«Τόσο η προφυλάκιση όσο και η μετέπειτα φυλάκιση την οποία υπέστην είχε σοβαρότατο αρνητικό αντίκτυπο στην ζωή μου και την εργασία μου, την οποίαν αναγκάστηκα να διακόψω καθ’ όλη εκείνη τη χρονική περίοδο, πράγμα που δημιούργησε τεράστιο οικονομικό πρόβλημα σε μένα αλλά και ανυπολόγιστη στενοχώρια, ταλαιπωρία, αίσθηση αδικίας, διασυρμό και ταπείνωση και μου στέρησε την ελευθερία μου για πέντε από τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου, δεδομένου ότι κατά τη σύλληψή μου ήμουν 30 ετών και σήμερα είμαι 35 ετών», ανέφερε στην αίτησή του.
O Τάσος Θεοφίλου κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε ληστείας τράπεζας στην Πάρο τον Αύγουστο του 2012, κατά την οποία υπήρξε ένας νεκρός. Ο ίδιος συνελήφθη στην Αθήνα ως ύποπτος, γνωστός στον αναρχικό χώρο, με τα ΜΜΕ να τον αντιμετωπίζουν ως ένοχο. Δικάστηκε ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης και με την επιβαρυντική διάταξη του νόμου περί τρομοκρατίας (187Α). Σημειώνεται πως κατά τη διάρκεια της δίκης του, αλλά και την έφεσης, το μοναδικό στοιχείο που παρουσιάστηκε εναντίον του, ήταν ένα καπέλο, το οποίο μάλιστα δεν υπήρχε στα αρχικά ευρήματα της ληστείας.
Βάσει αυτού του «στοιχείου», ο Θεοφίλου καταδικάστηκε το 2014 σε 25 χρόνια κάθειρξη για συμμετοχή στη ληστεία της Πάρου, με τη δεύτερη δίκη να ακολουθεί κατόπιν άσκησης έφεσης τόσο του ίδιου του κατηγορουμένου όσο και υπέρ του νόμου.
Κατά τις δύο δίκες του Θεοφίλου, κανένας αυτόπτης μάρτυρας δεν αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως έναν από τους δράστες της ληστείας.
Η αντιεισαγγελία του Αρείου Πάγου στη συνέχεια προσπάθησε να αναιρέσει την αθωωτική απόφαση, ωστόσο η αίτησή της δεν έγινε δεκτή από τον Άρειο Πάγο και ο Θεοφίλου κρίθηκε αμετάκλητα αθώος