Με την ιδιαιτέρως βαριά καταγγελία πως “με πολεμούν γιατί εμποδίζω μεγάλα διαπλεκόμενα συμφέροντα”, απαντά η πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας, Βασιλική Θάνου, για όλα τα ανοιχτά ζητήματα για τα οποία δέχτηκε επίθεση είτε από την αντιπολίτευση, είτε από την εισαγγελέα Τσατάνη, σε σχετική ανακοίνωσή της που έχει ως ακολούθως:
“Με αφορµή τις συνεχιζόµενες βολές κατά του θεσµού του Προέδρου του Αρείου Πάγου, από ορισµένα πρόσωπα, τα οποία πραπληροφορούν τους ΄Ελληνες πολίτες, προσπαθώντας να κλονίσουν την εµπιστοσύνη τους προς τον θεσµό και προς το πρόσωπό µου, επειδή, προφανώς, “ενοχλούνται”, διότι, µε την ευσυνείδητη άσκηση των καθηκόντων µου, εµποδίζω µεγάλα διαπλεκόµενα συµφέροντα, επιβάλλεται να επισηµάνω τα εξής:
Α) Σχετικά µε την αρµοδιότητα πειθαρχικού ελέγχου (σ.σ για την οποία η μομφή αφορά το γεγονός ότι ψηφίστηκε νόμος που της δίδει το δικαίωμα να ασκεί πειθαρχικό έλεγχο και η ίδια ως προεδρος ΑΠ) :
1. Αρµοδιότητα άσκησης πειθαρχικής δίωξης, (κατά το άρθρ. 99 παρ. 1 Κώδικα Οργανισµού ∆ικαστηρίων – Ν. 1756/1988) διαθέτουν ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και ο ΠροϊστάµενοςΕπιθεώρησης για όλους τους ∆ικαστικούς Λειτουργούς (∆ικαστές και Εισαγγελείς), καθώς και οι Πρόεδροι Εφετών,∆ιευθύνοντες τα Εφετεία, για τους ∆ικαστές της Περιφέρειάς τους και οι Εισαγγελείς Εφετών, ∆ιευθύνοντες τις Εισαγγελίες, για τους Εισαγγελείς της Περιφέρειάς τους. Με το Ν.4356/2015, άρθρ. 46 παρ. 3, προστέθηκε και η αρµοδιότητα του Προέδρου του Αρείου Πάγου. Ευλόγως, εποµένως, προκύπτει το ερώτηµα, ποιοι και γιατί ενοχλούνται, επειδή, πέραν του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου και του Προϊσταµένου Επιθεώρησης απέκτησε αρµοδιότητα και ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Επίσης, σαφώς προκύπτει από το κείµενο του νόµου ότι όλα τα έχοντα αρµοδιότητα άσκησης πειθαρχικής δίωξης όργανα είναι µονοπρόσωπα και είναι απολύτως ανακριβές ότι µέχρι τώρα το δικαίωµα άσκησης πειθαρχικού ελέγχου είχαν µόνον πολυπρόσωπα όργανα, όπως ορισµένοι ισχυρίζονται, στα πλαίσια της προσπάθειας παραπληροφόρησης.
2. Απολύτως ανακριβές, επίσης, είναι ότι η Πρόεδρος, η οποία ασκεί την πειθαρχική δίωξη, στη συνέχεια κρίνει τον ελεγχόµενο, συµµετέχοντας στο Πειθαρχικό Συµβούλιο, δεδοµένου ότι “δεν µπορούν να µετάσχουν σε πειθαρχικό συµβούλιο ή δικαστήριο, για την εκδίκαση ορισµένης πειθαρχικής υπόθεσης, εκείνοι που έχουν ασκήσει την πειθαρχική δίωξη ή έχουν ενεργήσει την ανάκριση, στην ίδια πειθαρχική υπόθεση.” (άρθρ. 97 παρ. 5 του ιδίου ως άνω νόµου).
Β. Σχετικά µε την από µέρους µου άσκηση πειθαρχικού ελέγχου κατά της Εισαγγελέως Εφετών Γεωργίας Τσατάνη (για την υπόθεση Βγενόπουλου ):
1. Ο αρµόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης έχει το δικαίωµα (άρθρ. 99 παρ. 9 του ιδίου ως άνω νόµου) να ενεργεί αµέσως προκαταρκτική εξέταση, η οποία διενεργείται είτε µε εντολή του, από άλλο δικαστικό λειτουργό, ανώτερο κατά βαθµό από τον ελεγχόµενο, είτε από τον ίδιον, αυτοπροσώπως, όπως έπραξα στην προκειµένη περίπτωση, λόγω της µεγάλης δηµοσιότητας που είχε λάβει η υπόθεση αυτή και του µεγάλου κοινωνικοοικονοµικού ενδιαφέροντος των υποθέσεων, που χειρίσθηκε η ελεγχόµενη.
