Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Αυγουστιάτικο «χτύπημα» των Πυρήνων της Φωτιάς με επιστολή 4.866 λέξεων…

Μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς ανάρτησαν επιστολή στον ιστότοπο Interarma.info, η οποία τιτλοφορείται «Εν ψυχρώ: Περί συγκεντρώσεων, δημοψηφίσματος και συνένοχης δημοκρατίας» και με την οποία εκτοξεύουν απειλές.

Παρατίθεται αυτούσια η επιστολή – (οι επισημάνσεις με μαύρα γράμματα έγιναν από τη σύνταξη του ereportaz)

«Μερικές φορές είναι χρήσιμο να κρατάς μια απόσταση απ’ τα γεγονότα, πριν μιλήσεις γι’ αυτά. Η αναμονή και ο παγωμένος χρόνος της αιχμαλωσίας στη φυλακή επιταχύνουν, ούτως ή άλλως, την εν ψυχρώ απόσταση από τα γεγονότα. Μια ψύχραιμη απόσταση, σου δίνει τη δυνατότητα να παρατηρήσεις λεπτομέρειες που, συνήθως, αγνοούνται και ισοπεδώνονται από την ορμή της έντασης των εν θερμώ καταστάσεων. Όπως λένε, λοιπόν, συχνά, «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες»…

i) Η άνοδος πριν την πτώση (ή αλλιώς, εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε…)

Οι τελευταίες εβδομάδες στην Ελλάδα είναι ο συμπυκνωμένος χρόνος πολλών ετών διεθνούς οικονομικής κρίσης. Στην Ελλάδα, αυτήν την περίοδο, ο κινητήρας της ιστορίας ανεβάζει στροφές, παράγοντας μία νέα πραγματικότητα σκλαβιάς. Οι αλυσίδες της οικονομίας στραγγαλίζουν, για άλλη μια φορά, τη ζωή, με ακόμα πιο ασφυκτικό τρόπο. Ολόκληρη η ύπαρξή μας συνθλίβεται κάτω από το βάρος των αριθμών της οικονομίας, των μνημονίων, των φόρων, των τραπεζών, της αγοράς, των κανόνων του χρηματοπιστωτικού παιχνιδιού…

Όμως, όπως έχει ξαναγραφτεί, η οικονομία δεν είναι απλά αριθμοί τακτοποιημένοι σε μία σειρά∙ είναι το αποτέλεσμα των ιεραρχικών κοινωνικών σχέσεων, που αποτυπώνεται στη γλώσσα των αριθμών του χρήματος.

Πάμε, λοιπόν, λίγο πιο πίσω στο χρόνο. Γιατί η Ελλάδα, πριν γίνει το κέντρο της κρίσης της παγκόσμιας καπιταλιστικής μηχανής και το πεδίο δοκιμών των οικονομικών crash tests, είχε ζήσει το δικό της οικονομικό θαύμα.

Από το 1980 και μετά, η ελληνική κοινωνία και η οικονομία της μετασχηματίζονται. Η πολιτική αλλαγή στην εξουσία, με τον ερχομό της σοσιαλδημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους, φέρνει μαζί της τα “δώρα” της οικονομικής ανάπτυξης και των υποσχέσεων της μικροϊδιοκτησίας, της επαγγελματικής καριέρας, του εύκολου χρήματος. Σ’ αυτές τις συνθήκες, αναπτύσσεται η μικροαστική τάξη και τα όνειρά της. Η ελληνική κοινωνία κυνηγάει το δικό της μοντέλο επιτυχίας, αντιγράφοντας τους τρόπους των “ανεπτυγμένων” ευρωπαϊκών χωρών.

Η πτώση του ανατολικού μπλοκ, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, και η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, προκαλούν ένα αχαρτογράφητο πεδίο κοινωνικών αλλαγών. Η Ελλάδα, ως η μόνη καπιταλιστική χώρα των Βαλκανίων, γίνεται η γη της επαγγελίας για εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες, που περνάνε τα σύνορα για να γευτούν τον “παράδεισο” της ελευθερίας. Τα σύνορα, όμως, μεταξύ παράδεισου και κόλασης, είναι, συχνά, δυσδιάκριτα.

Για τα ντόπια αφεντικά, οι μετανάστες από τα Βαλκάνια και τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, είναι φθηνά εργατικά χέρια, σε σώματα που αναγκάζονται να δουλέψουν εξοντωτικά ωράρια σε συνθήκες σκλαβιάς. Για ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, τόσο στις πόλεις, όσο και στην επαρχία, οι μετανάστες είναι το υποτιμημένο ανθρώπινο δυναμικό, για χαμαλοδουλειές, εκμετάλλευση, προσβολές, ανάταση της εθνικής ψυχολογικής ντόπας. Όπως έγραφε ένα παλιό σύνθημα, «Η Ελλάδα έγινε η Αμερική των Βαλκανίων». Το ελληνικό κεφάλαιο θεριεύει και η μικροαστική τάξη μεγαλοπιάνεται, καθώς ζει το ελληνικό θαύμα της οικονομικής ανάπτυξης, που αντανακλάται στην αγορά δεύτερου αυτοκινήτου, νέου εξοχικού και επίδειξη νεοπλουτισμού… Τώρα οι μικροαστοί δεν αρκούνται μόνο στην απόκτηση και την κατοχή αντικειμένων, τώρα οι άνθρωποι καταναλώνουν ανθρώπους.

Παράλληλα, το ευρωπαϊκό όραμα της ΕΟΚ ανεβάζει το ευρωπαϊκό πρεστίζ της νεοελληνικής κοινωνίας. Η κοσμοπολίτικη γοητεία του «Είμαστε Ευρωπαίοι» θαμπώνει, και δε γίνονται ορατές οι πραγματικές προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομικής αυτοκρατορίας, που θέλει να δημιουργήσει (σε πρώτο βαθμό) όρους διακρατικής οικονομικής εξάρτησης και υποδούλωσης των ανθρώπων. Στα πρώτα χρόνια του μοντέλου της ευρωπαϊκής οικονομικής κοινότητας, το χρήμα ρέει άφθονο, όπως και οι υποσχέσεις για την μελλοντική ανάπτυξη. Επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις, προγράμματα οικονομικής στήριξης, θαμπώνουν την ελληνική κοινωνία, όπως τα καθρεφτάκια των αποικιοκρατών τους ιθαγενείς. Το αντάλλαγμα είναι η πλήρης οικονομική εξάρτηση από το κεντρικό διευθυντήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τον έλεγχο της εθνικής οικονομίας. Έτσι, το παραδοσιακό μοντέλο της εθνικής οικονομικής τυραννίας των ντόπιων αφεντικών συναντάει τον σύγχρονο διεθνοποιημένο οικονομικό δεσποτισμό. Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος συνεχίζει να γυρνάει γύρω από οικονομικούς άξονες που, ανεξαρτήτως διαχείρισης (εθνικός ή διεθνής δυνάστης), αλυσοδένουν την ύπαρξή μας.

