπλιστή ξεκίνησε μια συντονισμένη προσπάθεια να μη λάμψει η
αλήθεια και ξεσπάσει… σάλος.

«Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του προσέγγισαν εμένα μετά την κατάθεσή της ως άνω πραγματογνωμοσύνης ζητώντας να μεσολαβήσω ώστε να
διακοπεί η δικαστική διαδικασία αναγνώρισης από τον υιό μου και να μην προχωρήσω η
ίδια σε οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια, επικαλούμενοι ότι επιθυμούσαν σφόδρα να μη
διαταραχθεί η οικογενειακή ζωή του καθού με τη μέχρι σήμερα σύζυγό του, προτείνοντάς
μου να λάβω κάποιο σημαντικό χρηματικό ποσό που θα βοηθούσε τη διαβίωση του τέκνου
μου και να διευθετηθεί το ζήτημα της αναγνώρισης πατρότητας σε μεταγενέστερο χρόνο»,
αναφέρει και συνεχίζει: «Τελικώς, τον Νοέμβριο 2002 μου εγχειρίστηκε ένα έντυπο προς
υπογραφή, για τη ‘‘διασφάλιση του ∆ιαμαντή’’ εν όψει του γεγονότος ότι θα μου έδινε
χρηματικό ποσό περί του 1.500.000 ευρώ, χωρίς ωστόσο να μου επιτρέψει να το
αναγνώσω. (Το εν λόγω έγγραφο περιήλθε σε ακριβή γνώση μου μόλις την 2.6.2020.) Στα
επόμενα έτη διατηρούσα ακατάπαυστα προσωπική επικοινωνία με τον εναγόμενο και
μοιραζόμουν την αγωνία μου για τη μη ευόδωση της αναγνώρισης πατρότητας, αφού είχε
δοθεί σε αυτόν επαρκής χρόνος για να διευθετήσει το ζήτημα σε ό,τι αφορούσε την
προσωπική του ζωή. Επιπλέον, λόγω της καθυστέρησης είχαν διαρραγεί οι σχέσεις μου με
τον μονάκριβο υιό μου, ο οποίος μου εξέφραζε την πρόθεσή του να κινηθεί εκ νέου
δικαστικά, το οποίο επίσης μετέφερα στον εναγόμενο. Ο ∆ιαμαντής προσπαθούσε, όπως
αντελήφθην αργότερα, να αποφύγει την αναγνώριση της πατρότητας αναβάλλοντας
διαρκώς την υλοποίηση της υπόσχεσής του για εκούσια αναγνώριση και κρατώντας με
(όπως και τον υιό μου) σε κατάσταση αποχής από δικαστικές ενέργειες. Ιδίως μου ζητούσε
να κατευνάζω τον υιό μας και να μην προβεί κι εκείνος σε δικαστική ενέργεια που ‘‘θα
τίναξε τα πάντα στον αέρα’’».

Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η ίδια πίστευε τις ειλικρινές προθέσεις του εφοπλιστή και τους
ισχυρισμούς ότι κάποια στιγμή θα αναγνώριζε τον γιο της, αλλά φοβόταν το στενό
οικογενειακό του περιβάλλον. «Όσες φορές μετέβαλα τον τρόπο επικοινωνίας από φιλικό
σε πιο πιεστικό, διευκρινίζοντας ότι θα κινηθώ δικαστικά, από την πρώτη στιγμή με
προειδοποίησε ότι έχω υπογράψει το (από 15.11.2002) συμφωνητικό. Ως εκ τούτου, εν
όψει και της απόκρυψης του ακριβούς περιεχομένου του εγγράφου θεωρούσα ότι η
υπόθεση είχε κλείσει οριστικά σε δικαστικό επίπεδο και δεν είχα δικαίωμα να ζητήσω
δικαστικά την αναγνώριση της πατρότητας και τυχόν αγωγή μου θα εγκυμονούσε
ενδεχόμενους κινδύνους σε βάρος μου. Την πεποίθηση αυτή ενίσχυε ο εναγόμενος με την ως άνω στάση του, αφού έδειχνε σταδιακά να μη φοβάται από την προσφυγή εμού ή του
υιού μου στα δικαστήρια. Παράλληλα, στις αρχές του έτους 2012, από τυχαίο φορολογικό
έλεγχο, η φορολογική διοίκηση επέβαλε σε βάρος μου δυσβάστακτα πρόστιμα θεωρώντας
μη δικαιολογημένη την καταβολή του ως άνω ποσού από τον ∆ιαμαντή ∆ιαμαντίδη, με
αποτέλεσμα μέχρι σήμερα να βαρύνομαι με οφειλές ύψους άνω των 2.000.000 ευρώ στη
∆ΟΥ Κηφισιάς. Το γεγονός αυτό συνετέλεσε στην πλήρη καταρράκωσή μου και ενίσχυσε
την επιρροή του ∆ιαμαντή στο πρόσωπό μου, αφού βρέθηκα απόλυτα εξαρτημένη από τη
συνδρομή του για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Στο πλαίσιο αυτό, ο ∆ιαμαντής
υποσχέθηκε να ασχοληθεί με το ζήτημα των προστίμων, αφού ανέκυπτε σοβαρός κίνδυνος
για την εκπλειστηρίαση ακόμη και της κατοικίας μου, επιτυγχάνοντας να αναβάλει το
ζήτημα της αναγνώρισης, αυτήν τη φορά έχοντας με το μέρος του την οικονομική του ισχύ.
Έτσι, απέστελνα στον ίδιο έγγραφα, μηνύματα και πραγματοποιούσα τηλεφωνικές
κλήσεις… Το έτος 2013 υπήρχαν συνεχείς προσπάθειες όπου έστελνα στον εναγόμενο
έγγραφα, πράξεις της ∆ΟΥ και ό,τι μου ζητούνταν από τον ίδιο και το οποίο ισχυριζόταν ότι
‘‘εξέταζε’’».

«Εν αγνοία μου»

Καταλήγοντας ισχυρίζεται ότι αποφάσισε να κινήσει και η ίδια τις δικαστικές διαδικασίες
όταν βλέποντας για πρώτη φορά στις 2 Ιουνίου 2020 το έγγραφο το οποίο είχε υπογράψει
για να «κλείσει» η υπόθεση πατρότητας το 2002, διαπίστωσε ότι είχε εξαπατηθεί. «Για
πρώτη φορά ανέγνωσα το ως άνω έγγραφο, που προφανώς δεν έχει συνταχθεί από εμένα
και το οποίο μάλιστα φέρει προφανή συμπλήρωση εν αγνοία μου, στο ύψος του
χρηματικού ποσού που δήθεν έλαβα. Το εν λόγω έγγραφο έχει ως εξής: Η επικοινωνία μου
με τον εναγόμενο υπήρξε πάντα ευθεία και χωρίς ‘‘τύπους’’. Ουδέποτε αποκαλούσα τον
εναγόμενο ‘‘κο ∆ιαμαντίδη’’, αλλά απευθυνόμουν και απευθύνομαι σε αυτόν πάντα στον
ενικό αριθμό και με το μικρό του όνομα, ήτοι ‘‘∆ιαμαντή’’. Επομένως, είναι προφανές ότι
δεν θα είχα συντάξει ποτέ εγώ τέτοιο κείμενο. Περαιτέρω, όπως διαπίστωσα, στο έγγραφο
αυτό δεν υπήρχε καμία ρήτρα ή όρος σε βάρος μου, όπως φοβόμουν και άφηνε να
εννοηθεί ο ∆ιαμαντής, παρά μόνο επρόκειτο για επιστολή δήθεν προερχόμενη από εμένα
ότι θα παραιτηθώ από το δικαίωμα αναγνώρισης της πατρότητας, εάν λάμβανα το ποσό
των 4.400.976 ευρώ, το οποίο μάλιστα έχει συμπληρωθεί χειρόγραφα και όχι με τον
γραφικό μου χαρακτήρα, όπερ και επιβεβαιώνει πέραν πάσης αμφιβολίας τη γενική άγνοιά
μου στο ακριβές περιεχόμενο του εγγράφου, που επικαλούνταν ο ίδιος, και το οποίο
χρηματικό ποσό ουδέποτε έλαβα, αλλά, όπως ανέφερα και όπως προέκυψε και από τον
έλεγχο της φορολογικής αρχής, το ποσό που έλαβα ανήλθε περίπου σε 1.500.000 ευρώ»,
αναφέρει και συνεχίζει: «Κατάλαβα, επομένως, ότι η εν λόγω επιστολή δεν είχε καμία
ουσιαστική νομική συνέπεια και ο εναγόμενος όλα αυτά τα έτη, ήτοι από το καλοκαίρι
2002 μέχρι και εκείνο το σημείο (2.6.2020), τεχνηέντως επιτύγχανε την απραξία μου στην
άσκηση αγωγής για τη δικαστική αναγνώριση του δικαιώματος πατρότητας (και ακόμη
περισσότερο επιτύγχανε να αποτρέπω και τον ίδιο μου τον υιό στην επαναφορά της δικής
του αγωγής!). Ιδίως κατόρθωνε και διατηρούσε ακλόνητα σχηματισμένη προς εμένα την
εντύπωση ότι το ως άνω έγγραφο διασφάλιζε τον ίδιο, εάν αποφάσιζα να κινηθώ δικαστικά
και να μην αναμείνω την τακτοποίηση του ζητήματος στην προσωπική του ζωή από τον ίδιο
και την εκούσια αναγνώριση, και ότι η δικαστική διαδικασία θα ήταν επισφαλής και ‘‘θα
τίναζε τα πάντα στον αέρα’’ με κίνδυνο να μην ευοδωθεί η αναγνώριση της πατρότητας,
ενώ ο ίδιος θα προέβαινε σε εκούσια αναγνώριση, όταν ήταν έτοιμος, με αποτέλεσμα να

