Ο Μπάμπης Θεολόγης πέρασε 31 χρόνια στην φυλακή. Αυτή είναι η ζωή του και μιλά στο reader.gr και τον δημοσιογράφο Γιάννη Δημητρέλλο.
Τον είχα παρατηρήσει σε ένα video της σειράς «Outsiders» στο YouTube, όπου παρουσίαζε χωρίς φίλτρο και άλλες ωραιοποιήσεις, στιγμές από τη ζωή που έζησε 31 χρόνια στη φυλακή.
Σήμερα ο Μπάμπης Θεολόγης έχει την ψυχραιμία και την ευγένεια ιερομόναχου, είναι ένας άνθρωπος που θέλει να απολαύσει την ελευθερία του και να κερδίσει ξανά τη ζωή που έχασε πίσω από τα σίδερα, με το να συμβουλεύει νέα παιδιά πώς να αντισταθούν στις θελκτικές εικόνες του «gangsta» τρόπου ζωής και να μην περάσουν όσα πέρασε εκείνος, τρεις δεκαετίες, σε 13 σωφρονιστικά ιδρύματα.
Με χαρά δέχτηκε να συναντηθούμε και να μιλήσουμε για το «τότε» της φυλακής και το «τώρα» της ελευθερίας του. «Μα θα πας να συναντήσεις ένα πρώην κατάδικο; Δεν φοβάσαι;» μου λέει ένας φίλος, λίγες ώρες πριν βρεθούμε με τον Μπάμπη. Η αίσθηση μου είναι πως πρόκειται να συναντήσω έναν άνθρωπο που αποφάσισε να «σκοτώσει» την παλιά του ζωή και να γεννηθεί ξανά. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα που αρχίζει να γράφει τα λόγια του το μαγνητόφωνο, διαπιστώνω πως μάλλον, είχα σωστό προαίσθημα.
Στις πρώτες μας κουβέντες, του θυμίζω το «Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ», την θρυλική ταινία όπου ο Μόργκαν Φρίμαν και ο Τιμ Ρόμπινς υποδύονται τους κατάδικους που επιχειρούν να δραπετεύσουν, αλλά η ζωή έξω από την φυλακή, αποδεικνύεται πολύ πιο σκληρή.
Μπάμπης Θεολόγης: «Ναι φυσικά την έχω δει. Εγώ όταν βγήκα πρώτη φορά το 2019 με έπιασε πανικός. Δύο βδομάδες δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι. Κλείδωνα την πόρτα και στην κρεβατοκάμαρα μου. Τότε ξεκίνησα πάλι το τσιγάρο. Έξι χρόνια ήμουν άκαπνος. Άρχισα να βγαίνω από το σπίτι μόνο όταν είχα έναν άνθρωπο δίπλα μου. Και τότε έμαθα τα λεωφορεία, τα μετρό και κάπως άρχισα να συνηθίζω την καθημερινότητα του έξω κόσμου. Έμαθα να δουλεύω μέχρι και το gps, δεν είχα ιδέα πριν».
Περιγράφει πόσο δύσκολο είναι για εκείνον να βρει ένα σπίτι και μια σταθερή δουλειά για να ζήσει και εξηγεί τι σκοπεύει να κάνει, τι ονειρεύεται για το μέλλον. Πριν φτάσουμε εκεί, ζητάω να γυρίσει πίσω στο χρόνο, στην εποχή που ήταν μικρό παιδί και η φυλακή υπήρχε μόνο ως ένας ανομολόγητος κίνδυνος.
Εισαγωγή: Πρώτα χρόνια, δουλεύοντας στη Νέα Υόρκη
«Έζησα τη Νέα Υόρκη μικρό παιδί, δουλεύοντας σε οικοδομές, από ‘δω από ‘κει, όπου μπορούσα να βγάλω ένα χαρτζιλίκι. Με το σχολείο δεν τα κατάφερνα και από 12 ετών ήμουν έξω, για δουλειά. Όμως ό,τι έβγαζα είτε μου τα παίρναν οι δικοί μου, είτε μου τα κρατούσαν τα αφεντικά. Προσπάθησα να βρω ό,τι δουλειά μπορείς να φανταστείς, πάλι τα λεφτά δεν έφταναν στην τσέπη μου και τσαντιζόμουν.
