Ο επίσημος απολογισμός των θυμάτων από τον τυφώνα Χαϊγιάν έφθασε τους 3.621 νεκρούς, σύμφωνα με κυβερνητική υπηρεσία -αριθμός που προσεγγίζει τους 4.460 νεκρούς που ανακοίνωσε νωρίτερα σήμερα το Γραφείο Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων του ΟΗΕ (OCHA).
Ο Ρεϊνάλντο Μπαλίντο, αξιωματούχος του Eθνικού Συμβουλίου για τη διαχείριση των φυσικών καταστροφών, διευκρίνισε επίσης ότι 1.140 άνθρωποι φέρονται ως αγνοούμενοι. Ο Μπαλίντο εξήγησε ότι η αύξηση αυτή καταγράφηκε ύστερα από πληροφορίες που διαβιβάστηκαν στην αρμόδια υπηρεσία από τοπικές αρχές που δεν είχαν ακόμη προχωρήσει στην καταμέτρηση των θυμάτων.
Νωρίτερα σήμερα ο ΟΗΕ ανακοίνωσε ότι “στις 13 Νοεμβρίου η κυβέρνηση ανέφερε ότι υπάρχουν τουλάχιστον 4.460 νεκροί”, από τον τυφώνα Χαϊγιάν που έπληξε τις κεντρικές Φιλιππίνες, κυρίως τα νησιά Λέιτε και Σαμάρ των οποίων ορισμένες πόλεις ισοπεδώθηκαν, και άφησε πίσω του χιλιάδες άστεγους, χωρίς νερό και τροφή.
Μια εβδομάδα έχει περάσει και τα πτώματα κείτονται ακόμη εκεί όπου τα θύματα του τυφώνα βρήκαν τον θάνατο, παραμένοντας ακλόνητοι μάρτυρες της τραγωδίας.
Κάτω από τον τροπικό ήλιο, οσμή της αποσύνθεσης αναδύεται από τα τυμπανισμένα πτώματα παντού στην Τακλομπάν. Η δυσωδία υποχρεώνει διασώστες και επιζήσαντες να καλύπτουν με ύφασμα τη μύτη και το στόμα.
Εκατοντάδες πτώματα έχουν περισυλλεγεί, τοποθετηθεί στις ειδικές σακούλες και μεταφερθεί με φορτηγά σε κτίρια του δήμου, τα οποία έχουν επίσης ερειπωθεί, εν αναμονή της μαζικής ταφής τους, μια διαδικασία που άρχισε χθες.
Αρχές και διασώστες δηλώνουν ότι οι σοροί που περισυνελέγησαν δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου. “Είναι ένα μόνο μέρος του συνολικού απολογισμού ο οποίος παραμένει αδιευκρίνιστος. Πολλοί νεκροί βρίσκονται κάτω από βουνά ερειπίων, δηλώνουν.
“Είναι ασυγχώρητο να αφήνουμε τα πτώματα να σαπίζουν στο δρόμο”, δήλωσε ο καθολικός ιερέας Αμαντέο Αλβέρο στο νησί Λέιτε.
Λίγο μετά τον τυφώνα, οι αρχές εκτίμησαν ότι η περισυλλογή των πτωμάτων ήταν λιγότερο επείγουσα και έδωσαν προτεραιότητα στην παροχή βοήθειας στους επιζήσαντες, που στερούνται τα πάντα και βρίσκονται μπροστά σε σκηνές αποκάλυψης, χωρίς σχεδόν καθόλου νερό και τροφή, και ούτε λόγος για στέγη. Οι αρχές παραδέχτηκαν ότι αιφνιδιάστηκαν από το μέγεθος της καταστροφής και τον αριθμό των νεκρών ώσπου να συγκεντρώσουν εγκαίρως σάκους για τα πτώματα.
Καθώς οι κάτοικοι είναι εξαντλημένοι, πεινασμένοι και σε απόγνωση, ο ιερέας φοβάται ότι τα πτώματα αυτά μπορεί να γίνουν η αιτία μεταδοτικών ασθενειών. “Η κυβέρνηση πρέπει να δράσει γρήγορα γιατί αυτό μπορεί να εξελιχθεί σε υγειονομικό πρόβλημα”, αναφέροντας ότι επικρατεί κλίμα φόβου και απόγνωσης.
Ο υπουργός Υγείας Ενρίκε Ονα δηλώνει πάντως ότι τα πτώματα αυτά δεν θέτουν κίνδυνο για την υγεία. Οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι ένα πτώμα δεν μπορεί να μεταδώσει ασθένειες όπως η χολέρα –η οποία είναι άκρως επικίνδυνη όταν ξεσπά σε ένα τέτοιο περιβάλλον καταστροφής– παρά μόνο αν ο θανών ασθενούσε πριν από τον θάνατό του.
“Πρέπει να διαβεβαιώσουμε τους συμπολίτες μας ότι δεν θα υπάρξει επιδημία. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι η αναγνώριση των πτωμάτων για να ησυχάσουν οι οικογένειες”.
Ωστόσο η αναγνώριση αποδεικνύεται δύσκολη αποστολή σ’ ένα τόσο δύσκολο περιβάλλον και με έναν τόσο μεγάλο αριθμό νεκρών. Ολόκληρες οικογένειες χάθηκαν στον τυφώνα χωρίς να μείνει πίσω ούτε ένας για να αναγνωρίσει το έναν ή τον άλλο νεκρό.