μην προβώ μέχρι σήμερα σε καμία δικαστική ενέργεια…». Η ίδια μάλιστα επικαλείται και
μηνύματα κινητής τηλεφωνίας από τα οποία φέρονται να προκύπτουν οι υποσχέσεις του
εφοπλιστή για την αναγνώριση του γιου τους.

Συναντήσεις και επιστολές

Στην αγωγή της η Κατερίνα Παλούµπη αναφέρεται σε πολλές συναντήσεις που είχε αλλά
και επιστολές που έστειλε στον εφοπλιστή τα τελευταία χρόνια µε αντικείµενο την
ανάληψη των ευθυνών του και την αναγνώριση της πατρότητας του γιου της. «Μεταξύ
πολλών συναντήσεών µας έλαβε χώρα συνάντηση και την 9.2.2015, όπου βρέθηκα µε τον
εναγόµενο για να βρούµε λύση στο συγκεκριµένο θέµα, το οποίο είχε συνδεθεί άρρηκτα µε
την υπόθεση της αναγνώρισης πατρότητας, αφού η υλοποίησή της θα οδηγούσε τη
φορολογική διοίκηση σε διαγραφή των προστίµων, µια και εκείνη είχε βασίσει την επιβολή
τους ρητώς στη µη αναγνώριση της πατρότητας του ∆ιαµαντή ∆ιαµαντίδη. Η συγκεκριµένη
συνάντηση έµεινε χαραγµένη στο µυαλό µου, καθώς έφυγα εξαιρετικά ταραγµένη ώστε
επιστρέφοντας στην κατοικία µου πέρασα κατά λάθος κόκκινο σηµατοδότη, και τούτο
καθότι ο ∆ιαµαντής, παρότι είχε υποσχεθεί να τακτοποιήσει το ζήτηµα και να βρει µια
λύση, για µία ακόµη φορά ανέβαλε το ζήτηµα χωρίς να παίρνει συγκεκριµένες αποφάσεις.
Τα ανωτέρω σηµείωνα και στην από 22.2.2017 επιστολή µου, όπου απορούσα για ποιο
λόγο, δεν έχω καταλάβει ακόµα, αντί να βρούµε τη λύση έφυγα πολύ προβληµατισµένη.
Τελευταία φορά συνάντησα από κοντά τον εναγόµενο τον Νοέµβριο 2018 και εν συνεχεία
ξανά στις εορτές Χριστουγέννων 2018, για τα ίδια θέµατα, όπου ο ∆ιαµαντής προσπάθησε
να αλλάξει θέµατα συζήτησης για να µε κρατά απασχοληµένη µε δικές του προσωπικές
υποθέσεις, κάνοντάς µε να πιστεύω ότι εάν τον βοηθούσα θα διευθετούσε το θέµα
συντοµότερα…Την 19.9.2019 απέστειλα στον ∆ιαµαντή µία ακόµη επιστολή, ζητώντας του
να διευθετήσει το ζήτηµα της αναγνώρισης της πατρότητας και να έρθει σε επαφή µε τον
υιό µας, µε αφορµή τα γενέθλια του υιού µας…».
Μάλιστα η ενάγουσα αναφέρει ότι τον ∆εκέµβριο του 2019 όταν ο γιος της αποφάσισε να
κινήσει τις διαδικασίες αναγνώρισης από τον εφοπλιστή, αντιτάχθηκε και τσακώθηκε µαζί
του πιστεύοντας ότι ο ∆ιαµαντής ∆ιαµαντίδης θα «διευθετούσε το ζήτηµα» και ότι µια νέα
διαµάχη θα ναρκοθετούσε τις σχέσεις πατέρα και γιου.

