Μία ισχυρή τριανδρία, ένας Έλληνας partner, επενδύσεις 130 δισ. δολαρίων και κεφάλαια ύψους 80 δισ. δολαρίων συνθέτουν το παζλ ενός από τα μεγαλύτερα fund στον κόσμο που έκανε απόβαση (και) στην Ελλάδα. Το CVC Capital Partners θεωρείται από τα σημαντικότερα διεθνή privateequity & credit funds με ένα παγκόσμιο δίκτυο 23 τοπικών γραφείων: 15 στην Ευρώπη και την Αμερική και οκτώ στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού.
Ιδρύθηκε το 1981 και έκτοτε διαχειρίζεται κεφάλαια από εκατοντάδες επενδυτές ανά τον κόσμο.
Leader
Στην Ελλάδα ξεκίνησε να δραστηριοποιείται από το 2017 και σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά διαδραματίζει κομβικό ρόλο ως leader σε συγκεκριμένους τομείς. Η απόκτηση της Εθνικής Ασφαλιστικής και η γαλακτοβιομηχανία ∆Ω∆ΩΝΗ αποτέλεσαν τα πιο πρόσφατα deal του αμερικανικού fund σε μια σειρά επενδυτικών κινήσεων που έκαναν «μπαμ» στην αγορά.
Με οπλοστάσιο δεκάδων δισεκατομμυρίων κεφαλαίων υπό διαχείριση, αναζητώντας ευκαιρίες ανά την υφήλιο, βολιδοσκόπησαν και επένδυσαν επί ελληνικού εδάφους στους τομείς της υγείας, της ασφάλισης, του ηλεκτρονικού εμπορίου, των τροφίμων και γαλακτοκομικών.
Με τη ∆Ω∆ΩΝΗ και τη Vivartia στο χαρτοφυλάκιό της, η CVC γίνεται μία από τις κυρίαρχες δυνάμεις στην αγορά του γάλακτος.
Την τελευταία τριετία έχει επενδύσει τουλάχιστον 600.000.000 ευρώ για να αποκτήσει από την ΜΙG το νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ, το ΙΑΣΩ General και το Metropolitan, κινήσεις που καθιστούν το αμερικανικό επενδυτικό κεφάλαιο ως έναν από τους ισχυρότερους παράγοντες στον τομέα της ιδιωτικής υγείας στη χώρα μας.
Υπό τη σκέπη του μπήκαν, όπως ήταν φυσικό, και τα μαιευτήρια «Μητέρα» και «Λητώ».
Και εκτός Αθηνών τα πήγε περίφημα με την απόκτηση της Γενικής Κλινικής «Creta Inter Clinic», του μεγαλύτερου ιδιώτη παρόχου υπηρεσιών υγείας με έδρα το Ηράκλειο Κρήτης.
Η CVC απέκτησε επίσης σημαντικό μειοψηφικό πακέτο στη Skroutz, ενώ εξαγόρασε από την τουρκική D-Marin του ομίλου Dogus τις μαρίνες Φλοίσβου, Ζέας, Λευκάδας και Γουνιών Κέρκυρας. Στα χέρια του fund βρίσκεται πλέον και η εταιρεία τροφίμων Vivartia (∆ΕΛΤΑ, Μπάρμπα Στάθης, Goody’s, Everest κ.ά.) που πωλήθηκε από τη Marfin Investment Group (MIG), μετά από θετική εισήγηση του χρηματοοικονομικού συμβούλου «N.M. Rothschild & Sons Limited»…
Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα η CVC μπαίνει στο κλειστό club ισχυρών ξένων επενδυτών, όπως για παράδειγμα η γερμανική Fraport, η κινεζική Cosco κ.ά.
Τα πρόσωπα
Η CVC Capital Partners, με επικεφαλής τους Donald MacKenzie, Steve Koltes και Rolly VanRappard, ξέρει να «χτυπά» την κατάλληλη στιγμή.
Ο Donald MacKenzie είναι Co-Founder and Co-Chair του fund. Είναι ορκωτός λογιστής και κάτοχος πτυχίου LLB από το Πανεπιστήμιο του Νταντί της Σκωτίας.
Οι Financial Times τον αποκαλούν «ένα από τα πιο ισχυρά στελέχη των ευρωπαϊκών επενδύσεων». Το όνομά του συνδέθηκε και με την F1 μέχρι το 2017 που το CVC επέβλεπε την κατεύθυνση των περιουσιακών στοιχείων της.