Όλο αυτό είναι το περίγραμμα ενός κόσμου που έχει αντικαταστήσει τη ζωή με την ομαλή κυκλοφορία χρήματος και καταναλωτικών προϊόντων. «Θα πρέπει να μάθουμε να βάζουμε τη λογική πάντα πάνω από το συναίσθημα», είναι η δήλωση του Υπουργού Οικονομικών της Κύπρου, στις πρόσφατες ευρωπαϊκές συνεδριάσεις για το ζήτημα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Θα χρειάζονταν αρκετές σελίδες με δαιδαλώδεις σημειώσεις, οικονομικούς ορισμούς, ποσοστά και πολλούς αριθμούς, για να αναλυθεί και να περιγραφεί το σύγχρονο οικονομικό μοντέλο.

Όμως, ως αναρχικοί, η μόνη σχέση που μπορούμε να έχουμε με τους οικονομικούς όρους, είναι απόλυτα εχθρική. Το έχουμε ξαναπεί, άλλωστε, ότι η οικονομία δεν είναι αριθμοί και πίνακες στατιστικής, είναι κοινωνική σχέση. Είναι μία κανιβαλική σχέση, που τα χαμόγελα και η ευτυχία των αφεντικών χτίζονται πάνω στη λεηλασία και την εκμετάλλευση των υποτελών τους. Η οικονομική μηχανή τρέφεται με τόνους κακοπληρωμένου ιδρώτα, αίμα εργατικών ατυχημάτων, υποκλίσεις πειθαρχημένων εργαζόμενων αλλά και τη χαρούμενη αδιαφορία των μισθωτών σκλάβων, που μεταμορφώνονται σε καταναλωτές και κλειδώνονται μόνοι τους στα κλουβιά τους.

Σήμερα, η Ελλάδα, μετά το όνειρο της οικονομικής ευδαιμονίας, ζει τον αναμενόμενο εφιάλτη του οικονομικού κανιβαλισμού. Δεν είναι μόνο τα οικονομικά σκάνδαλα εταιρειών, ο χρηματισμός και οι δωροδοκίες, ούτε η αλαζονεία της διαφθοράς των πολιτικών προσώπων∙ είναι η ίδια η παθογένεια του οικονομικού συστήματος. Η καπιταλιστική οικονομία (όπως και κάθε σύστημα οικονομίας), προκειμένου να επιβιώσει, παράγει τους δικούς της αποκλεισμούς, τα δικά της ελαττωματικά γρανάζια, τους δικούς της “χρήσιμους περιττούς”…

Η Ελλάδα είναι το ελαττωματικό γρανάζι της οικονομικής μηχανής. Η πτώση της “Αμερικής των Βαλκανίων” είναι βίαιη και απότομη, όπως κάθε πτώση.

Ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας, που είχε μάθει στον εύκολο και γρήγορο πλουτισμό, ζει τώρα τα συντρίμμια των ονείρων του. Οικονομική κρίση, φορολογική αφαίμαξη, ουρές στα συσσίτια φαγητού, αυτοκτονίες συντελούν στην κοινωνική γενοκτονία των ημερών μας. Μια γενοκτονία σωματική και ηθική, που στήθηκε πάνω στις αποφάσεις της εξουσίας, αλλά και στη σιωπηλή αποδοχή και τα χαμόγελα συνενοχής ενός μέρους της κοινωνίας, που ένιωθε ως ένας μικρός βασιλιάς στα χρόνια της ελληνικής ανάπτυξης.

Έτσι, η Ελλάδα γίνεται, τώρα, η κεντρική σκηνή του θεάτρου της δοκιμασίας της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Στον ελλαδικό χώρο, πραγματοποιείται, τα τελευταία χρόνια, ένα οικονομικό πείραμα που, πίσω απ’ την κατάρρευση των χρηματιστηριακών δεικτών, καταρρέουν άνθρωποι. Το πείραμα δεν είναι αν θ’ αντέξουν οι αριθμοί της αγοράς, αλλά οι αντοχές των ανθρώπων. Το χρήμα, άλλωστε, δεν παράγει από μόνο του κέρδος, η εκμετάλλευση των ανθρώπων παράγει. Η μηχανή της οικονομίας πρώτα τρέφεται με τη συντριβή των ανθρώπων και μετά γεννάει την κυκλοφορία του χρήματος. Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται, δεν είναι αν θα επιβιώσει η οικονομία ή αν θα μεταρρυθμιστεί, αλλά αν θα διαλέξουμε να ζήσουμε σαν άνθρωποι ή σα σκλάβοι…

ii) Το μούδιασμα της αναρχίας και οι βολικές αναγνώσεις της ιστορίας

Φτάνοντας στο σήμερα, εκεί που κάποιοι βλέπουν την οικονομική κρίση, εμείς, ως αναρχικοί, μπορούμε να δούμε μια ευκαιρία. Μια ευκαιρία να εκτροχιάσουμε το τρένο της ιστορίας. Μια ευκαιρία να προκαλέσουμε ρωγμή στον οικονομοκεντρικό ιδεολογικό θώρακα της εξουσίας. Η οικονομική κρίση που προκαλεί ο καπιταλισμός στο μηχανισμό του, δημιουργεί βραχυκύκλωμα στο σύστημα, απ’ το οποίο μπορούμε να επωφεληθούμε και να διευρύνουμε τη ρήξη με το υπάρχον. Το δίλημμα είναι συγκεκριμένο: ή αυξάνουμε τις πιθανότητες για μια βίαιη και ένοπλη αποσταθεροποίηση του συστήματος ή χανόμαστε στην αφομοίωση, ακολουθώντας εναλλακτικές ρεφορμιστικές διαδρομές ανάθεσης ελπίδων και μεταρρυθμιστικού αντιπολιτευτικού λόγου… Την απάντηση θα την κρίνει η ιστορία και ο καθένας θα αναμετρηθεί με τον εαυτό του και την αξιοπρέπειά του…

Στην Ελλάδα, ο ερχομός της αριστερής κυβέρνησης κουβαλάει μαζί του ψευδαισθήσεις και οράματα κοινωνικής δικαιοσύνης, για ένα πρόθυμο καταναλωτικό κοινό, που αγωνιά να καταναλώσει ελπίδες. Πολλοί ξεχνούν πως ο πιο δραστικός τρόπος για να απελευθερωθείς, είναι να απελευθερωθείς πρώτα από τους αυτόκλητους σωτήρες και “απελευθερωτές” σου…

Ανάμεσα στο κοινό των καταναλωτών ελπίδας, συναντά κανείς και ένα μέρος του αναρχικού χώρου. Μερικοί αναρχικοί, από αφέλεια και αδυναμία, θεωρούν ότι η “προοδευτική αριστερή” εξουσία θα δημιουργήσει τις ευκαιρίες για μία ριζοσπαστικοποίηση εντός του συστήματος, ενώ άλλοι καιροσκόποι εμφανίζονται ως οι πιο “σοβαροί” του κινήματος, μεταλλάσονται σε κομμουνιστές και αναλαμβάνουν το ρόλο της ακροαριστερής αντιπολίτευσης, εντός των ορίων της νομιμότητας και του συμβολικού ακτιβισμού.