Η «αλήθεια» του εφοπλιστή και οι υπόνοιες για εκβιασµό

Από την άλλη πλευρά, η «αλήθεια» του εφοπλιστή είναι τελείως διαφορετική. Ο ίδιος
αφήνει να εννοηθεί ότι ουσιαστικά «εκβιάστηκε» από την Κατερίνα Παλούμπη και τον γιο
της, ότι αναγκάσθηκε το 2002 να τους δώσει 4.400.000 ευρώ προκειμένου να καλύψουν τις
ανάγκες του και ότι όταν σπατάλησαν τα λεφτά οι αντίδικοί του επανήλθαν περιπλέκοντάς
τον σε νέες δικαστικές περιπέτειες με στόχο τον οικονομικό προσπορισμό. Σε ό,τι αφορά το
νομικό σκέλος της υπόθεσης, η πλευρά του Διαμαντίδη ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει
εκκρεμοδικία καθώς η Κατερίνα Παλούμπη παραιτήθηκε, νομίμως, από το δικόγραφο της
επίμαχης αγωγής του 2002, καθώς και ότι η υπόθεση δεν δύναται να αναβιώσει στις
δικαστικές αίθουσες.

Οικονομική «αφαίμαξη»

Σε ό,τι αφορά το ηθικό σκέλος της υπόθεσης, ο πανίσχυρος οικονομικός παράγοντας
δηλώνει ουσιαστικά «θύμα», καθώς στόχος, όπως λέει, των αντιδίκων δεν είναι η
δημιουργία της οποιασδήποτε σχέσης μεταξύ «πατέρα» και «γιου», αλλά η οικονομική
του… αφαίμαξη.

«Με την Αικατερίνη Παλούμπη, μητέρα του αντιδίκου και δεύτερη εναγόμενη στην
επίμαχη αγωγή γνωριστήκαμε μέσω ενός αρχιπλοιάρχου της εταιρείας στην οποία
εργάζομαι κατά τη διάρκεια επαγγελματικού ταξιδιού στο Λονδίνο. Η σχέση μου μαζί της
ήταν φιλική και περιστασιακή, όχι όμως συναισθηματική, μόνιμη ή σταθερή. Περαιτέρω η
σχέση μου μαζί της περιορίστηκε με πρωτοβουλία της ίδιας σε εξόδους για φαγητό για
ποτό. Τούτο δε πραγματοποιήθηκε εντελώς περιστασιακά. Ελάχιστες φορές ήλθα σε
σαρκική συνάφεια.

Αυτό όμως δεν ήταν επακόλουθο μιας δήθεν σταθερής σχέσης. Στη
συνέχεια αυτή η περιστασιακή επικοινωνία διεκόπη διότι όπως η ίδια έχει δηλώσει, αλλά
και εγώ είχα διαπιστώσει, επιθυμούσε να αποκτήσει μόνιμη σχέση και να παντρευτεί με
κάποιον τον οποίο έχει ήδη γνωρίσει από το φθινόπωρο του 1981. Πράγματι όπως
πληροφορήθηκα εκ των υστέρων παντρεύτηκε στις 4.2.1982 τον Ηλία Ανουάρ Ασουάντ.

