Από πού αντλεί άραγε η σημερινή κυβέρνηση τη νομιμοποίηση να διαπραγματεύεται δημοσιονομικά μέτρα για την περίοδο που αρχίζει μετά το τέλος του τρέχοντος τρίτου προγράμματος, δηλαδή για το τέταρτο «μνημόνιο», ενδιαφερόμενη μόνο αυτά να μην εφαρμοστούν εντός των χρονικών ορίων της δικής της θητείας, με τη φρούδα ελπίδα ότι θα εξαντλήσει τα συνταγματικά περιθώρια παραμονής της στην εξουσία; Από πουθενά.
Στην εύλογη ερώτηση, ποια είναι η εναλλακτική λύση, η απάντηση είναι να διεκδικήσει η αντιπολίτευση να κάνει τη διαπραγμάτευση για το πλαίσιο στο οποίο θα πορευθεί η χώρα μετά τον Ιούλιο του 2018 και κυρίως από το 2019 και μετά. Όχι προφανώς από τη θέση της αντιπολίτευσης, αλλά προτείνοντας ένα κυβερνητικό σχήμα ευρύτερης συνεργασίας των δημοκρατικών φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων που θα προκύψει μέσα από εκλογές. Ένα σχήμα στο οποίο θα κληθεί και ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ να συμβάλει, αν θέλει, χωρίς όμως να μπορεί να παρεμποδίσει τις εξελίξεις ή να αλλοιώσει το στρατηγικό πλαίσιο.
Δεν μπορεί να αφήνουμε τη σημερινή κυβέρνηση να δεσμεύει τη χώρα μακροπροθέσμως και να την καθηλώνει στη μιζέρια της αμφιθυμίας, των μικροκομματικών τεχνασμάτων και της αβεβαιότητας, με το επιχείρημα ότι τώρα προέχει το κλείσιμο της αξιολόγησης. Ή με την υφέρπουσα παραδοχή ότι τα μέτρα που ζητούνται από τους εταίρους είναι αναγκαία και η κατάληξη της «διαπραγμάτευσης» θα ήταν η ίδια, όποια και αν ήταν η ελληνική κυβέρνηση. Αν αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό για τις επιβεβλημένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δεν ισχύει για το δημοσιονομικό πλαίσιο, αρχής γενομένης από τη συμφωνημένη το 2012 συμπληρωματική ρύθμιση για το χρέος. Δεν ισχύει επίσης για το πολιτικό κλίμα της διαπραγμάτευσης και για την επιρροή που ασκεί η εκάστοτε κυβέρνηση στο οικονομικό κλίμα και την αίσθηση εμπιστοσύνης και προοπτικής.
Η ΝΔ ζητά μεν ρητορικά εκλογές, αλλά τώρα αναδεικνύει ως προτεραιότητα το κλείσιμο της αξιολόγησης μεταθέτοντας για αργότερα τις εκλογές, που προσδοκά να την αναδείξουν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αυτό μπορεί να συνιστά μια δική της κομματική προτεραιότητα. Προτεραιότητα της χώρας είναι να μην εγκλωβιστεί στη δήθεν διαπραγμάτευση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της που είναι βαθιά αρνητικές για τον τόπο.
Η θέση που λέει «Κλείστε άμεσα την αξιολόγηση. Ψηφίστε τα μέτρα. Εμείς θεωρούμε τα μέτρα αρνητικά και δεν τα ψηφίζουμε. Όταν όμως γίνουμε κυβέρνηση θα τα εφαρμόσουμε, εφόσον θα τα έχει ήδη συμφωνήσει και ψηφίσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ», μπορεί να συνιστά κοινοβουλευτικό / αντιπολιτευτικό χειρισμό ως προς τη ψήφιση των μέτρων χωρίς τη συμμετοχή της αντιπολίτευσης, δεν συνιστά όμως ολοκληρωμένη στρατηγική εξόδου από την κρίση.
Το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι στον όρο «αξιολόγηση» συμφύρονται τρία διαφορετικά αντικείμενα: Πρώτον, ο έλεγχος εφαρμογής του τρίτου προγράμματος και η εκταμίευση των επόμενων δόσεων. Δεύτερον, οι προϋποθέσεις συμμετοχής του ΔΝΤ ως δανειστή στο τρίτο πρόγραμμα και η υπογραφή του μνημονίου τρία plus Ελλάδας – ΔΝΤ. Τρίτον, το τέταρτο πρόγραμμα, μετά τον Ιούλιο του 2018, με όρους αλλά χωρίς δάνειο, με πιθανή σταδιακή παραχώρηση πρόσθετων παραμετρικών αλλαγών στο χρέος που είναι ούτως ή άλλως δεδομένες από το 2012 παρά την οπισθοχώρηση του Ιουλίου του 2015. Χωρίς να γίνεται καν λόγος για προληπτική πιστωτική γραμμή που είχε συμφωνηθεί τον Νοέμβριο του 2014 προκειμένου να στηριχθεί η ελεγχόμενη και ασφαλής επάνοδος της χώρας στις αγορές.