Με λίγα λόγια, η επικράτηση της αριστερής κυβέρνησης προκαλεί περισσότερο μούδιασμα στον αναρχικό χώρο, παρά στο συντηρητικό κομμάτι της εξουσίας.

Για να είμαστε, όμως, συνεπείς με την ιστορία, το μούδιασμα του αναρχικού χώρου στην Ελλάδα, δεν αρχίζει με τον ερχομό της αριστερής εξουσίας.

Ήδη, από το Σεπτέμβρη του 2009, που ξεκινά η αντιτρομοκρατική κατασταλτική επιχείρηση εναντίον της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς, ένα κομμάτι του αναρχικού χώρου αρχίζει να ιδεολογικοποιεί το φόβο του και να αποστασιοποιείται από εξεγερτικές πρακτικές. Ιδιαίτερα από το 2012 και μετά, εμφανίζεται δειλά – δειλά η τάση της κομμουνιστικοποίησης εντός των αναρχικών κύκλων, η οποία παρουσιάζεται ως έκφραση της πολιτικής ωρίμανσης της αναρχίας.

Σήμερα, μάλιστα, αρκετοί από τους νεόκοπους κομμουνιστές έχουν αποθρασσυνθεί τελείως, καταγγέλοντας την αναρχική πρακτική των hit n’ run επιθέσεων, ως συμπεριφορά πολιτικής ανωριμότητας και ελαφρόμυαλης εφηβείας, που προκαλεί την καταστολή ενάντια στο κίνημα. Δεν είναι τυχαίο πως, μέσα σε ανοικτές συνελεύσεις, βρήκαν χώρο να εκφραστούν νοοτροπίες και συμπεριφορές, που ευθέως καταδικάζουν αλλά και απειλούν όσους παρεκκλίνουν από την “κεντρική γραμμή” του κινήματος και προωθούν εξεγερτικές πρακτικές στο εδώ και τώρα…

Σίγουρα υπάρχουν αδυναμίες και αστοχίες μέσα στη δίνη των εξεγερτικών γεγονότων. Αυτό, όμως, θέτει το στοίχημα του ξεπεράσματός τους, μέσα από την εξέλιξη της αυτοοργάνωσης της επικινδυνότητάς μας ενάντια στην εξουσία, και όχι την προσπάθεια εγκαθίδρυσης κομμουνιστικών καταστατικών, που θέτουν τα επιτρεπόμενα όρια του κινήματος.

Κάπως έτσι, φτάνουμε στο τώρα. Προφανώς, η ιστορία δεν περιμένει ποτέ και για κανέναν. Την ίδια στιγμή που ο αναρχικός χώρος αυτοπαγιδεύεται στο βαθύ σκοτάδι της εσωστρέφειας και της μικροπολιτικής του, η καπιταλιστική μηχανή ορίζει, ως πεδίο δοκιμών της, την Ελλάδα. Ο οικονομικός στραγγαλισμός που εξαπολύει η αυτοκρατορίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκαλεί κοινωνική πόλωση και αντιδράσεις. Η ύπαρξη αριστερής κυβέρνησης πυκνώνει την ομίχλη της σύγχυσης, καθώς εμπορεύεται ελπίδα κοινωνικής αλλαγής. Καλούνται μεγάλες φιλοκυβερνητικές συγκεντρώσεις, στις οποίες συμμετέχει μια βεντάλια ανθρώπων και αντιλήψεων, από ψηφοφόρους της κυβέρνησης, συνδικαλιστές, αγανακτισμένους, πατριώτες, μέχρι ακροαριστερούς και αναρχικούς. Στον αντίποδα συγκροτείται το συντηρητικό μέτωπο των ευρωπαϊστών, με κεντρικό σύνθημα «Μένουμε Ευρώπη». Ένα μέτωπο που καθοδηγείται από τους υπέρμαχους της αστικής τάξης, στηρίζεται από τους ιδιοκτήτες των media, εκφράζεται από τους δημοσιογράφους και αποτελείται από δεξιούς, συντηρητικούς ψηφοφόρους, φοβισμένους τηλεθεατές και καριερίστες και καρικατούρες των social media. Ένα συγχυσμένο πεδίο αντιφάσεων κυριαρχεί και στις δύο περιπτώσεις. Όμως, ένα κομμάτι (κυρίως νεοκομμουνιστές) του αναρχικού χώρου επιχειρεί να κάνει μια διαφορετική ανάγνωση της πραγματικότητας. Είτε από αδυναμία πολιτικής αντίληψης, είτε από πολιτική σκοπιμότητα, χρησιμοποιεί μία ρητορική που δεν ανταποκρίνεται στα γεγονότα. Κάποιοι απ’ αυτούς ξεθάβουν από το σεντούκι της μνήμης έννοιες και χαρακτηρισμούς (γερμανοτσολιάδες, Μπουραντάδες κ.ά.), από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο… Επιχειρούν να κάνουν άτοπες ιστορικές συγκρίσεις ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, σε ανόμοιες καταστάσεις.

Επίσης, είναι οι ίδιοι που προσπαθούν να κατασκευάσουν μία γέφυρα πολιτικής σύνδεσης ανάμεσα στα γεγονότα της Ουκρανίας και της πλατείας Μεϊντάν, με τις συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα.

