Θρίλερ ή ακόμη ένα αστυνομικό φιάσκο; Όσο πιο γρήγορα δοθεί η απάντηση στο δίλημμα, τόσο καλύτερα θα ανασχεδιαστεί το πλαίσιο για την εξιχνίαση απαγωγών στη σύγχρονη τεχνολογικά εποχή.
Του Μιχάλη Ασημάκη
Δεν αποκλείεται από την Ασφάλεια η περίπτωση της απαγωγής του από ανταγωνιστές του ή από κάποιον από τους προμηθευτές του
Η σύγχυση στους κόλπους της ΕΛ.ΑΣ. για τις συνθήκες υπό τις οποίες απήχθη ο επιχειρηματίας Γιώργος Κυπαρίσσης τις πρώτες πρωινές ώρες της 29ης Δεκεμβρίου 2021, έξω από την πολυτελή κατοικία του στο Ντράφι, είναι πολύ μεγάλη.
Κι ενώ τα πρώτα 24ωρα οι δράστες απέδειξαν στον αδελφό του ότι το θύμα είναι ζωντανό, έκτοτε η Αστυνομία δεν διαθέτει επαρκείς αποδείξεις για την κατάστασή του, παρά μόνον ακούει συνεχώς τους εγκληματίες να ζητούν λύτρα 1.000.000 ευρώ σε «μικρά» χαρτονομίσματα. Μάλιστα, αρχικά εκτιμήθηκε ότι επρόκειτο για περιορισμένης εμβέλειας εγκληματίες. Πλέον όμως γίνεται λόγος για άτομα που σχεδίαζαν καιρό την απαγωγή του επιχειρηματία, παρακολουθούσαν τις κινήσεις του, την έντονη προβολή των δραστηριοτήτων του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) και πολύ πιθανόν να είχαν αποκτήσει γνώση των οικονομικών του δυνατοτήτων.
Ο τραυματισμός
Προς αυτή την κατεύθυνση, οι αστυνομικοί ψάχνουν εκ νέου μια απόπειρα ληστείας που έγινε το απόγευμα της 7ης Αυγούστου 2020 στη μάντρα μεταχειρισμένων ανταλλακτικών αυτοκινήτων και ελαστικών που διατηρεί επί της Λ. Δημοκρατίας στις Αχαρνές. Τότε, ένας άνδρας νεαρής σχετικά ηλικίας είχε πυροβολήσει στο πόδι τον αδελφό του απαχθέντος, όταν εκείνος αρνήθηκε να του δώσει τα χρήματα από το ταμείο. Ο ληστής διέφυγε με τη βοήθεια συνεργού του και η υπόθεση «έκλεισε» σύντομα ελλείψει άλλων στοιχείων αλλά και ενδιαφέροντος, όπως ελέχθη από την πλευρά της ιδιοκτησίας της επιχείρησης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο δράστης είχε απειλήσει στα ελληνικά τον έτερο αδελφό Κυπαρίσση, στην ίδια δε γλώσσα συνεννοήθηκε με τον συνεργό του κατά την αποχώρησή τους. Εκ των υστέρων, κατά τις ίδιες πηγές, προέκυψε ότι τα δύο αδέλφια είχαν ημερήσιες συναλλαγές δεκάδων χιλιάδων ευρώ, πάντα μετρητά, σε αγοραπωλησίες μεταχειρισμένων διαθέτοντας και δίκτυο χονδρικής με συνεργαζόμενους στη Βόρεια Ελλάδα, και συγκεκριμένα σε προάστια της Θεσσαλονίκης, όπου διατηρεί δεύτερη μάντρα στην Ευκαρπία.
Ευρήματα
Στο μικροσκόπιο λοιπόν έχουν μπει ξανά τα ευρήματα εκείνης της απόπειρας, δηλαδή ο δράστης και ο συνεργός του που ουδέποτε εντοπίστηκαν, οι ανταγωνιστές του απαχθέντος επιχειρηματία και βεβαίως όσοι ήξεραν, είτε από παρακολούθηση είτε επειδή τον συναναστρέφονταν, ότι διέθετε κάποιο «κομπόδεμα». Επίσης αξιοποιούνται πληροφορίες και για άλλες δραστηριότητές του, αφού όσοι ασχολούνται με τα αυτοκίνητα στον τομέα των ανταλλακτικών συνήθως επεκτείνονται στο εμπόριο καυσίμων, λιπαντικών, στα μεταχειρισμένα φορτηγά – λεωφορεία κ.τ.λ.