Η αξιολόγηση ως προϋπόθεση εκταμίευσης των δόσεων του τρέχοντος προγράμματος προφανώς έπρεπε να έχει κλείσει προ πολλού και κάθε καθυστέρηση είναι βλαπτική και καθιστά δυσχερέστερη τη θέση της Ελληνικής πλευράς. Ο συμφυρμός όμως της αξιολόγησης για το τρίτο πρόγραμμα με τη διαμόρφωση του δημοσιονομικού πλαισίου μέσα στο οποίο θα πορευθεί η χώρα για πολλά χρόνια μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος θέτει τεράστια προβλήματα νομιμοποίησης και εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού. Ο συμφυρμός αυτός έχει ως αφετηρία τη σκέψη των εταίρων ότι η μεγάλη εκταμίευση για τις λήξεις του Ιουνίου είναι η κατάλληλη ευκαιρία προκειμένου να ασκηθεί πίεση για όλο το φάσμα των θεμάτων, δηλαδή και για τη μακρά περίοδο μετά τον Ιούλιο του 2018. Όμως για την περίοδο μετά το τρίτο πρόγραμμα υπάρχει πάντα ως ζήτημα η οριστικοποίηση και η εφαρμογή των πρόσθετων παραμετρικών αλλαγών στην παρούσα αξία του χρέους που επηρεάζουν τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας. Τα συμφυρόμενα συνεπώς στη λεγόμενη αξιολόγηση ζητήματα, μπορούν κάλλιστα να διαχωριστούν.
Όλη άλλωστε η διαχείριση της πολυεπίπεδης αυτής διαπραγμάτευσης από την κυβέρνηση εξελίσσεται ως φάρσα, δηλαδή ως επανάληψη όλων των μοτίβων του 2015:
Πρώτον, η κυβέρνηση δεν διαπραγματεύεται πραγματικά με τους εταίρους αλλά με τους βουλευτές της και με το εκλογικό της ακροατήριο – όσο έχει απομείνει. Η διαπραγμάτευση είναι συνεπώς εσωτερική. Αφορά τη διερεύνηση της πιθανότητας να μη μειωθεί περαιτέρω ή να βελτιωθεί κάπως η συσπείρωση της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ του Σεπτεμβρίου 2015. Ματαίως, αλλά αυτό κάνει.
Δεύτερον, εφόσον θεμελιώδης στόχος είναι η παραμονή στην εξουσία, τότε η διατήρηση της αμφιθυμίας και της εκκρεμότητας είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της επαφής με τον «αντισυστημικό» ΣΥΡΙΖΑ, ενώ νέμεται την εξουσία ένας ΣΥΡΙΖΑ υποδυόμενος τον φιλοευρωπαϊκό. Όταν όμως φτάσει η στιγμή της προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία, αυτό θα γίνει υπό συνθήκες ακραίας πόλωσης, θεσμικής έντασης, τεχνητής ρήξης με τους εταίρους. Θα γίνει με λογική μετωπική και με στόχο την αλλαγή του πεδίου αντιπαράθεσης.
Τρίτον, η προσδοκία της αλλαγής των ευρωπαϊκών συσχετισμών συνεχώς μεταθέτει το σημείο της εργαστηριακής της απόδειξης. Από τις ολλανδικές εκλογές, στις γαλλικές και από εκεί στις γερμανικές κ.ο.κ. Στο μεταξύ – όπως προειδοποίησα την 1.2.2017 μιλώντας στη Βουλή – η κυβέρνηση προετοιμάζεται για το σενάριο της πληρωμής των ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ και λήγουν τον Ιούλιο με κεφάλαια που συγκεντρώνει απομυζώντας όλη τη ρευστότητα της οικονομίας: αποθεματικά ΝΠΔΔ που τηρούνται στο «κοινό κεφάλαιο» της ΤτΕ, αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες, αύξηση των ρέπος και πιθανώς και των εντόκων γραμματίων. Μόλις τώρα για πρώτη φορά δημοσιεύματα φέρουν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ να αντιδρούν στη μεθόδευση αυτή που προκαλεί βαρειά βλάβη στην πραγματική οικονομία και συνιστά επανάληψη του σκηνικού του Ιουνίου 2015, λίγο πριν τη τραπεζική αργία και τα capital controls.
Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, μόνη λύση που δίνει πραγματική προοπτική είναι να κλείσει η κατ´ ακριβολογία αξιολόγηση που αφορά το τρέχον πρόγραμμα, να διασφαλισθεί η εκταμίευση της δόσης που συνδέεται με τις λήξεις ομολόγων που πρέπει να εξοφληθούν μέχρι τον Ιούλιο και η χώρα να οδηγηθεί σε εκλογές που θα διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής εξόδου από την κρίση.
Αφετηρία της στρατηγικής αυτής είναι η προβολή συγκεκριμένων προτάσεων για τις αναγκαίες πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές στο χρέος ως συνέχεια της δραστικής επέμβασης του 2012. Πρόκειται κυρίως για την εξομάλυνση των τόκων τις χρονιές μετά το 2022 ( 2022-24, 2026) στις οποίες εμφανίζεται συσσώρευση τόκων λόγω ολοκλήρωσης της προηγούμενης περιόδου χάριτος.
Σε αυτήν την προσέγγιση θεμελιώνεται και η πρόταση για μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία συνοδεύονται από αντίστοιχη βελτίωση του ρυθμού ανάπτυξης, που σε συνδυασμό με ένα μικρό πληθωρισμό (της τάξης του 2% ) οδηγεί σε σύντομο σχετικά διάστημα σε αξιόλογη ονομαστική διόγκωση του ΑΕΠ και σε αντίστοιχη βελτίωση του λόγου δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ, χάρη στον παρονομαστή του κλάσματος.
Όλα όμως αυτά, όπως και όλες οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν το κράτος και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, προϋποθέτουν αλλαγή του πολιτικού πλαισίου και μια άλλη κυβέρνηση που θα διαπραγματευθεί τη σχέση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος, με στόχο την επάνοδο της χώρας στην ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Δεν μπορούμε απλώς να περιμένουμε παρηγορούμενοι με τη σκέψη ότι η κυβέρνηση φθείρεται με ραγδαίο ρυθμό, γιατί δυστυχώς μαζί της φθείρεται και η Πατρίδα μας.
Το άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα “Το Βήμα”