Ξέφρενοι πανηγυρισμοί ξέσπασαν στην πρωτεύουσα Ουαγκαντούγκου της Μπουρκίνα Φάσο μετά την ανακοίνωση του πραξικοπήματος.
Οι στρατιωτικοί κατέλυσαν το Σύνταγμα, ανέτρεψαν τον εκλεγμένο πρόεδρο της χώρας και κατέλαβαν την εξουσία.
Ως πρόσχημα η χούντα χρησιμοποίησε το επιχείρημα ότι η κυβέρνηση δεν κατάφερε να θέσει υπό έλεγχο την εξέγερση των τζιχαντιστών που μαίνεται στη χώρα της δυτικής Αφρικής.
Ο ύπατος εκπρόσωπος της Ευρωπαικής Ένωσης, Ζοζέπ Μπορέλ κάνει έκκληση για αποκατάσταση της τάξης:«Γνωρίζουμε οτι ο πρόεδρος Καμπορέ κρατείται από τον στρατό. Κάνουμε έκκληση για τον σεβασμό της συνταγματικής νομιμότητας και την απελευθέρωση του προέδρου».
Στο Σαχέλ και τη Δυτική Αφρική εδώ και ενάμιση χρόνο οι συνταγματάρχες ανατρέπουν δια της βίας τις κυβερνήσεις, με το πρόσχημα ότι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι ή ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τους τζιχαντιστές.
Στρατιωτικοί υπό τις διαταγές του αντισυνταγματάρχη Πολ-Ανρί Σανταόγκο Νταμίμπα ανακοίνωσαν τη Δευτέρα μέσω της δημόσιας τηλεόρασης ότι ανέτρεψεαν τον πρόεδρο της Μπουρκίνα Φάσο, τον Ροκ Μαρκ Κριστιάν Καμπορέ. Ο Καμπορέ είχε την ίδια τύχη με τους ομολόγους του από το Μαλί, τον Ιμπραχίμ Μπουμπακάρ Κεϊτά και τη Γουινέα, τον Άλφα Κοντέ, τους οποίους ανέτρεψε ο στρατός τον Αύγουστο του 2020 και τον Σεπτέμβριο του 2021 αντίστοιχα. Είχαν προηγηθεί, την τελευταία δεκαετία, πολλοί ακόμη ηγέτες χωρών της Αφρικής.
Στο Μαλί, ένα νέο πραξικόπημα έγινε τον Μάιο του 2021. Έναν μήνα νωρίτερα, στο Τσαντ, ανέλαβε την εξουσία ο στρατηγός Μοχάματ Ιντρίς Ντέμπι Ίτο.
Ανάμεσα στη Δυτική Αφρική και το Σαχέλ, σχεδόν όλες οι χώρες είναι πλέον υπό την ηγεσία μιας χούντας.
Οι πραξικοπηματίες, σαν να είναι συνεννοημένοι, δηλώνουν ότι «δεν είχαν άλλη επιλογή» παρά μόνο να αναλάβουν «τις ευθύνες τους» και να «προστατεύσουν την πατρίδα». Στη συνέχεια υπόσχονται ότι θα παραδώσουν την εξουσία στους πολιτικούς, εν ευθέτω χρόνω.
Στη Γουινέα, έπειτα από δύο χρόνια πολιτικής κρίσης, οι ειδικές δυνάμεις του συνταγματάρχη Μαμαντού Ντουμπούγια συνέλαβαν τον πρόεδρο Κοντέ για να βάλουν τέλος «στην οικονομική αταξία, τη φτώχεια και την ενδημική διαφθορά» αλλά και «την καταπάτηση των δικαιωμάτων των πολιτών». Στη χώρα αυτή δεν δρουν τζιχαντιστικές οργανώσεις.
Ανατολικότερα, στο Τσαντ, μια χώρα που δέχεται επιθέσεις από αντάρτες και τζιχαντιστές, ο γιος πήρε τη θέση του πατέρα ώστε, όπως λέει, να εμποδίσει την πατρίδα του «να βυθιστεί στη βία και την αναρχία».
Στο Μαλί, πριν από την αλλαγή καθεστώτος είχαν προηγηθεί πολλοί μήνες αμφισβήτησης της κυβέρνησης, την οποία πολλοί κατηγορούσαν για αδυναμία και απραξία απέναντι στην κάθε μορφής βία, τη φτώχεια και τη διαφθορά.
Η ίδια οργή εξαπλώθηκε και στην Μπουρκίνα Φάσο, με αφορμή τις επιθέσεις των τζιχαντιστών. Οι ομάδες αυτές, που συνδέονται με την Αλ Κάιντα ή το Ισλαμικό Κράτος, ξεκίνησαν από το βόρειο Μαλί το 2012 και έχουν επεκταθεί σήμερα μέχρι τον Νίγηρα και την Μπουρκίνα Φάσο.