Οι σχέσεις με Ρομά
Φυσικά τα κενά για τη δραστηριότητα του Γιώργου Κυπαρίσση είναι πολλά, ιδίως όσον αφορά τις σχέσεις του με τους Ρομά της περιοχής και τους αποκαλούμενους «Ρωσοπόντιους» του Μενιδίου, των Αχαρνών, της Φυλής, του Ασπρόπυργου και των Μεγάρων, χωρίς να έχει αποκλειστεί η περίπτωση της απαγωγής του από ανταγωνιστές του ή από κάποιον από τους προμηθευτές του. Κι επειδή σε τέτοιου είδους εμπορικές σχέσεις τα πράγματα δεν ακολουθούν την… πεπατημένη, η Αστυνομία συνομιλεί και με φυλακισμένους για κλοπές και διαρρήξεις. «Το δίκτυό τους είναι ανιχνεύσιμο αλλά τα στόματα παραμένουν κλειστά, πιθανόν γιατί οι απαγωγείς έχουν δράσει ανεύθυνα», σημειώνουν στελέχη της Ασφάλειας, υπογραμμίζοντας ότι οι απειλές, οι δολιοφθορές, οι βιαιότητες, οι κλοπές ακόμη και οι «ολιγοήμερες εξαφανίσεις» αποτελούν πεδία των μεταξύ τους εκβιασμών.
«Ξέρουν πως αν ζητήσουν πολλά, θα κινήσουν υποψίες για συνεργασία τους με μεγαλύτερους εγκληματίες κι αν φύγουν από τα ‘‘κατατόπια’’ τους θα αναγκαστούν να συνεργαστούν με άλλους μοιράζοντας σε περισσότερους τα λύτρα. Κατά συνέπεια, κρύβονται κάπου εδώ όπως συμβαίνει σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις απαγωγών», καταλήγουν οι ίδιοι αξιωματούχοι.
Οι υποθέσεις Ζώνα – Κυπριωτάκη
Σε σχέση με το παρελθόν, οι διωκτικές υπηρεσίες διαθέτουν τόσο σύγχρονα μέσα ώστε είναι σχεδόν αδύνατον, εάν το γεγονός εξελιχθεί έως την παράδοση – παραλαβή του θύματος, να μη συλληφθούν οι δράστες. Σε μια περίπου αντίστοιχη υπόθεση, τον Οκτώβριο του 2001, ο 34χρονος επιχειρηματίας Γιάννης Ζώνας παρέμεινε επί 2,5 μήνες στα χέρια των απαγωγέων του, οι οποίοι ακόμη και τις ημέρες τις παράδοσής του έπαιζαν κρυφτό με την Αστυνομία έως ότου λάβουν το χρηματικό αντάλλαγμα των 500.000.000 δραχμών. Έστω και πολύ αργότερα η ΕΛ.ΑΣ. είχε καταφέρει να εξιχνιάσει το έγκλημα, ωστόσο το θύμα και μέλη της οικογένειάς του πέθαναν έχοντας επιβαρυνθεί σωματικά και ψυχολογικά από τη μακρά ένταση των διαπραγματεύσεων.
Στην Κρήτη
Μία ακόμη απαγωγή που δεν θέλει κανείς να θυμάται «στράβωσε» το 2009 στην Κρήτη, όπου οι δράστες άρπαξαν τον 50χρονο βιομήχανο Γιάννη Κυπριωτάκη έξω από το εργοστάσιό του στο Ηράκλειο, ο οποίος ένα 24ωρο αργότερα εντοπίστηκε απανθρακωμένος στο πορτμπαγκάζ του οχήματός του. Αρχικά οι απαγωγείς ζήτησαν λύτρα 300.000 ευρώ και έπειτα από διαπραγματεύσεις έπεσαν στις 154.000 ευρώ.
Η παράδοση κανονίστηκε σε ερημικό σημείο στις Γούβες, όπου και άφησαν τη βαλίτσα με τα χρήματα. Ακολούθησε επικοινωνία των απαγωγέων λέγοντας ότι σε δύο ώρες θα άφηναν τον 50χρονο σε σημείο του Ηρακλείου. Αντ’ αυτού, όμως, οι αστυνομικοί βρήκαν το φλεγόμενο τζιπ του στις Ποταμιές Ηρακλείου έπειτα από τηλέφωνο περαστικού.
Όπως διαπιστώθηκε από την ιατροδικαστική εξέταση, είχαν στραγγαλίσει τον 50χρονο ήδη από το μεσημέρι, 12 ώρες πριν από την παράδοση των λύτρων. Η υπόθεση εξιχνιάστηκε λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2009, και όπως προέκυψε οι δολοφόνοι σκότωσαν τον επιχειρηματία γιατί πίστεψαν ότι αναγνώρισε τον έναν, καθώς είχε δουλέψει για εκείνον στο παρελθόν. Συνελήφθησαν ένας 33χρονος Έλληνας ελαιοχρωματιστής από τους Ασκούς Ηρακλείου και οι δύο βοηθοί του στη δουλειά, Σύροι 25 και 26 ετών.