Ήθελα να έχω τα χρήματα που δούλεψα και να μη λένε “αυτός είναι μικρός, ντάξει, δεν έχει νοίκια να πληρώσει και λογαριασμούς, μπορούμε να του τα δώσουμε τον άλλο μήνα”. Δούλεψα και σε σούπερμαρκετ, delivery boy. Τρομερός κόσμος η Νέα Υόρκη εκείνης της εποχής, απίστευτες γυναίκες, Λατίνες, Σπανιόλες, Δομινικανές. Φαντάσου ένα μικρό παιδί όπως εγώ να συναναστρέφεται τόσες γυναικάρες. Τις ήθελα όλες. Πού να το ήξερα πόσο θα άλλαζε η ζωή μου τα χρόνια που θα ακολουθούσαν».
«Ήταν 1986, εγώ τότε είχα μπλέξει με κάτι παιδιά που έκλεβαν ραδιόφωνα από αυτοκίνητα. Μια μέρα που είχε απίστευτο χιόνι, μας πιάνουν στα πράσα οι μπάτσοι, κι αρχίζουμε να τρέχουμε. Μας έχουν πάρει στο κυνήγι. Εγώ αντιστάθηκα, ήμουν και δυνατός, βγήκαν με ράμματα όσοι προσπάθησαν να με βάλουν κάτω. Μου δώσανε 6 με 12 χρόνια στη φυλακή. Έπρεπε να κάνω τα πρώτα έξι χρόνια “σβηστά” και μετά να παρουσιαστώ στην επιτροπή αμνηστίας. Όταν έκανα τα έξι χρόνια, με άφησαν ελεύθερο και με απέλασαν στην Ελλάδα. Ήταν το 1992».
«Πρέπει να σου πω ότι δεν είχα καμία μεγάλη επιθυμία να αρχίσω να κάνω ληστείες σε τράπεζες. Δεν είχα όμως κι έναν άνθρωπο έξω απ’ την φυλακή να μου δείξει κάτι, έναν άλλο δρόμο. Γι’ αυτό και όσο ήμουν μέσα σχεδίαζα τι ληστείες θα έκανα όταν θα έβγαινα έξω. Και το `92-93 που βρέθηκα στην Ελλάδα άρχισα να δουλεύω μαζί με έναν πολύ γνωστό Έλληνα διαρρήκτη».
Ξύλο κι εκεί, μετά ανακρίσεις, μετά πάλι ξύλο. Εγώ έκανα τον χαζό, έλεγα «θέλω τη μαμά μου» μπας και τους τρελάνω. Ξύλο μέχρι να δύσει ο ήλιος
«Η σύλληψη μου έγινε όταν πήγαμε μαζί με ένα άλλο παιδί να κλέψουμε ένα αυτοκίνητο, στην Καλλιθέα. Οι μπάτσοι μας είχαν πάρει χαμπάρι όμως, Είχαν έρθει με το περιπολικό από πίσω μας. Μου κάνει νόημα εκείνος “οι μπάτσοι έρχονται”. Δεν κατάλαβα στην αρχή, μετά είδα με την άκρη του ματιού μου πως ήταν πίσω μου οι αστυνομικοί. Είχα την μηχανή ανοικτή για να φύγουμε αμέσως. Τον κοιτάω μια τον συνεργάτη μου, μετά κοιτάζω προς τους μπάτσους, τον κοιτάω δεύτερη, έ στην τρίτη βγάζω το εννιάρι πιστόλι που είχα μέσα από τη ζακέτα μου και πυροβολώ ασταμάτητα. Στο τέλος νόμιζα ότι τους είχα σκοτώσει όλους. Τελικά οι σφαίρες είχαν πέσει στο αμάξι. Κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου μήπως δω το παιδί για να φύγουμε μαζί, με είχε αφήσει κι έτρεχε. Ήμουν μόνος μου».
«Πιάνω την μηχανή για να τη βάλω μπρος και πέφτω (σ.σ. δείχνει τον τρόπο που η μηχανή παγιδεύει το δεξί του πόδι). Κάνω να σηκωθώ, βλέπω να έχουν έρθει κατά πάνω μου δύο μπάτσοι και να προσπαθούν να με παγιδέψουν. Βγάζω το πιστόλι και τους πυροβολάω και αρχίζω να τρέχω. Ακούω μόνο σφαίρες πίσω μου. Με πετυχαίνει μια στο μπούτι, εδώ, η σφαίρα πέρασε από την μια πλευρά και μου άφησε τρύπα. Συνέχισα να τρέχω, αλλά σε μια γωνιά, ζορίστηκα και με πιάσανε.
