Ακόμη και αν υπάρχουν οι καλύτερες των προθέσεων αναφορικά με τον ελληνοτουρκικό διάλογο, κάθε φορά που προκύπτει ένα ζήτημα ουσίας ή ταυτότητας, τότε όλοι διαπιστώνουμε πως το χάσμα που χωρίζει τις δύο πλευρές είναι βαθύ και απροσπέλαστο. Και όλοι αντιλαμβανόμαστε πως κάθε προσπάθεια εποικοδομητικής σύγκλισης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι πιθανόν καταδικασμένη εν τη γενέσει της.
Γιατί πώς μπορείς να δικαιολογήσεις λίγες ημέρες πριν από την πολυαναμενόμενη επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Άγκυρα τον άνθρωπο που τη μια μέρα μιλάει για την Τουρκία η οποία προσπαθεί να αυξήσει τους φίλους της και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα που δεν μπορεί να λύσει με τις χώρες της περιοχής, και την άλλη εγκαινιάζει ως τζαμί ένα ζωντανό και σπουδαίο ελληνοχριστιανικό μνημείο, σκεπάζοντας με χαλιά και κιλίμια τα πολύτιμα ψηφιδωτά του και προτρέποντας τους πιστούς μουσουλμάνους να πάνε να προσευχηθούν υπό το βλέμμα των αγίων των… «απίστων».
H υπόθεση της Μονής της Χώρας έρχεται σε συνέχεια μιας σειράς παραφωνιών, που τις τελευταίες εβδομάδες φέρνουν ξανά στην επιφάνεια τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Όπως και η συζήτηση για τα θαλάσσια πάρκα, η οποία επανέφερε στον δημόσιο διάλογο τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών», αιχμή του δόρατος της τουρκικής αναθεωρητικής στρατηγικής αμφισβήτησης του Αιγαίου, και τη «Γαλάζια Πατρίδα» όπως διδάσκεται επίσημα πια στα τουρκικά σχολεία.
Όσο περνούν οι μέρες και οι μήνες τόσο διαφαίνεται πως τα περιθώρια ενός ρεαλιστικού και κυρίως ειλικρινούς διαλόγου μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, τουλάχιστον όσον αφορά την ουσία της διπλωματίας, είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Και κάποια στιγμή όταν θα κρίνει ο Ερντογάν ότι ήρθε η ώρα να αλλάξει και πάλι την ατζέντα, όλες αυτές οι διακηρύξεις φιλίας θα είναι κενό γράμμα.