Επομένως η γέννηση του αντιδίκου στις 19.9.1982 καλυπτόταν από το τεκμήριο
πατρότητας του συζύγου της Α.Π. δυνάμει του άρθρου ΑΚ 1465», λέει και συνεχίζει: «Η
επόμενη επικοινωνία με την Α.Π. ήταν περί τον Μάρτιο – Απρίλιο του 1982, όταν με κάλεσε
στο τηλέφωνο και μου δήλωσε περιχαρής ότι είχε παντρευτεί και ότι περίμενε παιδί από
τον σύζυγό της, χωρίς βέβαια να αναφέρει οτιδήποτε για την πατρότητα του εν λόγω
τέκνου της. Ακολούθως είχα τηλεφωνική επικοινωνία με την Αικατερίνη Παλούμπη αρκετά
χρόνια αργότερα, όταν με κάλεσε στο τηλέφωνο και με ενημέρωσε ότι είχε πάρει διαζύγιο
με τον σύζυγό της. Ούτε και τότε μου ανέφερε οτιδήποτε σχετικά με την πατρότητα του
αντιδίκου, ούτε βεβαίως έκανε μνεία ότι το εν λόγω τέκνο ήταν δικό μου. Έκτοτε δεν είχα
ιδιαίτερη επαφή και σε κάθε περίπτωση δεν είχα οιαδήποτε σταθερή ή μόνιμη σχέση μαζί
της. Οι οποίες συναντήσεις ήταν τυχαίες και στο πλαίσιο των εκδηλώσεων».

«Απαιτήσεις»

Στη συνέχεια των προτάσεων που κατέθεσε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών ο
εφοπλιστής αναφέρει ότι ξαφνικά το φθινόπωρο του 2000 δέχτηκε οχλήσεις από τους
αντιδίκους για το θέμα της πατρότητας! «…Άρχισαν να εγείρουν αξιώσεις αποκλειστικά
οικονομικού περιεχομένου εναντίον μου, ζητώντας την καταβολή υπέρογκων ποσών…
Επειδή λοιπόν αρνήθηκα να καταβάλω τα υπέρογκα χρηματικά ποσά που μου ζητούσαν
από κοινού ο αντίδικος και η μητέρα του, οι τελευταίοι μεθόδευσαν από κοινού την
υποβολή της επίμαχης αγωγής δικαστικής αναγνώρισης πατρότητας, η οποία ασκήθηκε
ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και μου επιδόθηκε στις 25.10.2001. Στην
επίμαχη αγωγή η Κατερίνα Παλούμπη φερόταν ως εναγόμενη, αν και τούτο δεν ήταν ούτε
δικονομικώς αναγκαίο (ΑΚ 1480 εδ. β΄), ούτε ουσιαστικώς σκόπιμο, καθότι τελούσε σε
πλήρη σύμπλευση με τον αντίδικο, όπως προανέφερα. Η επίμαχη αγωγή συζητήθηκε στις
2.4.2001, κατόπιν αναβολής της αρχικής δικασίμου που είχε προσδιοριστεί στις
11.12.2000, κατ’ αντιμωλία όλων των διαδίκων. Σημειωτέον ότι η Κατερίνα Παλούμπη διά

των από 2.4.2001 προτάσεών της συνομολόγησε και αποδέχθηκε την επίμαχη αγωγή,
καθόσον τελούσε σε πλήρη σύμπνοια με τον ενάγοντα, ως προελέχθη. Και δεν ήταν μόνο
σύμπνοια, αλλά θα τολμούσα να πω ότι επρόκειτο για μια μεθοδευμένη συμπαιγνία σε
βάρος μου για τον εξής λόγο:

