Αυτές τις ημέρες η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ έκλεισε τα 97 έτη ζωής, αποδεικνύοντας ότι το κοφτερό μυαλό και η πνευματική διαύγεια δεν έχουν ηλικία. Η αειθαλής βυζαντινολόγος – ιστορικός, μικρασιατικής καταγωγής, υπήρξε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης το 1967 στη Γαλλία και η πρώτη γυναίκα πρύτανης του Πανεπιστημίου της Σορβόννης στην 700 ετών ιστορία του, το 1976.
Της ΑΛΕΞΙΑΣ ΣΒΩΛΟΥ
Η Ασημίνα Νομικού μιλά για τις χαρές, τις λύπες και τα βιώματα της. Δίνει μαθήματα για τη θέληση, τους στόχους και αποκαλύπτει το μυστικό της μακροζωίας
Γεννημένη στις 29 Αυγούστου του 1926, μετά από σχεδόν ένα αιώνα ζωής, παραμένει οξυδερκής και πάνσοφη και εξακολουθεί να αποτελεί ένα ανεκτίμητο πνευματικό και ακαδημαϊκό κεφάλαιο για την Ελλάδα και την ανθρωπότητα, δικαιολογώντας με την παρουσία της στη γαλλική πρωτεύουσα τη δημοφιλή ονομασία του Παρισιού ως «πόλης του φωτός».
Την ίδια ώρα, μακριά από το Παρίσι και από την Αθήνα, στο μικρό και ακριτικό νησί των Φούρνων Κορσεών, μια άλλη ηλικιωμένη γυναίκα, μια δεκαετία μεγαλύτερη από την Ελληνίδα ιστορικό, διεκδικεί τον τίτλο της «Αρβελέρ των Φούρνων», πλησιάζοντας τα 107 έτη ζωής και παραμένοντας ακμαία, καθώς «τα έχει 400», όπως είθισται να λέμε! Η υπεραιωνόβια Ασημίνα με τα φωτεινά μάτια της, την αδύνατη, μικροσκοπική φιγούρα της και τα γκρίζα μαλλιά της, με μετρά με το πρώτο βλέμμα και μου μιλά αποκαλύπτοντας το αιώνιο κορίτσι που κρύβει μέσα της. Παρότι ως φιγούρες οι δύο γυναίκες μοιάζουν, καθώς είναι αδύνατες, μικροσκοπικές με κοντοκουρεμένα γκρίζα μαλλιά, η ζωή της Ασημίνας είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη της διάσημης Ελληνίδας ιστορικού.
Η Ασημίνα δεν περιπλανήθηκε σε ακαδημαϊκά μονοπάτια, αλλά διαθέτει τη σοφία της ζωής. Έγινε γνωστή ως η καλύτερη ράφτρα του Αιγαίου και έζησε τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πετσί της, καθώς της στέρησε τον άνδρα της, την άφησε χήρα, νεαρό κορίτσι, με τα παιδιά της μωρά, σε ένα μικρό νησί κατειλημμένο από τους Ιταλούς και αργότερα από τους Γερμανούς.
Σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια, η Ασημίνα δεν έχασε ποτέ τη μαχητικότητά της και την ατελείωτη ενέργειά της. Οι Φούρνοι ευτυχώς δεν βρέθηκαν για μεγάλο διάστημα υπό γερμανική κατοχή. Κυρίως είχαν Ιταλούς στρατιώτες. Οι Ιταλοί δημιούργησαν σχέσεις με τους νησιώτες, άνθισαν και πολλοί έρωτες μεταξύ των στρατιωτών και των κοριτσιών του νησιού και έκτοτε κάθε καλοκαίρι οι Ιταλοί τουρίστες κάνουν στην κυριολεξία απόβαση στους Φούρνους. «Οι Ιταλοί ήταν πιο εντάξει. Κομπιναδόροι, αλλά ανθρώπινοι. Ζούσαμε μαζί τους», λέει ο 91χρονος Παρθένης, που κατοικεί λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι της Ασημίνας. «Αντίθετα οι Γερμανοί ήταν κτήνη. Μόνο σκοτώνανε», προσθέτει ο παππούς και το βλέμμα του σκοτεινιάζει.