Παρά τη διεθνή στρατιωτική και οικονομική στήριξη, οι χώρες του Σαχέλ, από τις φτωχότερες στον κόσμο, αδυνατούν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση αυτήν.
Η κατάληψη της εξουσίας από τους στρατιωτικούς είναι ο καρπός «της διάψευσης των ελπίδων» που είχε εναποθέσει η κοινή γνώμη στη δημοκρατία, σχολίασε η Νιαγκαλέ Μπαγκαγιόκο, η πρόεδρος του ινστιτούτου προβληματισμού African Security Sector Network (ASSN). «Ποιος πιστεύει σήμερα, εκτός από τα ίδια τα πολιτικά κόμματα, ότι αν πάει να ψηφίσει θα επηρεάσει τα πράγματα, ότι μόνο για τον ίδιο αλλά και την κατάσταση ασφαλείας στο Σαχέλ;» διερωτήθηκε.
Στην Μπουρκίνα Φάσο ο Καμπορέ, που επανεξελέγη το 2020, υποσχόταν ότι προτεραιότητα της δεύτερης θητείας του θα ήταν ο αγώνας κατά των τζιχαντιστών. Οι σφαγές και οι επιθέσεις συνεχίστηκαν, όπως στην Ινάτα, στα μέσα Νοεμβρίου, όπου σκοτώθηκαν συνολικά 57 άνθρωποι – από αυτούς οι 53 ήταν αστυνομικοί.
«Η επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας (…) έφερε σε απόγνωση όχι μόνο τους πολίτες αλλά και τις δυνάμεις άμυνας και ασφάλειας», είπε η Ορνέλα Μοντεράν, του Ινστιτούτου Μελετών Ασφαλείας (ISS). Η Ινάτα «έγινε το σύμβολο (…) της αντίληψης ότι οι πολιτικοί πρόδωσαν τις ένοπλες δυνάμεις», πρόσθεσε.
Οι πραξικοπηματίες της Μπουρκίνα Φάσο είπαν σήμερα ότι ανέλαβαν δράση λόγω «της συνεχιζόμενης επιδείνωσης της κατάστασης ασφαλείας που απειλεί τα ίδια τα θεμέλια του έθνους μας» και λόγω της «πρόδηλης ανικανότητας της κυβέρνησης» να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
Ο αρχηγός των πραξικοπηματιών της Γουινέας, συνταγματάρχης Ντουμπούγια, μετά την ανατροπή της κυβέρνησης επικαλέστηκε τον πρώην πρόεδρο της Γκάνας, τον Τζέρι Ρόουλινγκς (ανέλαβε επίσης πραξικοπηματικά την εξουσία, το 1981), που έλεγε ότι «αν η ελίτ συντρίβει τον λαό, επαφίεται στον στρατό να του ξαναδώσει την ελευθερία του».
Στρατιωτικοί και απόστρατοι, που ανέλαβαν την εξουσία με τα όπλα ή με εκλογές, κυβερνούν τέσσερις χώρες της Δυτικής Αφρικής: τη Μαυριτανία, τη Γουινέα-Μπισάου, τη Γουινέα και το Μαλί.
Ο Πολ-Ανρί Σανταόγκο Νταμίμπα, ο ηγέτης της χούντας που ανέτρεψε σήμερα τον Καμπορέ, είναι ένας αντισυνταγματάρχης σχετικά άγνωστος, ο οποίος τον Δεκέμβριο πήρε προαγωγή και ανέλαβε τότε να επιβλέπει την ασφάλεια στην πρωτεύουσα. Τον περασμένο Ιούνιο είχε εκδώσει ένα βιβλίο με τίτλο «Δυτικοαφρικανικοί Στρατοί και Τρομοκρατία: Αβέβαιες απαντήσεις», όπου αναλύει τις ιδιαιτερότητες των τρομοκρατικών οργανώσεων στη Δυτική Αφρική. Σύμφωνα με τον εκδότη του, ο Νταμίμπα φοίτησε σε στρατιωτική ακαδημία στο Παρίσι και πήρε μάστερ εγκληματολογίας από το Conservatoire National des Arts et Métiers της Γαλλίας. Το 2019 κατέθεσε ως μάρτυρας στη δίκη των συνωμοτών που το 2015 ανέτρεψαν προσωρινά τη μεταβατική κυβέρνηση της Μπουρκίνα Φάσο. Τότε, σύμφωνα με τα τοπικά μέσα ενημέρωσης, είχε αναφερθεί στις επαφές που είχε με ορισμένους από τους πραξικοπηματίες.
Διαβάστε ακόμη
Μπουρκίνα Φάσο: Δεκατρείς πολίτες νεκροί σε επιθέσεις στον βορρά
Αντιτρομοκρατική επιχείρηση εναντίον τζιχαντιστών στην Μπουρκίνα Φάσο