Οι από 2.4.2001 προτάσεις της κυρίας Παλούμπη επί της
επίμαχης αγωγής υπογράφονται από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αγγελική
Αντωνοπούλου του Μιχαήλ, κάτοικο Αθηνών (οδός Ομήρου αριθμ. 60), η οποία και
εκπροσώπησε την ίδια κατά τη συζήτηση της επίμαχης αγωγής. Από την άλλη πλευρά, ο
ενάγων εκπροσωπήθηκε κατά τη συζήτηση της επίμαχης αγωγής από τον δικηγόρο Αθηνών
Κωνσταντίνο Τριανταφυλλόπουλο του Χαραλάμπους, κάτοικο Αθηνών (οδός Ομήρου
αριθμ. 60), όπως αποδεικνύεται από τη δοθείσα σε αυτόν πληρεξουσιότητα διά του με
αριθμό 16.148/29.11.2000 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Κω Ευτυχίας
Διακομανώλη – Φρουζάκη! Καταρχήν, αμφότεροι οι ως άνω δικηγόροι είχαν την ίδια έδρα
στην Αθήνα επί της οδού Ομήρου αριθμ. 60. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το ίδιο το
περιεχόμενο του ως άνω με αριθμό 16.148/29.11.2000 πληρεξουσίου, ο ενάγων έδωσε την
εντολή πληρεξουσιότητας να παραστούν και να τον εκπροσωπήσουν κατά τη συζήτηση της
επίμαχης αγωγής τόσο στον Κωνσταντίνο Χ. Τριανταφυλλόπουλο όσο και στην Αγγελική
Μιχ. Αντωνοπούλου, ήτοι στη δικηγόρο που και εκπροσώπησε εντέλει τη μητέρα του κατά
τη συζήτηση της επίμαχης αγωγής! Δηλαδή, ο ενάγων και η μητέρα του Α.Π. (που ήταν
αντίδικός του στην επίμαχη αγωγή) είχαν και εκπροσωπούνταν από την ίδια δικηγόρο!!
Τούτο και μόνο καταδεικνύει όχι μόνο τη σύμπνοια μεταξύ τους, αλλά τη μεθοδευμένη
συμπαιγνία σε βάρος μου με απώτερο σκοπό να καταστούν πλουσιότεροι από την
περιουσία μου».

Ο Διαμαντής Διαμαντίδης ισχυρίζεται ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ο «γιος»
του και η μητέρα πρόβαλλαν συνεχώς οικονομικές αξιώσεις εναντίον του αποκαλύπτοντας
τα πραγματικά τους κίνητρα, ενώ όπως λέει στις 8 Απριλίου 2002 συντάχθηκε η έκθεση
πραγματογνωμοσύνης στην οποία «πιθανολογήθηκε βιολογική σχέση πατρότητας μεταξύ
εμού και του αντιδίκου».

Ο εφοπλιστής όμως δίνει εντελώς διαφορετική εκδοχή για το τι πραγματικά συνέβη με τον
συμβιβασμό που επήλθε μετά το τεστ DNA. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, ο 39χρονος
Αντώνης Παλούμπης και η μητέρα του επανήλθαν με αυξημένες οικονομικές αξιώσεις
εναντίον του. «Μάλιστα στις 15.11.2002 η Κατερίνα Παλούμπη, η οποία στις σχετικές
διαπραγματεύσεις εκπροσωπούσε και τον τότε εικοσάχρονο γιο της, ήτοι τον αντίδικο, μου
έστειλε προσωπική επιστολή, η οποία είχε επί λέξει ως εξής:

Αθήνα, 15 Νοεμβρίου 2002

Κύριε Διαμαντίδη,

Εν σχέσει προς την από 16.10.2000 (αρ. κατάθ. 8982/00) αγωγή του υιού μου εναντίον σας
για τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας, έχει διαμορφωθεί η ακόλουθη, πολύ
δυσάρεστη κατάσταση. Ενώ μετά τη διενέργεια των ιατρικών εξετάσεων που διέταξε η υπ’
αριθμ. 8133/2001 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών
προέκυψε κατά τη γνώμη μας, χωρίς αμφιβολία, ότι πράγματι είσθε ο πατέρας του, εσείς
παρά ταύτα εξακολουθείτε να αρνείσθε το γεγονός αυτό και να αντιδικείτε, πράγμα που
μας οδηγεί στη βεβαιότητα ότι, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της δικαστικής διαμάχης,
δεν προτίθεσθε να τον αναγνωρίσετε ουσιαστικά σαν παιδί σας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν

μας ενδιαφέρει πλέον, ούτε τον υιό μου ως τέκνο, ούτε εμένα ως μητέρα, η αναγνώριση
της πατρότητας, από ηθικής απόψεως. Σας προτείνουμε, προκειμένου και εσείς και εμείς
να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας, χωρίς τυπικές, από δικαστική απόφαση,
διαμορφωμένες σχέσεις, να παραιτηθούμε από κάθε δικαίωμά μας να συνεχίσουμε την
εκκρεμή δίκη ή να επαναφέρουμε οποτεδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο το αίτημά μας
για τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας, εφόσον εσείς δεχθείτε να μας καταβάλετε το
ποσό των ευρώ 4.400.976 (τέσσερα εκατομμύρια ευρώ τετρακόσιες χιλιάδες εννιακόσια
εβδομήντα έξι). Με τον τρόπο αυτόν η υπόθεση θα κλείσει οριστικά από οικονομική και
νομική άποψη.

