Το τέλος των iPod ανακοίνωσε η Apple, 20 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του. Οπως αναφέρει η εταιρεία, το τελευταίο μοντέλο στη σειρά φορητών συσκευών αναπαραγωγής μουσικής iPod Touch θα πωλείται «μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων». Και ενώ η Apple υποστηρίζει πως αποσύρεται από την κατασκευή συσκευών αναπαραγωγής μουσικής, αναφέρει πως «το πνεύμα του iPod ζει» σε όλες τις συσκευές της που παίζουν μουσική, όπως το iPhone, το iPad και το HomePod Mini.
Το αρχικό μοντέλο του iPod που παρουσιάστηκε πριν από 20 χρόνια ήταν εξοπλισμένο με FireWire και λειτουργούσε ως μια φορητή συσκευή αναπαραγωγής μουσικής. Η Apple κατασκεύαζε συσκευές αποκλειστικά για ακρόαση ήχου μέχρι το 2017, όταν διέκοψε την κυκλοφορία των iPod Nano και Shuffle.
Το iPod δεν ήταν η πρώτη φορητή συσκευή ΜΡ3 (τα πρώτα ψηφιακά music players είχαν εμφανιστεί από το τέλος της δεκαετίας του 1990), αλλά ήταν αυτή που «έκανε τη διαφορά». Την εποχή που κυκλοφόρησε το iPod, μπορούσε να αποθηκεύσει μόνο 1.000 μουσικά κομμάτια, ενώ σήμερα πια πάνω από 90 εκατομμύρια τραγούδια. Το iPod Touch είχε σχεδιαστεί από την ίδια ομάδα που αργότερα εφηύρε το iPhone, το οποίο γρήγορα επισκίασε το iPod.
Έως το 2011 η Apple διατηρούσε μερίδιο σχεδόν 70% στην παγκόσμια αγορά των MP3 και μέχρι σήμερα έχει πουλήσει περίπου 450 εκατομμύρια iPods. Το iPod, που είχε παρουσιαστεί με τον γνωστό τρόπο της Apple από τον Στιβ Τζομπς στις 23 Οκτωβρίου 2001, είχε αρχικά ένα λιγότερο φιλόδοξο στόχο: να δημιουργήσει ένα μουσικό προϊόν που να κάνει τους καταναλωτές να θέλουν στη συνέχεια να αγοράσουν περισσότερους υπολογιστές Macintosh της Apple.
Μέσα σε λίγα χρόνια όμως, σύμφωνα με διεθνή ΜΜΕ, η συσκευή είχε δημιουργήσει μια νέα «γενιά iPod» με ακουστικά στα αυτιά τους όπου κι αν πήγαιναν, είχε αλλάξει την ίδια τη μουσική βιομηχανία και έβαλε την Apple στον δρόμο για να γίνει – χάρη και στο iPhone που ακολούθησε- η εταιρεία με τη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία στον κόσμο.
Διαβάστε επίσης
Apple: Λειτουργία τερματικού POS προστίθεται στα iPhone
Η Apple έγινε η πρώτη εταιρεία, με αξία πάνω από 3 τρισ. δολάρια