2. Συνεπώς, οι επικαλούµενοι ως λόγοι εξαίρεσης( σ. σ που υπέβαλε η κα Τσατάνη), που δηµιουργούν δήθεν υπόνοια µεροληψίας σε βάρος µου, ότι δηλαδή ανέλαβα η ίδια την διενέργεια της πειθαρχικής έρευνας, µετά από “υπόδειξη” από τους Κύπριους αξιωµατούχους, ή ότι έχω σχέση γνωριµίας µαζί τους ένεκα της ιδιότητάς µου, ως πρώην Υπηρεσιακής Πρωθυπουργού, ή ότι διατηρώ σχέση υπηρεσιακής συνεργασίας µε τον Αναπληρωτή Υπουργό ∆ικαιοσύνης κ. Παπαγγελόπουλο, δεν χρήζουν καν απάντησης, διότι εάν οι τυπικές υπηρεσιακές σχέσεις ήη απλή γνωριµία εκτιµηθούν ως λόγοι εξαίρεσης, τότε όλοι οι ∆ικαστικοί Λειτουργοί θα πρέπει να εξαιρούνται. Οι λοιποί λόγοι εξαίρεσης έχουν κριθεί νόµω αβάσιµοι από τη νοµολογία (ΑΠ 1080/2010), πέραν του ότι είναι παντελώς αβάσιµοι κατ΄ ουσία και ανακριβείς, όπως ανακριβέστατος είναι και ο λόγος ότι δήθεν συνοµολόγησα ότι η προς εκείνη επιδοθείσα κλήση για γραπτές εξηγήσεις ήταν αόριστη.
3. Ωστόσο, πέραν του αβασίµου και της καταχρηστικότητας της εν λόγω αίτησης εξαίρεσης, και παρά το γεγονός ότι ουδεµία έχθρα ή αντιπάθεια είχα ουδέποτε µε την ελεγχόµενη, µε την οποία,αντιθέτως, διατηρούσα πάντοτε πολύ καλές υπηρεσιακές σχέσεις και ουδεµία, επίσης, ιδιαίτερη σχέση έχω µε τους ασκήσαντες τις αναφορές Κυπρίους αξιωµατούχους, εν τούτοις, προς διαφύλαξη του κύρους και της αξιοπιστίας τόσο της θεσµικής µου θέσης, όσο και της ∆ικαιοσύνης γενικότερα, ανέθεσα σε Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου την περαιτέρω διενέργεια της πειθαρχικής εξέτασης και τη σύνταξη του σχετικού πορίσµατος.
Γ. Σχετικά µε την µήνυση κατά του Καθηγητή Σταύρου Τσακυράκη (καθηγητή Νομικής και πολιτευτή του Ποταμιού, τον οποίο μήνυσε η κα Θάνου διότι όταν απέστειλε επιστολή στους προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων της ΕΕ μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, εκείνος την κάλεσε να παραιτηθεί διότι “μίλησε ως πολιτικάντης” ):
Είναι καταφανές ότι έχει πέσει στο κενό η συνεχιζόµενη προσπάθεια ορισµένων προσώπων να πείσουν την κοινή γνώµη ότι η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου δεν δικαιούται να καταµηνύσει κάποιον, όταν αυτός υπερβαίνει τα οριζόµενα από το Σύνταγµα και τους νόµους όρια της ελευθερίας της έκφρασης και κατά τρόπο απρόκλητο, προσβάλλει την προσωπικότητά της, µε φράσεις εξυβριστικές και µειωτικές και η εµµονή τους αυτή δηµιουργεί ευλόγως σκέψεις και ερωτηµατικά, για το ποιός είναι ο πραγµατικός τους στόχος, όπως επίσης, δηµιουργούν ερωτηµατικά όσοι προφασίζονται ότι δεν κατανοούν ότι η Πρόεδρος, µε το αποσταλέν έγγραφό της, ασφαλώς δεν έκανε παρέµβαση στον Κοινοβουλευτικό έλεγχο, αλλά εξέφρασε την απορία της για το γεγονός ότι συγκεκριµένο κόµµα της ήσσονος αντιπολίτευσης εξέδωσε δελτίο τύπου, για υπόθεση που αποτελεί προσωπική-ιδιωτική διαφορά. Τέλος ∆ιαβεβαιώνω τους ΄Ελληνες πολίτες ότι πρέπει να συνεχίσουν να εµπιστεύονται τους ΄Ελληνες ∆ικαστικούς Λειτουργούς, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ασκούν το λειτούργηµά τους µε ακεραιότητα και σοβαρότητα, έχοντας πλήρη συναίσθηση των καθηκόντων τους και διαθέτουν το σθένος, ώστε να αγνοούν τις τυχόν παρεµβάσεις ή πιέσεις, από οποιονδήποτε και αν προέρχονται”.