«Αναγκάστηκα»

Ο εφοπλιστής ουσιαστικά αναγκάστηκε να τους καταβάλει 4.400.000 ευρώ. «Άλλωστε, από
την αρχή της επίμαχης αντιδικίας είχε διαφανεί ότι τόσο ο αντίδικος όσο και η μητέρα του
δεν είχαν ως κίνητρο τη δημιουργία οιωνδήποτε οικογενειακών σχέσεων σχέσεων
συγγένειας μεταξύ του αντιδίκου και εμού, αλλά αποσκοπούσαν αποκλειστικά και μόνο
στην προετοιμασία και προβολή διάφορων οικονομικών αξιώσεων εναντίον μου. Το
γεγονός ότι από το έτος 2000 είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό το όνομά μου ως σημαντικού
και εύρωστου επιχειρηματία στον χώρο της ποντοπόρου ναυτιλίας φαίνεται ότι αποτέλεσε
βασικό κίνητρο για την εκκίνηση της ως άνω αντιδικίας από τον αντίδικο, πάντα σε αγαστή
συνεργασία και κατ’ ουσίαν με απόλυτη ταύτιση με τη μητέρα του» λέει, ενώ στη συνέχεια
παραθέτει τις συμβολαιογραφικές πράξεις παραίτησης της αγωγής που υπογράφηκαν σε
συμβολαιογράφο των Αθηνών. «Την ίδια ημέρα απέστειλα σε δεκτικούς καταβολής του
αντιδίκου και της μητέρας του τρεις ισόποσες τραπεζικές επιταγές εκδόσεώς μου, με
ημερομηνία εκδόσεως την 16.12.2002 και συρόμενες επί του υπ’ αριθμόν 071-002-918548-
520 τραπεζικού λογαριασμού μου στην Τράπεζα HSBC εις διαταγήν της Α.Π. και για ποσό
1.466.992 ευρώ εκάστη, ήτοι συνολικού ποσού (1.466.992 x 3 =) 4.400.976 ευρώ. Οι ως
άνω τραπεζικές επιταγές έφεραν τους αριθμούς 00012176-2, 00012177-0 και 60012178.9
αντίστοιχα. Οι επιταγές αυτές εισπράχθηκαν άμεσα από τον αντίδικο και τη μητέρα του
από κοινού. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί για ακόμη μία φορά η απόλυτη
οικονομική, διαπραγματευτική και εντέλει και νομική ταύτιση του (εικοσάχρονου) τότε
αντιδίκου και της μητέρας του κατά πάντα κρίσιμο χρόνο, οι οποίοι δρούσαν και
ενεργούσαν ενιαία. Χαρακτηριστικό είναι ότι και το έτος 2002 ο αντίδικος εξακολουθούσε
να συνοικεί με τη μητέρα του, Α.Π., και μάλιστα στην κατοικία τους στη Βουλιαγμένη
Αττικής… Η ως άνω δήλωση παραιτήσεώς της από του δικαιώματος είναι προϊόν
ελεύθερης και απαλλαγμένη από οποιοδήποτε στοιχείο πλάνης, απάτης ή απειλής (…)».

«150.000.000 ευρώ»

Ο εφοπλιστής ισχυρίζεται ότι από το 2002 μέχρι και το 2019 πέρασαν 17 χρόνια χωρίς να
τον ενοχλήσει ο -σύμφωνα με το DNA- γιος του, ενώ ξαφνικά στις 16 Δεκεμβρίου 2019
πληροφορήθηκε ότι είχε ασκήσει και πάλι ένδικα μέσα. «Ο αντίδικος ζητούσε επίμονα να
συναντηθούμε για να διευθετήσουμε τη διαφορά… Μου επικοινώνησε ότι το μόνο που τον
ενδιαφέρει είναι η καταβολή και άλλων χρημάτων, καθώς είχε περιέλθει σε οικονομική
στενότητα καθότι είχε κατασπαταλήσει από κοινού με τη μητέρα του το (υπέρογκο) ποσό
των 4.400,976 ευρώ που είχαν λάβει στις 10.12.2002 από εμένα, ενώ παράλληλα του είχαν
επιβληθεί πρόστιμα και επιβαρύνσεις για φορολογικές παραβάσεις και ότι σε κάθε
περίπτωση ήταν διατεθειμένος να παραιτηθεί εκ νέου (!!!) από οιοδήποτε δικαίωμα