Σύμφωνα, δηλαδή, μ’ αυτούς, οι συντηρητικοί μικροαστοί, οι νερόβραστοι ψηφοφόροι του Ποταμιού και οι τηλεθεατές υπήκοοι του «Μένουμε Ευρώπη», είναι οι απόγονοι των ταγματασφαλιτών και η ελληνική απεικόνιση της παραστρατιωτικής ουκρανικής οργάνωσης του Δεξιού Τομέα…

Μιλάμε για το ίδιο πλήθος που χειροκροτούσε, ως κεντρικούς ομιλητές των συγκεντρώσεών του, τηλεπερσόνες, διανοούμενους μαϊντανούς και γραφικούς πρώην ολυμπιονίκες. Για το ίδιο πλήθος των 8-10.000 που, στα πλαίσια του δημοκρατικού πλουραλισμού, συνυπήρχε με την αντισυγκέντρωση εναντίον του, των 200 κομμουνιστών, που γινόταν λίγα μέτρα πιο κάτω και, απλά, κατά την αποχώρησή της, αρκέστηκε στο να τη γιουχάρει και να πετάξει δύο καφέδες. Χρησιμοποιώντας τη ρητορική των συγκρίσεων, αντιλαμβάνεται κανείς τί θα είχε συμβεί αν αυτοί οι 8-10.000 ήταν όντως η ελληνική απεικόνιση του Δεξιού Τομέα και συναντούσαν τους 200 (νεο)κομμουνιστές.

Αν δεν είναι, λοιπόν, ανικανότητα πολιτικής εκτίμησης, τότε η χρήση έντονα συναισθηματικά φορτισμένων πολιτικών εννοιών και αντίστοιχων συγκρίσεων (γεγονότα εμφυλίου, γεγονότα Ουκρανίας), δεν είναι μόνο φθηνός πολιτικαντισμός, αλλά ασέβεια και βεβήλωση της μνήμης των νεκρών εκείνων των γεγονότων.

Είναι γνωστή η τεχνική του «αν η πραγματικότητα διαφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα», τέτοια τεχνάσματα, όμως, και καιροσκοπισμοί προκαλούν αποστροφή.

Την ίδια στιγμή, ένα άλλο κομμάτι αναρχο – (νεο) κομμουνιστών επιχειρεί μία επιφανειακή και αφελή προσέγγιση των φιλοευρωπαϊκών συγκεντρώσεων του Συντάγματος. Κάνει αναφορές σε «κάθοδο της αστικής τάξης» στην πλατεία Συντάγματος, σε «θαμώνες του Κολωνακίου» και σε «κυρίες της Εκάλης». Προσπαθεί, έτσι, να προβάρει για τον εαυτό του το κουστούμι του υπερασπιστή του “φτωχού λαού” και επιχειρεί να κάνει παρέμβαση εντός της συγκέντρωσης των φιλοευρωπαϊστών. Όμως, οι ιδιοκτήτες του πλούτου και η αριστοκρατία του Κολωνακίου και της Εκάλης δε θα κατέβαιναν ποτέ στους δρόμους και τις πλατείες. Έχουν άλλους μηχανισμούς για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους (media, ένοπλους μισθοφόρους). Ποτέ δε θα “λερώνονταν”, ακόμα και με το πλήθος των εθελόδουλων υποστηρικτών τους. Είπαμε και πριν ότι, η πλειοψηφία των φιλοερωπαϊστών του Συντάγματος είναι σάρκα απ’ τη σάρκα των μικροαστών, των συντηρητικών χαμηλών κοινωνικά τάξεων και των ψηφιακών καριεριστών και καρικατούρων… Μπορεί, λοιπόν, να μην είναι οι σύγχρονοι «Μπουραντάδες», ούτε οι παραστρατιωτικοί του Δεξιού Τομέα, μπορούν, όμως, να αντιδράσουν με τη βία του όχλου, όταν 30 άτομα πάνε να κάνουν προκλητική παρέμβαση μέσα στη συγκέντρωσή τους, που αριθμεί 8.000… Τα αποτελέσματα είναι γνωστά, καθώς οι συλλογικότητες που έκαναν την παρέμβαση, αντιμετωπίστηκαν εχθρικά, ορισμένοι χτυπήθηκαν από τη βία ενός ηλίθιου όχλου και, στο τέλος, συνελήφθησαν από τους μπάτσους. Φυσικά, το πρόβλημα δεν είναι η επιχειρησιακή “ήττα”, αλλά η αστοχία της ίδιας της αντίληψης, που προσδοκούσε ότι θα συναντήσει την κοσμική συγκέντρωση της αριστοκρατίας της Εκάλης και βρέθηκε με τον όχλο των εθελόδουλων απέναντί της.

Η πρότασή μας για τα γεγονότα αυτά είναι ξεκάθαρη.

Η μία περίπτωση είναι να γυρίσεις την πλάτη σ’ αυτό το τσίρκο των αντιφάσεων και να οργανώσεις τις δικές σου αυτόνομες πολιτικές υποδομές, επιδιώκοντας με τις δράσεις σου ν’ αποσυναρμολογήσεις την πόλωση που συγκροτείται πάνω σε ψευτοδιλήμματα και να την ανασυγκροτήσεις πάνω στην πραγματική ρήξη, ανάμεσα στην ελευθερία και την υποταγή, στην αξιοπρέπεια και την υποδούλωση, στην αναρχική εξέγερση και τον κοινωνικό θάνατο.

Η άλλη περίπτωση είναι να επιλέξεις να χωθείς μέσα στο αρχιπέλαγος των αντιφάσεων, κρατώντας, όμως, αιχμηρά τα πολιτικά σου χαρακτηριστικά, διαλύοντας τις αντιφάσεις, μέσα από ξεκάθαρες επιθετικές δράσεις, προκειμένου να εκτρέψεις την πόλωση σε ρήξη. Στην επιλογή αυτή, δε χωράνε ειρηνικές αντισυγκεντρώσεις ενάντια στα καλέσματα της δεξιάς αντιπολίτευσης που, στα πλαίσια του δημοκρατικού πλουραλισμού, μπορούν ν’ αφομοιωθούν και να γίνουν αντιληπτές ως “φιλοκυβερνητικές παρουσίες συμπάθειας και στήριξης”. Ούτε, φυσικά, συμβολικές παρεμβάσεις, που αποσκοπούν στα 15 λεπτά δημοσιότητας και μένουν εκτεθειμένες στην επιθετικότητα του συντηρητικού όχλου. Απορρίπτεις τους θορυβώδεις, ακίνδυνους συμβολισμούς και περνάς πρώτος στην επίθεση, στοχεύοντας συγκεκριμένα τους βασικούς εκπροσώπους και εκφραστές του συντηρητικού φάσματος της εξουσίας. Ένοπλες επιθέσεις, εμπρησμοί, σαμποτάζ, ξυλοδαρμοί ενάντια σε media, δημοσιογράφους, πολιτικούς, που συνοδεύονται από ξεκάθαρο αναρχικό λόγο, δυναμιτίζουν την ατμόσφαιρα και, λόγω του έκνομου και βίαιου χαρακτήρα τους, δε μπορούν να γίνουν αφομοιώσιμα από την αριστερή ρητορική της (ψευτο)μεταρρυθμιστικής εξουσίας.