Η Ασημίνα ως ράφτρα μαντάριζε τα ρούχα των στρατιωτών, μεταξύ των οποίων και των Ιταλών, και τους χρέωνε τσουχτερά γι αυτό. Οι Ιταλοί διαμαρτύρονταν, λέγοντάς της: «Κυρία Ασημίνα εμείς δεν είμαστε πλούσια Αμερικανάκια, είμαστε φτωχοί Ιταλοί, μη μας “γδύνετε”’». Κι εκείνη απαντούσε: «Με τον πόλεμό σας, έχασα τον άνδρα μου κι έμεινα χήρα, τώρα θα πληρώσετε για να μεγαλώσω τα παιδιά μου!».
Θάρρος, τσαγανό, αντοχή, δύναμη ψυχής. Όλα συνυπάρχουν στην αιωνόβια γιαγιά, που έγινε σοφή μέσα από τις κακουχίες του πολέμου. Στο νησί των πειρατών και των μακρόβιων, η ίδια έμεινε πάντοτε λεπτή σαν κλαράκι, γιατί όπως λέει: «Έπρεπε να δοκιμάζω τα ρούχα που έραβα. Γι’ αυτό έπρεπε να είμαι αδύνατη!»
Όχι βέβαια πως εκείνα τα χρόνια μπορούσε κάποιος να παχύνει, αφού το φαγητό ήταν δυσεύρετο. Στους Φούρνους, οι κάτοικοι δεν στερήθηκαν ποτέ τα ψάρια και τα θρεπτικά φρούτα (φραγκόσυκα, κούμαρα, πορτοκάλια, σταφύλια), που το νησί παράγει σε ποσότητες. Άλλωστε το νησί για πολλά χρόνια υπήρξε ο πρώτος τόπος σε παραγωγή ψαριού στην Ελλάδα διαθέτοντας 11 συγκροτήματα γρι γρι.
Ακόμα και σήμερα, σε αυτή την τόσο προχωρημένη ηλικία, η Ασημίνα βγαίνει τα βράδια για φαγητό και παγωτό με την οικογένειά της και κάθεται μέχρι αργά στα παραλιακά καφέ, συζητώντας με φίλες και συγγενείς με αστείρευτο κέφι. Όταν τη ρωτάω ποιο είναι το μυστικό της υγείας της, εκείνη μου απαντά: «Να αγαπάς τη ζωή. Να μη σταματήσεις να δουλεύεις. Να έχεις στόχο!». Με αποκαλεί «κορίτσι» και, κάθε χρόνο που συναντιόμαστε στο νησί, μου εύχεται να ζήσω τα χρόνια της, γιατί αυτή είναι η καλύτερη ευχή που μπορεί να μου δώσει. Κάθε χρόνο την επισκέπτομαι απόγευμα, στη βεράντα της, με θέα τον πανέμορφο κήπο της. Όταν πέφτει το σκοτάδι, το σπίτι της φωτίζεται με ένα γαλάζιο φως, από την πάνω γωνία της βεράντας. Όταν κλείνω πίσω μου την καγκελόπορτα, φεύγοντας, κάνω πάντοτε τον ίδιο συνειρμό: Αν για τον μεγάλο Γκάτσμπι η ευτυχία ήταν ένα πράσινο φως στην απέναντι άκρη της λίμνης, γι’ αυτό το μικρό νησάκι του Βόρειου Αιγαίου η μακροβιότητα των κατοίκων του είναι συνδεδεμένη με αυτό το γαλάζιο φως στο σπίτι της γιαγιάς Ασημίνας.