δικαστικής αναγνώρισης πατρότητας εφόσον του κατέβαλα ένα σεβαστό ποσό, το οποίο
αυτός προσδιόριζε στα 150.000.000 ευρώ!!!», λέει και συνεχίζει: «Είναι λοιπόν προφανές
ότι η άσκηση της ένδικης κλήσης από τον αντίδικο και η συναφής προσπάθεια να
αναβιώσει μια αγωγή από την οποία έχει παραιτηθεί πανηγυρικά, πολλαπλώς και προ
δεκαοκταετίας, είναι εντελώς προσχηματική και χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης
προκειμένου να αποσπάσει και άλλα χρηματικά ποσά από εμένα. Τούτο, επιπλέον,
φαίνεται και από την προσφάτως ασκηθείσα σε βάρος μου από 30.4.2020 αίτηση του
ενάγοντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών
μέτρων) διά της οποίας αιτείται να υποχρεωθώ να του καταβάλλω μηνιαίως ως προσωρινή
διατροφή το εξωφρενικό ποσό των ευρώ 20.000 (!!) ή/και να του παραχωρήσω στέγη και
δη ένα από τα ακίνητα ιδιοκτησίας μου στο Λαγονήσι ή στο Πόρτο Χέλι. Δηλαδή αιτείται να
λαμβάνει ετησίως από εμένα το ποσό των ευρώ 240.000 (!!)», καταλήγει.

 

 

Ο δικηγόρος

Μιλώντας στην «Μ» ο πληρεξούσιος δικηγόρος του 39χρονου άνδρα, Θεοχάρης
Χαραλαµπόπουλος, επισήµανε τα εξής: «Επανέφερα το δικαστήριο που είχε κάνει και ο
εντολέας µου για την αναγνώριση της πατρότητας µε σκοπό να επιτύχουµε την
αναγνώριση της πατρότητας από τον βιολογικό πατέρα του, τον ∆ιαµαντή ∆ιαµαντίδη.
Υπάρχει ένα ανθρώπινο δράµα στην υπόθεση για το οποίο θεωρώ ότι µόνο δικαστικά
µπορεί να δοθεί επιπλέον λύση. Έχουµε επαναφέρει το δικαστήριο, το οποίο σε πρώτο
βαθµό έχει απορριφθεί. Το δικαστήριο θεώρησε επί τη βάσει δικών µας λεγοµένων ότι η
δίκη έχει τελειώσει λόγω παραίτησης. Στην πραγµατικότητα όµως πρακτικό παραίτησης
δεν υπάρχει, σε σηµείο που ακόµα και εγώ ως δικηγόρος έχω αρχίσει να αµφιβάλλω για το
αν αυτή η παραίτηση έλαβε ποτέ χώρα. ∆ιότι αντιλαµβάνεστε ότι όταν υπάρχει ένα τεστ
DNA και ανεβαίνει µια έδρα σε ένα δικαστήριο, και πάει ένας πληρεξούσιος δικηγόρος και
λέει ‘‘παραιτούµαι’’, θα µπορούσε να αναρωτηθεί και το ίδιο το δικαστήριο για ποιο λόγο;
Σε κάθε περίπτωση, ακόµη και αν το δικαστήριο θεώρησε ότι αυτή η παραίτηση υπήρξε, ως
πράξη νοµικά είναι άκυρη. ∆εν επιτρέπεται οποιασδήποτε µορφής παραίτηση ή
συµβιβασµός στο δικαίωµα αναγνώρισης της πατρότητας.

Οπότε έχουµε την πεποίθηση ότι η ∆ικαιοσύνη δεν θα αφήσει µια πράξη παράνοµη στην
πραγµατικότητα να µείνει στην κατάσταση που είναι σήµερα. Έχουµε καταθέσει έφεση
αυτήν τη στιγµή, η οποία εκδικάστηκε».

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