Με διαλύσανε στο ξύλο, λιποθύμησα, ξύπνησα στο νοσοκομείο, δυο μέρες μετά. Ξύλο κι εκεί, μετά ανακρίσεις, μετά πάλι ξύλο. Εγώ έκανα τον χαζό, έλεγα “θέλω τη μαμά μου” μπας και τους τρελάνω. Ξύλο μέχρι να δύσει ο ήλιος. Ευτυχώς βρέθηκε ένας γιατρός και τους είπε “τι κάνετε εκεί; εδώ είναι νοσοκομείο, είστε απάνθρωποι και μπλαμπλαμπλα” και σταματήσανε».
«Εν τω μεταξύ, από τον ασύρματο που είχαμε με τα παιδιά της ομάδας μου, άκουσαν τους πυροβολισμούς και κατάλαβαν ότι έπαιζε πρόβλημα. Πήγαν αμέσως στο σπίτι που είχα στην Κυψέλη, που το είχαμε κάνει κρυψώνα για όπλα, μάσκες, περούκες, κι όλα όσα χρειαζόμασταν για τις ληστείες. Έσπασαν την πόρτα, μπήκαν μέσα, τα πήραν όλα. Τους είδε όμως η γειτόνισσα. Εν τω μεταξύ, η αστυνομία καθώς με ανάκρινε είχε δει από την ταυτότητα μου πού μένω και πήγαν εκεί και τους βρήκαν και μας έπιασαν όλους. Game over».
«Mπαινω Κορυδαλλό, μας πάνε στις πτέρυγες, συγκεντρώνουν στοιχεία και μάρτυρες για να μας δικάσουν. Πέρασε όμως το 18μηνο και με έβγαλαν έξω. Εγώ πάω και κάνω το στρατιωτικό μου δυο χρόνια, βγάζω διαβατήριο και φεύγω για Καναδά στην αρχή, μετά Σικάγο. Δικάστηκα ερήμην στην Ελλάδα, μου έριξαν 24 χρόνια κάθειρξη για τις απόπειρες ανθρωποκτονίας κατά αστυνομικών συν 20 για τις ληστείες. Μετά από 20 χρόνια, παραγραφήκανε».
«Εγώ κάθισα ένα χρόνο Σικάγο, μετά πήγα Μαϊάμι και έκανα ληστείες, μόνος μου πια. Με πιάσανε όταν λήστευα χρυσοχοεία, είχαν σκιτσάρει την μούρη μου και με αναγνώρισαν. Πώς έγινε αυτό; Δεν μπορούσα πια να χρησιμοποιώ full face ή μάσκα, χτύπαγα το κουδούνι, με έβλεπαν από την κάμερα, έμπαινα, έκανα τη ληστεία στα γρήγορα κι έφευγα. Δεν είχαν μεν καταφέρει να πιάσουν τη φάτσα μου στο video του εσωτερικού του μαγαζιού, αλλά με είχαν περιγράψει αυτόπτες μάρτυρες και με είχαν ζωγραφίσει στην αστυνομία. Έτσι λοιπόν, σε μια ληστεία, με αναγνώρισε μια κοπέλα και κάλεσε την αστυνομία. Δεν πρόλαβα να φύγω. Μπήκα ξανά φυλακή»,
«Στο δικαστήριο μου ζήτησαν να πάρω το plea bargain (μειωμένη ποινή μετά από δήλωση ενοχής), αλλιώς θα μου έριχναν 40 χρόνια. Το διαπραγματεύτηκα όμως. Μου πρότειναν 35 χρόνια, 30, 27, τελικά έπεσαν στα 12. Όμως ήξεραν πως μόλις έκανα αυτή την ποινή θα με περίμενε κι άλλη φυλακή, διότι υπάρχει το point system του FBI που καταγράφει τα αδικήματα των εγκληματιών. Σ’ εμένα δεν είχε μόνο τις οκτώ ληστείες, αλλά και το ότι είχα μπει στη χώρα παράνομα, ενώ εκρεμμούσε δίκη για μένα στην Ελλάδα. Με δίκασε ξανά το FBI και μου ρίξανε πρόσθετα, 10,5 χρόνια. Έπρεπε λοιπόν να κάνω τουλάχιστον 20 χρόνια στη φυλακή».
