Τις έντονα αρνητικές επιπτώσεις του COVID-19 στις επιδόσεις του ελληνικού τουρισμού για το 2020, εξετάζει νέα έκθεση της ΕΥ Ελλάδος.
Η έκθεση, η οποία συντάχθηκε από την ομάδα Οικονομικών Συμβουλευτικών Υπηρεσιών του Τμήματος Συμβούλων Εταιρικής Στρατηγικής και Συναλλαγών της EY Ελλάδος, βασίστηκε σε δευτερογενή έρευνα και ανάλυση δημοσιοποιημένων στοιχείων και εκτιμήσεων από σχετικούς παγκόσμιους και εγχώριους φορείς, και αποτελεί συνέχεια αντίστοιχης έκθεσης που είχε παρουσιαστεί τον Ιούνιο.
Η έκθεση εξετάζει τον σημαντικό αντίκτυπο της πανδημίας στην τουριστική βιομηχανία παγκοσμίως και, ειδικότερα, στην Ελλάδα, προχωρώντας σε μια ανασκόπηση των μέτρων που έλαβε η Πολιτεία για να στηρίξει τον κλάδο, παραθέτοντας, επίσης, τις προοπτικές ανάκαμψης του κλάδου, αλλά και τα νέα καταναλωτικά και ταξιδιωτικά δεδομένα που δημιούργησε ο COVID-19, τα οποία μετασχηματίζουν το μέλλον του τουρισμού.
Η σημαντική συνεισφορά του τουρισμού στην οικονομία της χώρας – η οποία φτάνει στο 20,8% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τον ΙΝΣΕΤΕ – σε συνδυασμό με την παγκόσμια κάμψη της τουριστικής κίνησης εξαιτίας της πανδημίας, και την έλευση ενός εντονότερου δεύτερου κύματος μετά το καλοκαίρι, οδήγησε τους περισσότερους διεθνείς οργανισμούς και αναλυτές να αναθεωρήσουν προς το χειρότερο τις προβλέψεις τους για την υποχώρηση του ελληνικού ΑΕΠ το 2020, με αποτέλεσμα αυτές να κυμαίνονται σήμερα σε μία πτώση της τάξης του 9%-10%.
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Διεθνούς Ένωσης Αερομεταφορών(ΙΑΤΑ), η αεροπορική κίνηση παγκοσμίως για το 2020 αναμένεται να μειωθεί κατά 66%, ενώ η απώλεια εσόδων από την παγκόσμια επιβατική κίνηση θα φτάσει τα $371 δισ. Από την πλευρά του, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού (UNWTO), εκτιμά ότι οι διεθνείς αφίξεις θα μειωθούν κατά 70% το 2020, ενώ οι απώλειες θέσεων εργασίας στους κλάδους του τουρισμού και των ταξιδιωτικών υπηρεσιών, ξεπερνούν ήδη τις 143 εκατ. θέσεις.
Στην Ελλάδα, τα έσοδα από τον τουρισμό παρουσιάστηκαν μειωμένα κατά 78,2% κατά το πρώτο εννεάμηνο τους έτους, διαμορφούμενα στα €3,5 δισ., έναντι των €16,1 δισ. κατά το αντίστοιχο διάστημα του 2019.
Παράλληλα, η διεθνής αεροπορική κίνηση επιβατών μειώθηκε κατά 72% μεταξύ Ιανουαρίου και Οκτωβρίου 2020, σε σχέση με την ίδια περίοδο το 2019. Χαρακτηριστικά, στο διάστημα αυτό, οι διεθνείς πτήσεις προς τα ελληνικά αεροδρόμια μειώθηκαν, από 300.000 το 2019, σε 116.000, και οι αφίξεις επιβατών, από 22,2 εκατ. σε 6,2 εκατ. Από τις τέσσερις κυριότερες αγορές που τροφοδοτούν τον τουριστικό κλάδο της χώρας, τη μεγαλύτερη κάμψη κατέγραψαν οι αφίξεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (92,9%), ακολουθούμενες από τις αφίξεις από το Ηνωμένο Βασίλειο (73,9%). Παράλληλα, το πλεόνασμα του ταξιδιωτικού ισοζυγίου κατά το διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου 2020, κατέγραψε μία πτώση της τάξης του 79,6%, με €2,8 δισ., έναντι €14,1 δισ. το 2019.
Οι επιδόσεις των ελληνικών ξενοδοχειακών μονάδων, μοιραία ακολούθησαν τις τάσεις που καταγράφηκαν στην Ευρώπη, αλλά και παγκοσμίως. Το μέσο ποσοστό πληρότητας κατά το κρίσιμο τρίμηνο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2020, διαμορφώθηκε στο 23% (από 71% το αντίστοιχο διάστημα του 2019), με τη σχετικά καλύτερη επίδοση του Αυγούστου να μην ξεπερνά το 30%. Αντίστοιχη κάμψη σημείωσαν και οι υπόλοιποι βασικοί δείκτες, όπως η μέση ημερήσια χρέωση (average daily rate – ADR) και τα έσοδα ανά διαθέσιμο δωμάτιο (revenue per available room – RevPAR).