Δυστυχώς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, υπήρξε εκκωφαντική αδράνεια από πλευράς αναρχικών. Κάποιοι έγιναν ακολουθητές του αριστερού μοτίβου της εξουσίας και άλλοι βυθίστηκαν στη σιωπή και στην εκ του ασφαλούς κριτική… Μία ευκαιρία χάθηκε.

iii) Αναρχική αμνησία και τα ηρεμιστικά του πολιτικού ρεαλισμού

Κάπως έτσι, φτάνουμε στην τελετουργία του δημοψηφίσματος. Έχει προηγηθεί μία εμετική προπαγάνδα των δημοσιογράφων υπέρ της αυτοκρατορίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, όπως αποδείχτηκε, παρήγαγε τα αντίθετα αποτελέσματα. Οι υπερβολές που χρησιμοποιήθηκαν και η προκλητική στάση των υπηρετών του ψέμματος, φαίνεται πως ερέθισε τα τελευταία αντανακλαστικά ενός κομματιού της κοινωνίας και το οδήγησε να αρνηθεί, έστω και προσωρινά, την προπαγάνδα του φόβου. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, με τη θριαμβευτική νίκη του «ΟΧΙ», πληγώνει το γόητρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των πιστών ακολουθητών της. Ταυτόχρονα, όμως, το δημοψήφισμα πυκνώνει ακόμα περισσότερο τη σύγχυση. Απ’ τη μία, με την ψήφο στο «ΟΧΙ» ανανεώνεται η ανάθεση ελπίδας στην αριστερή κυβέρνηση, που, όμως, τώρα, αποδεικνύεται δειλή, άτολμη και απρόθυμη στο ρόλο του “σωτήρα του λαού”, καθώς στην πράξη υποκλίνεται στη δυναστεία της ευρωπαϊκής ολιγαρχίας και υπογράφει νέα συνθήκη υποδούλωσης (τρίτο μνημόνιο). Απ’ την άλλη, ο αναρχικός χώρος βραχυκυκλώνει τον εαυτό του. Ένα κομμάτι του, επικαλούμενο τη λογική του πολιτικού ρεαλισμού και της “ενηλικίωσης” της αναρχίας, προπαγανδίζει ανοικτά τη συμμετοχή στο δημοψήφισμα, υπέρ του «ΟΧΙ»… Ένα άλλο κομμάτι του, πιο συνεπές στον κλασσικό αναρχισμό, κρατάει αποστάσεις και καλεί σε συνειδητή αποχή…

Η συντριπτική νίκη του «ΟΧΙ» ενθουσιάζει, αρχικά, τους αναρχικούς που ψήφισαν, οι οποίοι θριαμβολογούν και φαντασιώνονται τη μαζική κοινωνική αφύπνιση. Όποιος, όμως, κοιμάται με ελπίδες, σύντομα μπορεί να ξυπνήσει με εφιάλτες. Η εξέλιξη των γεγονότων (ψήφιση τρίτου νομοσχεδίου χωρίς κοινωνικές εντάσεις, με εξαίρεση τις επιθέσεις του μαύρου μπλοκ της συγκρουσιακής αναρχίας) κάνουν τις φωνές τους για «ταξική αντεπίθεση» να μοιάζουν με ηχώ στο κενό.

Η επικράτηση του «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα, σίγουρα ενοχλεί την τεχνοκρατική εξουσία, ταράζει τη συντηρητική ολιγαρχία και αποσυντονίζει την ισχύ της μιντιακής προπαγάνδας. Την ίδια στιγμή, όμως, η διαδικασία του δημοψηφίσματος επικυρώνει τη λογική της ανάθεσης της ζωής μας σε επίδοξους “σωτήρες”.

Αισθανόμαστε ότι πρέπει να συλλαβίσουμε, ξανά απ’ την αρχή, την αλφαβήτα της αναρχίας, για να ξεδιαλύνουμε τη σύγχυση των ημερών μας.

Η ψήφος, όποια κι αν είναι αυτή, κλέβει τη δύναμη της επιλογής του να πάρουμε εμείς οι ίδιοι τη ζωή στα χέρια μας και τη μεταφέρει στα χέρια των υποψήφιων διαχειριστών της “σωτηρίας”, της “ελπίδας”, ενός “καλύτερου αύριο”…

Η συμμετοχή σε οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία είναι μια χειρονομία παράδοσης, μια κίνηση παραίτησης, ένα ενέχυρο ελπίδας σε κάποιους έξω από εμάς, που θα αποφασίσουν για εμάς.

Φαίνεται πως το πλήθος έχει ανάγκη από είδωλα, από ινδάλματα, από σωτήρες, από ηγέτες… Την ίδια στιγμή, όμως, που ο ψηφοφόρος αγωνιά να ζητωκραυγάσει, να φανατιστεί, να νιώσει ασφαλής μέσα στο κοπάδι των πιστών, την ίδια στιγμή απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την απελευθέρωσή του. Μοιάζει με τον πιστό χριστιανό που προσεύχεται στο θεό του. Στις προσευχές δεν υπάρχει απάντηση και η τελετουργία τους θέλει τους πιστούς στα γόνατα… Η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, για μία πιο “δίκαιη” εξουσία, σκλαβώνει τον κόσμο, τον δηλητηριάζει με υποσχέσεις και τον κρατάει καθηλωμένο στην ακινησία της αδράνειας και της αιώνιας προσμονής.

Δεν υπάρχει ελευθερία στον κόσμο, εκτός απ’ αυτήν που φτιάχνουμε εμείς οι ίδιοι με τα χέρια μας.