«Μαχαίρια, ναρκωτικά, τηλέφωνα, τσιγάρα, οτιδήποτε μπορούσα να φέρω στην φυλακή το έφερνα. Φορητά DVD player έφερνα επίσης, για να βλέπουν οι συγκρατούμενοι μου ταινίες. Πλήρωνα τους μπάτσους για να τα αγοράσω, και ύστερα τα πουλούσα μέσα στη φυλακή. Έτσι έβγαλα λεφτά».
«Το 1997 γνώρισα επίσης τη γυναίκα μου, λίγο πριν με συλλάβουν, και το ’98, όταν ήμουν ήδη μέσα ένα χρόνο, την παντρεύτηκα. Μείναμε μαζί 20 χρόνια, και ξέρεις ποιό ήταν το πιο φοβερό; Μου έμεινε πιστή τόσο καιρό, ενώ ήμουν μέσα. Απίστευτο πλάσμα, την αγάπησα. Η γυναίκα μου ερχόταν στα επισκεπτήρια, καθόταν έξι ώρες το Σάββατο κι έξι την Κυριακή μαζί μου. Πλήρωνα τους μπάτσους και μας άφηναν μόνους μας στην τουαλέτα να κάνουμε σεξ, με την ησυχία μας».
«Με κλείσανε σε 13 φυλακές συνολικά. Με τραβάγανε από την μια στην άλλη, γιατί εκκρεμούσαν διαρκώς έρευνες εναντίον μου. Συνεχώς αυτό θυμάμαι να λένε “ο Έλληνας, έξω! Μακριά απο΄δω!” Ήταν κι επειδή έφερνα πράμα μέσα στη φυλακή, τάιζα τις συμμορίες με ό,τι χρειάζονταν, κι όποιος κρατούμενος ήθελε να βγάλει λεφτά, ήξερε πως μόνο δίπλα μου μπορούσε να το πετύχει.
Έκανα φτιαχτές φορολογικές δηλώσεις, με ψεύτικο κλειδάριθμο για φανταστικές εταιρείες, ώστε να λένε οι κρατούμενοι “δούλεψα εκεί, πούλησα αυτά, έβγαλα τόσα λεφτά, δώστε μου επιστροφή φόρου” στο αμερικάνικο κράτος. Το έκανα πολλές φορές. Έβρισκα τον τρόπο να στέλνω τα χαρτιά έξω, σε δικό μου άνθρωπο. Αυτό το πράγμα δεν θα μπορούσε να γίνει στο επισκεπτήριο, εκεί σε γδύνουν πριν βγεις από τη φυλακή, και σε γδύνουν ξανά, πριν μπεις. Είχα τον τρόπο μου εγώ».
Κόντεψα να πεθάνω τρεις φορές
«Προφανώς ήταν πολύ δύσκολο και πήρε χρόνια για να βρω δικούς μου έμπιστους ανθρώπους. Όταν μπαίνεις στη φυλακή πρέπει πρώτα απ’ όλα να προσέξεις τη ζωή σου, τον εαυτό σου, ώστε να μην καταλήξεις βιασμένος ή μαχαιρωμένος, να δείξεις σε όλους ότι είσαι σοβαρός και ότι δεν φοβάσαι κανέναν και τίποτα. Πρώτα στην φυλακή θα σε ρωτήσουν ποιον ξέρεις.
Άμα δεν ξέρεις κανέναν, θα σου πουν “τι έχεις;” και θα σε ψάξουνε. Αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψεις σε κανέναν. Αν όμως είσαι νέος και ψαρωμένος, δεν μπορείς να πεις “μα-μου” κλπ. Εγώ σε κάθε φυλακή που πήγαιναν με περιμένανε, ήξεραν ποιος είμαι και ότι δεν μπορούν να μου κάνουν καμιά μαλακία γιατί θα αντιδράσω χειρότερα».
Απομόνωση
«Στη φυλακή υπάρχει ένας άγραφος νόμος: Αν μπει στο κελί σου ένας βιαστής ή ένας παιδεραστής ή ένας ρουφιάνος, πρέπει να τον μαχαιρώσεις. Αμά δεν το κάνεις και μάθουν ότι δεν το έκανες, θα μαιχαιρώσουν εσένα. Εγώ λοιπόν το έκανα. Και μπήκα απομόνωση, και μια δύο και παραπάνω φορές. Και φυσικά την πάτησα κι όταν έβαλα ναρκωτικά μέσα και πάλι με έβαλαν απομόνωση. Εγώ και το σκοτάδι, για μέρες και βδομάδες ατελείωτες. Να διαλύεται το μυαλό σου ρε φίλε».
