Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Άρειος Πάγος: Όσα περιλαμβάνει η διάταξη για το αδίκημα της απιστίας τραπεζικών στελεχών

Δεν υποκρύπτει “συγκεκαλυμμένη αμνηστία” των τραπεζικών στελεχών η διάταξη για τον τρόπο δίωξης του αδικήματος της απιστίας των τραπεζικών στελεχών περιγράφει αναλυτικά ο Άρειος Πάγος στην απόφαση του (βούλευμα) με την οποία έκρινε συνταγματική την εν λόγω διάταξη η οποία επιτάσσει να διώκεται μόνο μετά από μήνυση του τραπεζικού Ιδρύματος , το αδίκημα αυτό εκ μέρους στελεχών της τράπεζας.

“Η διάταξη με την οποία προβλέπεται η δίωξη της κακουργηματικής απιστίας, που στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, μετά από έγκληση, δεν εξαλείφει το αξιόποινο της εν λόγω απιστίας, αλλ’ απλώς θέτει πρόσθετο όρο, δηλαδή την υποβολή έγκλησης, για τη δίωξη της αξιόποινης αυτής πράξης και, συνεπώς, ως μη υποκρύπτουσα συγκεκαλυμμένη αμνηστία, δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος”, αναφέρει επί λέξει το σκεπτικό του Αρείου Πάγου

Το σκεπτικό

Το ΣΤ´ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου με το υπ’ αριθμόν 158/22.2.2021 βούλευμά του έκρινε ομόφωνα πως παύει η ποινική δίωξη για κακουργηματική απιστία σε βάρος ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας εφόσον δεν έχει υποβληθεί έγκληση εντός του χρονικού- μεταβατικού ορίου- των 4 μηνών από τους υπευθύνους της τράπεζας.

Κατά τους αρεοπαγίτες, η σχετική διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα δεν συνιστά συγκεκαλυμμένη αμνηστία, καθώς δεν απαλλάσσει γενικώς τα στελέχη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αλλά θέτει απλώς έναν πρόσθετο όρο που είναι η υποβολή μήνυσης: “Η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν. 4637/2019 δεν καθιερώνει γενικώς το ποινικώς ανεύθυνο των στελεχών των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα κατά τη λήψη των διαχειριστικών αποφάσεων, αλλ’ απλώς θέτει πρόσθετο όρο, δηλαδή την υποβολή έγκλησης, για τη δίωξη της αξιόποινης πράξης της κακουργηματικής απιστίας, που στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα”, αναφέρει το βούλευμα.

Στην Ολομέλεια

Οι δικαστές απορρίπτουν τους ισχυρισμούς περί ευνοϊκής μεταχείρισης των τραπεζικών στελεχών καθώς θεωρεί πως δεν αποτελούν ανάλογη περίπτωση τα στελέχη άλλων ανωνύμων εταιριών. Μάλιστα επισημαίνουν πως αν υφίστατο διάκριση τότε η διάταξη (ως ευνοϊκότερη) θα έπρεπε να επεκταθεί σε όλο το ιδιωτικό τομέα: “Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι ακόμη και αν επρόκειτο για όμοιας κατηγορίας πρόσωπα (κάτι που στη προκείμενη περίπτωση δεν ισχύει, όπως προεκτέθηκε), ο έλεγχος της επίμαχης διάταξης, υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του Συντάγματος, θα επέβαλε η όποια “ανισότητα” να αρθεί με την επέκταση της κατ’ έγκληση δίωξης της κακουργηματικής απιστίας (η οποία συνιστά ευνοϊκότερη ρύθμιση) σε όλο τον ιδιωτικό τομέα, κατ’ εφαρμογή της επεκτατικής ισότητας και όχι με την αναβίωση του αξιοποίνου μέσω αυτής, που καταλήγει έτσι, σε παραβίαση της κατοχυρωμένης από το άρθρο 7 του Συντάγματος αρχής της νομιμότητας του εγκλήματος και της ποινής”.

Αναφέρουν δε πως “…δεν μπορεί, όμως, ο δικαστής να ελέγχει τις σκέψεις ή τα ελατήρια που οδήγησαν το νομοθέτη στην ψήφιση του νόμου ούτε να αμφισβητεί την ειλικρίνεια του νομοθέτη, με το να δέχεται την άποψη ότι υπό τη συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση, διότι στην περίπτωση αυτή θα υπερέβαινε τα όρια του ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου και θα υποκαθιστούσε στο ρόλο του το νομοθέτη (ΟλΑΠ 11/2001).

Αν και το θέμα αναμένεται να κριθεί οριστικά στην Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου καθώς εκκρεμούν κι άλλες ομοειδείς υποθέσεις στα ποινικά τμήματα του δικαστηρίου σχετικά με την συνταγματικότητα της εν λόγω διάταξης, το σκεπτικό του βουλεύματος του ΣΤ´ Ποινικού Τμήματος ” δείχνει” σε πρώτη φάση την προσέγγιση του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Πηγή: Capital.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ 

Βασίλης Νουλέζας: Παρέμβαση σχετικά με τη μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης

Ελεύθεροι με όρους αφέθηκαν οι ιδιοκτήτες και υπάλληλοι Σχολών Οδηγών που κατηγορούνται για το κύκλωμα με τα διπλώματα οδήγησης

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

spot_img

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