Οι αναρχικοί που στήριξαν δημόσια τη συμμετοχή στο δημοψήφισμα, ομολόγησαν, ουσιαστικά, την αδυναμία τους να πιστέψουν στο όνειρο της αναρχίας. Η ρητορική του πολιτικού ρεαλισμού, που νοθεύει και δηλητηριάζει το άπιαστο και το υπερβατικό της αναρχίας, είναι αποτέλεσμα προσωπικών συνθηκολογήσεων και συμβιβασμών ενός κομματιού της αναρχίας, που ενηλικιώνεται και ιδεολογικοποιεί την ήττα του, καθώς ξεχνάει να ονειρεύεται το ακατόρθωτο. Μακριά από ψευτοδικαιολογίες και φθηνούς τακτικισμούς, η ψήφος των αναρχικών είναι αποτέλεσμα της συλλογικής αδυναμίας να αναπτυχθεί ένα οργανωμένο συγκρουσιακό αναρχικό κίνημα, που να προωθεί την επίθεση στο εδώ και τώρα. Ιδιαίτερα σήμερα, στην Ελλάδα, οι αναρχικοί μιλάνε περισσότερο για το πώς θα ήθελαν να ζήσουν, παρά ζούνε…

Το κομμάτι των αναρχικών που αρνήθηκε να συμμετάσχει στην παράσταση του δημοψηφίσματος, στέκεται σίγουρα πιο συνεπές απέναντι στην ιστορία της αναρχίας. Αρκετοί, όμως, φαίνονται αγχωμένοι, μήπως η αποχή τους τους εξορίσει στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων. Είναι αλήθεια πως ο αναρχικός χώρος του σήμερα, δεν έχει καμία σχέση με την περιθωριακή νεανική υποκουλτούρα της αναρχίας της δεκαετίας του ’80. Αυτό είναι, από τη μία, προωθητικό, όταν μιλάμε για ποιοτική αναβάθμιση της πρακτικής θεωρίας και ανάπτυξη του αναρχικού αντάρτικου πόλης. Απ’ την άλλη, όμως, είναι στενάχωρο, όταν βλέπουμε το ονειρικό της αναρχίας να οπισθοχωρεί στο όνομα του θλιβερού συμβιβασμού με τον πολιτικό ρεαλισμό.

Ένα μεγάλο κομμάτι του αναρχικού χώρου επιθυμεί να αυτοπροβληθεί ως ένας επίσημος πολιτικός φορέας και ιδρώνει από το άγχος του να εμφανίσει πειστικές και ορθολογικές προτάσεις σωτηρίας του κόσμου. Είναι ενδεικτικό πως τα περισσότερα αναρχικά κείμενα που κυκλοφόρησαν, καλώντας σε αποχή από το δημοψήφισμα, διαπνέονταν από μια οικονομοκεντρική αντίληψη. Προτάσεις για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης, για τη διαγραφή του χρέους, για την ανοικοδόμηση της παραγωγής, για το νόμισμα… Οικονομικά αντίδοτα και ορολογίες που θα ψώνιζε κανείς από τα ιδεολογικά ράφια της αριστεράς, κυκλοφορούν, τώρα, με αναρχικές ετικέτες.

Η παγίδα του πολιτικού ρεαλισμού θέλει να εγκαταλείψουμε το ονειρικό της αναρχίας και να αιχμαλωτιστούμε σε ξύλινες λέξεις, που τακτοποιούν τη ζωή μας σε πρόγραμμα και αριθμημένα βήματα εξέλιξης και “προόδου”.

Έτσι, οι “ενήλικοι” αναρχικοί προσδοκούν ότι οι τακτοποιημένες, πλέον, αναρχικές σκέψεις, που διαθέτουν οργάνωση και πρόγραμμα της μελλοντικής ζωής, θα γίνουν πιο αποδεκτές από την κοινωνία. Αυτό έχει μια δόση αλήθειας, καθώς το πλήθος αρέσκεται στο να γαντζώνεται από ετοιμοπαράδοτες λύσεις, προσχεδιασμένες προτάσεις σωτηρίας και σίγουρες εγγυήσεις. Το κοπάδι της μάζας βελάζει πάντα προς τον τσοπάνο του… «πες μας πού θα πάμε…», «δείξε μας το δρόμο», «οδήγησέ μας»…

Κανένα πρόβατο, όμως, δε σώθηκε βελάζοντας…

Η ζωή δεν προσφέρει εγγυήσεις∙ υπάρχουν μόνο οι προκλήσεις της, που περιμένουν να αναμετρηθούν μαζί σου…

Δε χρειάζεται να αντιγράφουμε τους μηχανικούς της εξουσίας για να προτείνουμε τις δικές μας “επαναστατικές” λύσεις.

Η αναρχική αντιπρόταση του πολιτικού ρεαλισμού, μπαίνει, άθελά της, σ’ ένα διάλογο που η εξουσία έχει θέσει τους όρους. Αντί, λοιπόν, να προσπαθούμε να αντιστρέψουμε τους οικονομικούς όρους και να προτάσσουμε επαναστατικές λύσεις ενός ριζοσπαστικού μοντέλου διαχείρισης της οικονομίας και της παραγωγής, ας διακόψουμε αυτόν το “διάλογο” οριστικά, επεξεργαζόμενοι ένα σχέδιο για την πλήρη αποσυναρμολόγηση και καταστροφή της οικονομίας.

Άλλωστε, όλες οι προτάσεις των οπαδών του πολιτικού ρεαλισμού είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.

Απ’ τη μία, το πλήθος των καταναλωτών της ελπίδας θα εκτιμήσει τις κοινωνικές αντιθεσμίσεις τους (κοινωνικά ιατρεία, συλλογικές κουζίνες, χαριστικά παζάρια κ.ά.), που απαλύνουν λίγο τη φτώχεια τους, στις κρίσιμες, όμως, στιγμές των αποφάσεων, πάντα θα διαλέγει να εμπιστευτεί τους επαγγελματίες σωτήρες, τα κόμματα και τους πολιτικούς… Κι αυτό συμβαίνει όχι γιατί προφητεύουμε το μέλλον, αλλά γιατί η λογική του πολιτικού ρεαλισμού και οι κοινωνικές αντιθεσμίσεις, αντί να συνδεθούν με το όνειρο της αναρχίας και την ένοπλη πραγμάτωσή του, λειτουργούν ως βάλσαμο και καταπραϋντικό στον “ασθενή” λαό. Δεν τον ταρακουνάνε, δεν του ανατινάζουν τη νοοτροπία, μόνο τον ανακουφίζουν και του χαϊδεύουν τ’ αυτιά, θεωρώντας τον “αιώνια αδικημένο”.

Γι’ αυτό, ο “αιώνια αδικημένος” λαός εξακολουθεί να συμπεριφέρεται σαν όχλος και να εμπιστεύεται τους επαγγελματίες γιατρούς και όχι τις εναλλακτικές θεραπείες.

Απ’ την άλλη, όλες σχεδόν οι προτάσεις του πολιτικού ρεαλισμού δείχνουν να αγνοούν τη διεθνή διάσταση της αναρχικής προοπτικής. Καταστρώνουν και επεξεργάζονται εναλλακτικά οικονομικά προγράμματα (κοινωνικοποίηση της παραγωγής δίχως μεσάζοντες, δωρεάν συγκοινωνίες), σα να πρόκειται να μπορούν αυτά να εφαρμοστούν σε μια “ελεύθερη” ζώνη, εντός της εξουσιαστικής αυτοκρατορίας.