(Παίρνει μια ανάσα βαθιά, ρουφάει τσιγάρο, κοιτάει κάτω και ξανά προς εμένα).
«Ήμουν ένα μεγάλο καθίκι, έκανα κουταμάρες, χωρίς να σκέφτομαι τις συνέπειες. Η φυλακή με έκανε άλλο άνθρωπο. Τα 20 χρόνια που έκανα «σκαστά» με διέλυσαν, τα 31 χρόνια που έκανα μέσα συνολικά, μ’ άλλαξαν πολύ. Είδα τον Θεό και πίστεψα. Και σώθηκα. Θα σου πω και γι’ αυτό».
Θάνατος ή Θεός;
«Κόντεψα να πεθάνω τρεις φορές. Πρώτη φορά ήταν στη Rikers Island, εκεί που μεγάλωσα, έγινε ένα riot (συμπλοκή) μεταξύ Δομινικάνων και Πορτορικάνων για τον διαθέσιμο χρόνο που είχαμε για τα τηλεφωνήματα. Μέσα σε μια συμπλοκή δεν πρόλαβα να αντιδράσω κι έφαγα μια μαχαιριά. Ευτυχώς ήταν επιφανειακή η πληγή. Τη δεύτερη φορά ήταν όταν ένας πήγε να με βιάσει. Την τρίτη, μια συμμορία Μεξικάνων μου είχε επιτεθεί στο κελί μου για να με ληστέψει. Εγώ νευρίασα, πήρα δύο μαχαίρια, και πήγα μπροστά στο τραπέζι τους.
Να σου πω εδώ, ότι μέσα στη φυλακή, δεν μπορείς να πας μπροστά στο τραπέζι μιας συμμορίας, είναι θράσος αυτό. Λες σε κάποιον από τη συμμορία “ε να σου πω κάτι” και αυτός έρχεται σε εσένα. Εγώ όμως πήγα. Και το είδανε από τις άλλες συμμορίες, και λέγανε “Yo Greek, what’s up, Έλληνα τι συμβαίνει ρε”, καταλάβανε ότι ο Έλληνας δεν είναι μαλάκας, δεν παίζει. Και έγινε χαμός ρε μάγκα μου. Τους διαλύσαμε. Και μπήκαν ένα σωρό απ’ αυτούς, νοσοκομείο, απομόνωση, μετά άλλοι μπήκαν σε λεωφορεία και τους στείλανε σε άλλες φυλακές».
Πόσα χρόνια έχω ακόμα να ζήσω; Όσα κι αν είναι αυτά, θα τα ζήσω όσο καλύτερα μπορώ
«Αυτή ήταν η τρίτη φορά, τρεις φορές μπορώ να θυμηθώ τώρα τουλάχιστον. Ξέρεις, πολλά έχουν ξεθωριάσει στο μυαλό μου, είναι αναμνήσεις, που υπάρχουν εκεί, στη μνήμη μου, αλλά δυσκολεύομαι να τα θυμηθώ. Και τώρα που μιλάμε, επιστρέφουν ξανά. Ζω μια νέα ζωή πια, αλλά το παρελθόν μου είναι εκεί, δεν μπορώ να κάνω πως δεν υπήρξε.
Τριάντα χρόνια έζησα μέσα φίλε μου, δεν ήταν παιχνιδάκι. Τώρα είμαι 54 ετών, και λέω πόσα χρόνια έχω ακόμα να ζήσω; Όσα κι αν είναι αυτά, θα τα ζήσω όσο καλύτερα μπορώ. Θα αγκαλιάσω με την καρδιά μου τα νέα παιδιά, τους ηλικιωμένους, όσους μπορώ να βοηθήσω. Η παρανομία δεν μου λέει τίποτα πια».