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο δείκτης απασχόλησης στον κλάδο του τουρισμού, σημείωσε πτώση 35,9% κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020 (σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2019), ενώ οι μισθοί και οι αποδοχές στον κλάδο μειώθηκαν κατά 69,7%.
Η αγορά των παραθεριστικών κατοικιών και της βραχυχρόνιας μίσθωσηςπαγκοσμίως, φαίνεται να έχει πληγεί λιγότερο, παρά τον μεγάλο αντίκτυπο των πρώτων μηνών της πανδημίας. Η έκθεση σημειώνει ότι, παρά την κάμψη της τουριστικής κίνησης, οι τιμές πώλησης των παραθεριστικών κατοικιών στην Ελλάδα, συνέχισαν την ανοδική τους πορεία, καταγράφοντας αύξηση 1,6% κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, στους κύριους τουριστικούς προορισμούς, όπως η Μύκονος, η Πάρος και η Σαντορίνη. Αντίθετα, η επενδυτική δραστηριότητα στον ελληνικό ξενοδοχειακό κλάδο, μετά από τις ισχυρές επιδόσεις του 2019, κατέγραψε κάμψη, καθώς μειώθηκε ο αριθμός των σημαντικών συναλλαγών.
Η έκθεση καταγράφει, επίσης, τις αναδυόμενες τάσεις που αναμένεται να επηρεάσουν την τουριστική αγορά τα επόμενα χρόνια, παγκοσμίως, αλλά και στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων:
- Το 68% του εργατικού δυναμικού των τουριστικών επιχειρήσεων, θα χρειαστούν επανακατάρτιση για να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ψηφιοποίηση του κλάδου.
- Βραχυπρόθεσμα, αναμένεται να κυριαρχήσουν οι εγχώριες και περιφερειακές διακοπές, καθώς και τα ταξίδια στην ύπαιθρο.
- Οι ταξιδιώτες, πλέον, προτιμούν να ταξιδεύουν σε μικρότερες ομάδες, επιλέγοντας περισσότερο απομονωμένες περιοχές, ενώ η ασφάλεια του εκάστοτε προορισμού / καταλύματος επηρεάζει σημαντικά τις αποφάσεις τους.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΣΕΤΕ, οι τουριστικές εισπράξεις για το 2020 θα μειωθούν στο 20% των εισπράξεων του 2019, ενώ το 2021 αναμένεται να ανακάμψουν στο 50%-60% των επιπέδων του 2019. Το Υπουργείο Τουρισμού επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις αυτές, στην περίπτωση, όμως, που διεξάγονται σε όλα τα ελληνικά αεροδρόμια μοριακά τεστ για τις διεθνείς αφίξεις. Σε διαφορετική περίπτωση, το Υπουργείο εκτιμά ότι οι εισπράξεις θα πλησιάσουν το 20%-30% των επιδόσεων του 2019.
Η έκθεση καταλήγει ότι, σύμφωνα με προβλέψεις εγχώριων φορέων και οργανισμών, η πλήρης ανάκαμψη του ελληνικού τουρισμού στα επίπεδα του 2019, δε θα πρέπει να αναμένεται πριν το 2022, πρόβλεψη παρόμοια με εκείνη του UNWTO, ο οποίος εκτιμά ότι η πορεία ανάκαμψης του παγκόσμιου τουρισμού στα προ-COVID επίπεδα, θα διαρκέσει από 2,5 έως 4 χρόνια.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έκθεσης, ο Τάσος Ιωσηφίδης, Εταίρος και Επικεφαλής του Τμήματος Συμβούλων Εταιρικής Στρατηγικής και Συναλλαγών της ΕΥ Ελλάδος, δήλωσε: «Ο κλάδος του τουρισμού παγκοσμίως, θα εξακολουθήσει να υφίσταται τις επιπτώσεις της πανδημίας στο ορατό μέλλον. Με δεδομένη τη σημασία του τουρισμού για την ελληνική οικονομία, η χώρα μας οφείλει να επαναπροσδιορίσει το τουριστικό της προϊόν, να επεκτείνει την τουριστική περίοδο και να ενισχύσει το προφίλ της ως ασφαλούς ταξιδιωτικού προορισμού, διατηρώντας, παράλληλα, και ενισχύοντας τα μέτρα προστασίας και στήριξης του κλάδου και των εργαζομένων του. Παράλληλα, οι τουριστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εστιάσουν στην επίλυση των διαρθρωτικών τους προβλημάτων και στην αξιοποίηση νέων ευκαιριών, όπως ο εναλλακτικός και ο πράσινος τουρισμός, προκειμένου να τροφοδοτήσουν τη βιώσιμη ανάκαμψη και ανάπτυξή τους και να αυξήσουν την ανθεκτικότητά τους έναντι μελλοντικών προκλήσεων».