Είναι δεδομένο πως, οποιαδήποτε απελευθερωτική απόπειρα περιοριστεί στα γεωγραφικά όρια μιας χώρας, είναι καταδικασμένη να δεχτεί την επίθεση από τη διεθνή συμμαχία της εξουσίας.

Κάθε εξεγερτικό εγχείρημα, κάθε αναρχική συνωμοσία εμπεριέχει ένα διεθνή χαρακτήρα διάχυσης, επιθυμώντας να μεταδοθεί σαν ιός που θα προσβάλλει όλες τις πτυχές της εξουσίας. Ο εθνοκεντρικός χαρακτήρας δεσμεύει τη σκέψη μας και την κρατά καρφωμένη σ’ ένα γραφικό αντιπολιτευτικό επίπεδο, που διαφημίζει τη δικιά του λύση “εθνικής σωτηρίας”. Σε συνδυασμό με τη λογική του πολιτικού ρεαλισμού, η υποταγή περιγράφεται αποκλειστικά ως μία στενά υλική συνθήκη, που περιορίζεται στη σφαίρα της οικονομίας.

Η αναρχία, όμως, δεν είναι το ρεκτιφιέ για τη “δίκαιη” οικονομική διαχείριση, αλλά ένας συνολικός τρόπος ζωής, που ανατινάζει τα είδωλα κάθε μορφής υποταγής και αποζητά ένα πιο ελεύθερο και καθαρό βλέμμα…

iv) Χαοτική μεταβλητή – ένα σχέδιο δίχως δίχτυ ασφαλείας

Οι άνθρωποι συνηθίζουν περισσότερο να ρωτάνε, περιμένοντας έτοιμες λύσεις, παρά ν’ αναζητούν οι ίδιοι τις απαντήσεις απ’ τον εαυτό τους.

Στην αγορά των ριζοσπαστικών ιδεολογιών, οι πιο δημοφιλείς είναι αυτές που καθησυχάζουν τις μάζες, προσφέροντάς τους ένα μελωδικό νανούρισμα με βολικές αλήθειες. Έτοιμες συνταγές σωτηρίας του κόσμου, που το “καλό” θριαμβεύει έναντι του “κακού”… Συνήθως, στις περισσότερες ιδεολογίες, όλοι περιμένουν τη μαγική στιγμή που ο λαός θα ενωθεί με τους επαναστάτες, θα εισβάλλει στα ανάκτορα της εξουσίας και θα τερματίσει τη δυναστεία του άδικου, οικοδομώντας τον επίγειο παράδεισο της κοινωνικής δικαιοσύνης…

Η ζωή, όμως, δεν είναι μία ενιαία αφήγηση. Οι καταστάσεις προκύπτουν, συχνά, ως αποτέλεσμα συνάντησης πολλών πιθανοτήτων. Ο μύθος του αδικημένου λαού που εξεγείρεται, παίρνει εκδίκηση από τους πλούσιους και αποκαθιστά τη δικαιοσύνη και την ισότητα στον αιώνα των αιώνων, μπορεί να ενθαρρύνει τις ελπίδες κάποιων, δεν απειλεί, όμως, την εξουσία.

Θέλουμε να εμβαθύνουμε τη σκέψη μας, να την απελευθερώσουμε από τις βολικές αλήθειες, να τη δοκιμάσουμε σε πιο αιρετικές διαδρομές, τολμώντας να κοιτάξουμε στο εσωτερικό μας, ούτως ώστε δίπλα στους ανοικτούς τάφους των δυναστών μας που θα εκτελέσουμε, να κηδέψουμε και τα εξουσιαστικά κατάλοιπα του ίδιου μας του εαυτού…

Θέλουμε να είμαστε ξεκάθαροι…

Δεν έχουμε καμία πρόταση να καταθέσουμε προς το αγοραστικό κοινό που αναζητάει την ελπίδα. Δεν έχουμε απαντήσεις σε ερωτήματα που αναζητούν εγγυήσεις. Δεν ξέρουμε το μέλλον, ούτε μπορούμε να το περιγράψουμε με το δελεαστικό τρόπο ενός διαφημιστή που πουλάει την πραμάτεια του.

Γνωρίζουμε, όμως, με βεβαιότητα, ότι θέλουμε ν’ ανατινάξουμε το σύγχρονο τρόπο ζωής, προκαλώντας πάταγο. Δε χρειάζεται να ξέρεις τί θα γίνει αύριο, για να καταστρέψεις ένα σήμερα που σε κάνει να αιμορραγείς.

Ένα νοσηρό σήμερα, που μας στραγγαλίζει οικονομικά και μας κάνει να γονατίζουμε στους εκβιασμούς των τραπεζών, των πολυεθνικών, των αφεντικών και της αυτοκρατορίας του πλούτου.

Ένα παρόν, που ο δυτικός πολιτισμένος κόσμος μετατρέπει χώρες ολόκληρες σε ομαδικούς τάφους (Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρία κ.ά.).

Ένα σύστημα που μας συνθλίβει καθημερινά, ελέγχει τις σκέψεις και τις επιθυμίες μας μέσα από οθόνες, μας μετατρέπει σε εθισμένους χρήστες της μαζικής ψηφιακής τεχνολογίας, μας μαθαίνει να είμαστε χαρούμενοι σκλάβοι, μας εξημερώνει για να θαυμάζουμε τους αφέντες μας και να θέλουμε να τους μοιάσουμε, μας εκπαιδεύει να μισούμε το διαφορετικό, μας επιτρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας ελεύθερους επειδή μπορούμε να ψηφίζουμε και να καταναλώνουμε, καταστρέφει τη φύση, πείθοντάς μας ότι αυτή είναι η πρόοδος του πολιτισμού κι εμείς, σαν ευτυχισμένοι Σίσσυφοι εξακολουθούμε να κουβαλάμε την πέτρα της σκλαβιάς μας και να θεωρούμε ότι αυτό είναι ζωή.

Ζούμε σε μια εποχή που μισούμε και γνωρίζουμε πως η ζωή είναι μια αλληλουχία μαχών και όχι μια λογιστική εξίσωση που αναζητάει τους λογιστές της για να δώσουν τη λύση.

Δεν είμαστε επαγγελματίες πολιτικοί για να υποσχεθούμε την κοινωνική γιατρειά. Η ελευθερία δεν έχει συνταγή∙ κατακτιέται μέρα με τη μέρα, καθώς βιώνεις την εμπειρία της. Τότε ανακαλύπτεις διαδρομές που, μέχρι σήμερα, μπορεί να μην είχες σκεφτεί.