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ όμως στη φυλακή, πως όταν πέρναγε μια γυναίκα, και την έβλεπαν μέσα από τα κάγκελα, μια οποιαδήποτε γυναίκα, κάναν όλοι σαν παλαβοί. Αυνανίζονταν, φωνάζανε, αυνανίζονταν ξανά, sick, SICK minded όλοι εκεί μέσα ρε παιδί μου. Δεν μπορούσε να κάνει βήμα μια οποιαδήποτε γυναίκα μπροστά από κελί. Με τους γκέι ήταν διαφορετικά. Οι γκέι θα έβρισκαν τους ομοίους τους, που δεν ήταν ποτέ σε συμμορία. Άμα ήσουν γκέι και πήγαινες με άντρα, σε σκοτώνανε, τέλος. Υπήρχαν κι αυτοί που επέλεγαν να κάνουν σεξ με άντρα στη φυλακή, και κόλλαγαν AIDS κι άλλα αφροδίσια, και τις μετέδιδαν στις γυναίκες που τους περίμεναν έξω ρε. Άσε δεν μπορώ να σου πω άλλα γι’ αυτό».
«Ναι, όταν ήμουν μέσα με πιάσανε με ένα κιλό μαύρο, “cookies” με βρασμένη κοκαΐνη, επτά τηλέφωνα και 52 ψεύτικες φορολογικές δηλώσεις. Και με έριξαν μέσα στην απομόνωση. Εκεί άκουσα τον Θεό, μια και μοναδική φορά, όχι σαν αυτούς τους τρελούς που λένε “ακούω τη φωνή του Θεού τώρα, χθες, κλπ”. Εγώ τον άκουσα μια φορά, με τη δική του φωνή και μου έδειξε τον δρόμο. Και κάπως τα έφερε η ζωή, σαν ένα “αόρατο χέρι” να με έσωσε.
Το FBI είχε ένα σωρό στοιχεία για μένα, ακόμα και τη γυναίκα μου μπορούσαν να βάλουν μέσα για συνενοχή στα πράγματα που διακινούσα στη φυλακή. Δεν έγινε τίποτα απ’ αυτά. Έχω περάσει με τον δικηγόρο μου από αυστηρή έρευνα, με σελίδες επί σελίδων που είχαν ενοχοποιητικά στοιχεία, θα σάπιζα στην φυλακή. Και ήταν σαν τα διάβαζαν και τα μάτια τους τυφλώνονταν από φως. Και επιβίωσα. Πήρα μια νέα ευκαιρία για τη ζωή μου».
Αποφυλάκιση
«To 2017 βγήκα από τη φυλακή, γύρισα Ελλάδα. Προηγουμένως, όταν ήμουν μέσα, είχα γράψει κι ένα βιβλίο για τη ζωή μου. Αλλά το έσκισα, υπακούγοντας στο θέλημα της οικογένειας μου.. Εγώ το δέχτηκα στην αρχή, αλλά σιγά σιγά άρχισε να μου τη βαράει. “Έλα να κάνουμε κάτι, ένα μαγαζί, κάτι να δουλέψουμε” της έλεγα αλλά δίσταζε.
Μου την έδωσε άσχημα, μετά από δυόμιση χρόνια βγήκα κι έκανα ληστείες. Με πιάσανε, με κλείσανε μέσα για επτά χρόνια, Κάθισα μέσα 22 μήνες και αποφυλακίστηκα φέτος, πριν τέσσερις μήνες, γιατί οι γονείς μου είναι βαριά άρρωστοι. Και τώρα είμαι εδώ».
«Είναι ζόρικο πράμα η ελευθερία, γιατί υπάρχουν κι εκείνοι που θέλησαν να με κοροϊδέψουν. Να, πρόσφατα είχα έναν γνωστό επιχειρηματία από την επαρχία, που με βρήκε, μου είπε “έλα να σε βάλω σε ένα πεντάστερο ξενοδοχείο να ξεκουραστείς” και μου υποσχέθηκε να με πηγαίνει σε σχολεία και σε σπίτια οικογενειών για να μιλάω με τα παιδιά και να μου δώσει και κάποια λεφτά.
Εγώ χάρηκα πολύ, είπα “ΟΚ” και τελικά αποδείχτηκε πως με ήθελε για βιτρίνα, για να κάνει η γυναίκα του προεκλογική εκστρατεία, και δεν μου έδωσε τίποτα. Με είχα σαν το σκυλί, με τάιζαν μια φορά τη μέρα, και με πηγαινοφέρνανε για δημοσιότητα. Του ‘ριξα ένα μπινελίκι με ηχητικό μήνυμα κι έφυγα. Δεν μου πάνε εμένα αυτά. Εγώ θέλω να βοηθάω τον κόσμο. Αυτή είναι η ζωή μου τώρα. I’m starting again, new life».
πηγή: reader.gr