Ο Steve Koltes, που είναι Co-Founder and Co-Chair στη CVC από το 1989, είχε εργαστεί για τη Citicorp από το 1980 έως το 1987 στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και στη Ζυρίχη. Αναπληρωτής πρόεδρος των Ιδιωτικών Συμβουλίων Ευρώπης / Βόρειας Αμερικής και Ασίας-Ειρηνικού, και μέλος των Επιτροπών Επενδύσεων Ευρώπης / Βόρειας Αμερικής και Ασίας-Ειρηνικού.
Προεδρεύει της Επιτροπής Ανθρώπινου ∆υναμικού και εποπτεύει τις ομάδες συλλογής κεφαλαίων και επενδυτικών σχέσεων της CVC.
Ο Rolly Van Rappard είναι συνιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος στη CVC Capital Partners Ltd. και συμπρόεδρος από τον Ιανουάριο του 2013.
∆ιετέλεσε μέλος του εποπτικού συμβουλίου της Wavin BV και της Veen Bosch & Keuning Uitgevers NV. Εργάστηκε ως διευθυντής της Euramax International Inc. και της Univar Inc. Κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο στα Οικονομικά από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και LLM από το Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης.
Βολιδοσκοπεί παγκοσμίως και αυτήν την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές το fund φλερτάρει με διάσημα brands.
H μεγάλη επιστροφή της γερμανικής Birkenstock τα τελευταία χρόνια έχει μονοπωλήσει το ενδιαφέρον μεγάλων επενδυτών. Ένας εξ αυτών, η CVC Capital Partners, φέρεται να έχει ήδη προσεγγίσει τη διοίκηση της εταιρείας υποδημάτων με στόχο την εξαγορά της και μάλιστα οι δύο πλευρές έχουν ήδη καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου. Η CVC που στοχεύει στην εξαγορά της εταιρείας ελέγχει ήδη επώνυμες μάρκες όπως την Breitling SA και τη γερμανική αλυσίδα προϊόντων ομορφιάς Douglas GmbH.
Επίσης προσανατολίζεται στην εξαγορά δραστηριοτήτων σαμπουάν και περιποίησης δέρματος της Shiseido Co. Το τίμημα τοποθετείται στα 150-200 δισ. γιεν, καθώς η ιαπωνική εταιρεία καλλυντικών στρέφει το ενδιαφέρον της σε premium προϊόντα ομορφιάς.
Ο (έμπιστος) Έλληνας partner
Ο εκπρόσωπος του CVC Capital Partners, Άλεξ Φωτακίδης, είχε από καιρό εκφράσει δημοσίως την πρόθεση του ομίλου να συνεχίσει τις επενδύσεις στην Ελλάδα, εστιάζοντας στους τομείς που θα έπρεπε να συγκεντρώνουν τα βλέμματα των διεθνών επενδυτών την επομένη της πανδημίας, διότι η Ελλάδα θα αναπτυχθεί εντυπωσιακά τα επόμενα χρόνια σε τομείς-κλειδιά όπως υγεία, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τρόφιμα, φιλοξενία, ασφαλίσεις.
Η απόβαση του CVC Capital Partners στη χώρα μας δεν έγινε πρόσφατα ή τυχαία. Βρήκε πρόσφορο έδαφος δράσης και ευκαιρίες, ενώ έπαιξε ρόλο και η μεθοδική ενασχόληση του κ. Φωτακίδη, μέχρι τότε στελέχους στα γραφεία του Λονδίνου.
Πρόκειται για ένα πολύπειρο στέλεχος, που στο παρελθόν πέρασε πέντε χρόνια στη CIBC World Markets, εργαζόμενος στην ομάδα European Leveraged Finance.
Ο κ. Φωτακίδης κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στα Οικονομικά Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων και πτυχίο στα Οικονομικά και στη Γεωγραφία, από το University College London.
Πλέον έχει εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα για να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την πορεία των επενδύσεων στην ελληνική αγορά.Απολύτως λογικό, εάν σκεφτεί κάποιος το παρακάτω μέγεθος.
Σύμφωνα με επίσημες ανακοινώσεις και ανεπίσημες εκτιμήσεις, το αμερικανικό fund έχει επενδύσει πάνω από 1,5 δισ. ευρώ στην Ελλάδα. Η επιχειρηματική κοινότητα ψιθυρίζει ήδη για το ποια θα είναι τα επόμενα επενδυτικά «χτυπήματα» στη χώρα μας…
Το 2021 κρύβει εκπλήξεις. Οψόμεθα.