Το ξέρουμε πως, για πολλούς, αυτά ακούγονται ανεύθυνα και αφαιρετικές ποιητικές υπερβάσεις, που δεν έχουν ανταπόκριση στην πραγματική ζωή. Ας θυμηθούμε, όμως, ότι το σήμερα το γέννησαν τα τέρατα της λογικής και τα επιστημονικά εργαστήρια. Ας αναλογιστεί, λοιπόν, ο καθένας, πού βρίσκεται ο παραλογισμός, στην ψυχρή λογική ή στην ονειρική υπέρβαση…

Όπως και να’ χει, πρέπει να αποδεχτούμε κάτι… Η μαύρη αναρχία δε θα είναι ποτέ εύπεπτη από τις μάζες. Διαλέξαμε να μετράμε τη ζωή σε συναισθήματα και χρώματα και όχι σε χρόνια. Είναι δύσκολος ο δρόμος για όσους έχουν μάθει να ζουν με τον κυνισμό των ρεαλιστικών συμβιβασμών. Ήδη, ακούμε χιλιάδες αναπάντητα ερωτήματα για το πώς φανταζόμαστε το αύριο… Είναι γεγονός πως δεν ξέρουμε πώς θα “λειτουργήσει” ένα απελευθερωμένο αύριο. Γι’ αυτό ακριβώς θα είναι απελευθερωμένο∙ γιατί δε θα έχει οδηγίες χρήσης. Γιατί θα είναι γεμάτο πιθανότητες, ερωτήματα και αμφισβητήσεις. Εξάλλου, όποιος ψάχνει για σίγουρες απαντήσεις, σύντομα θ’ αναζητήσει την ασφάλεια της αυθεντίας και των ιερατείων της εξουσίας. Εμείς κρατάμε τις ερωτήσεις…

Φυσικά, δε μας ενδιαφέρει να χαθούμε μέσα σε υπερβατικούς στοχασμούς και να εξαντληθούμε σε υπαρξιακές αναζητήσεις, δίχως να τολμήσουμε να πράξουμε το αδύνατο.

Γι’ αυτό χρειάζεται να οργανώσουμε ένα σχέδιο. Το αναρχικό αντάρτικο πόλης έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει την αναρχία από τις σκονισμένες σελίδες των βιβλίων και από τη θεωρία του αφηρημένου, στην πράξη, στη δημιουργία ανατρεπτικών γεγονότων. Αυτό είναι το δικό μας μπρα ντε φερ με την ιστορία.

Σήμερα, η αυτοκρατορία της εξουσίας κλονίζεται από τα οικονομικά της αδιέξοδα, τις εσωτερικές αντιπαλότητές της, τις εμπόλεμες ζώνες στην αραβική επικράτεια… Δε θέλουμε να καθοδηγήσουμε την αστάθεια του συστήματος προς ένα πρόγραμμα σωτηρίας, όπως υπόσχεται η αριστερά. Τα κοινωνικά γιατροσόφια έχουν πεθάνει. Αντίθετα, θέλουμε να χωθούμε μέσα στις αντιφάσεις του κοινωνικού αρχιπελάγους και να γίνουμε μία χαοτική μεταβλητή. Ένας φορέας αποσταθεροποίησης του συστήματος, με απρόβλεπτες προεκτάσεις.

Επιθυμούμε, με τη δράση μας, τις ένοπλες επιθέσεις, τις εκτελέσεις, τις βόμβες, τις φωτιές, τα σαμποτάζ να εξαπλώσουμε την αταξία και να βραχυκυκλώσουμε το σύστημα. Οι πυροβολισμοί, τα θραύσματα των εκρήξεων, οι molotov που φωτίζουν τις νύχτες έχουν στόχο, εκτός από το να πλήξουν τον εχθρό, να ταράξουν τον ήσυχο ύπνο των βεβαιοτήτων της κοινωνίας. Σήμερα υπάρχει μια σιωπηλή συμφωνία, ότι ο κόσμος δεν αλλάζει, ότι όλα είναι μάταια… Η οργάνωση του μπλοκ της μαύρης αναρχίας επιδιώκει να σπάσει αυτή τη συμφωνία. Η αποσταθεροποίηση που μπορούμε να επιτύχουμε μέσα από τις αντάρτικες επιθέσεις και τη συνολική αναρχική δράση, προκαλεί κενά ασφαλείας μέσα στο σύστημα. Μέσα στα κενά αυτά, μπορούν να γεννηθούν οι αρνήσεις ενάντια σ’ αυτόν τον κόσμο. Το διάστημα που χρειάζεται το σύστημα να θέσει τους διακόπτες του ξανά σε λειτουργία, μετά από μία επίθεση, παράγει στιγμές απελευθερωμένου χρόνου, που ο άνθρωπος μπορεί να σκεφτεί χωρίς παρωπίδες και να δει πως ό,τι δεν έχει συμβεί, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά.

Οργανωτικά, προκρίνουμε το σχηματισμό μικρών, ευέλικτων πυρήνων άμεσης δράσης, που χαρτογραφούν τη μητρόπολη, καταστρώνουν σχέδια, επιλέγουν τους στόχους και επιτίθενται.

Η επικοινωνία των επιθέσεων μέσω προκηρύξεων, λειτουργεί σαν κάλεσμα δράσης προς κάθε ενδιαφερόμενο και, παράλληλα, προσκαλεί και τους υπόλοιπους πυρήνες σε έναν ευρύτερο συντονισμό επιθέσεων. H FAI (Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία) στηρίζεται πάνω σ’ αυτό ακριβώς το οργανωτικό μοντέλο. Ούτε αρχηγοί, ούτε κεντρικές επιτροπές, ούτε αιώνια αναμονή μαζικής αφύπνισης, ούτε προσμονή ευνοϊκών συγκυριών.

Εμείς οι ίδιοι παίρνουμε τη ζωή στα χέρια μας.

Ξέρουμε πως πολλοί θα αναρωτηθούν «και τι θα κερδίσετε με όλα αυτά;», «πώς θα πείσετε τις μάζες να κάνουν επανάσταση;»…

Την καλύτερη απάντηση την έδωσε πριν από έναν αιώνα, ο Renzo Novatore…

Εσείς περιμένετε την Επανάσταση! Ας είναι! Η δικιά μου έχει ξεκινήσει εδώ και πολύ καιρό!

Όταν θα είσαστε έτοιμοι –ένας θεός ξέρει πότε– δεν έχω θέμα να βαδίσουμε αντάμα ένα κομμάτι της διαδρομής. Όταν όμως εσείς σταματήσετε, εγώ θα συνεχίσω την τρελή και θριαμβεύουσα πορεία μου προς τη σπουδαία και ανυπέρβλητη κατάκτηση του τίποτα!

Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς – FAI/IRF,

1/8/2015».

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