Η ιστορία των Γλυπτών του Παρθενώνα ξεκινά από το 1799, όταν ο Βρετανός διπλωμάτης και πρεσβευτής της Βρετανίας στην οθωμανική Κωνσταντινούπολη Τόμας Μπρους, 7ος κόμης του Έλγιν, ζητά από τα συνεργεία του να αφαιρέσουν (με πριόνια) από τον Παρθενώνα πολυάριθμα Γλυπτά, προκαλώντας τους σημαντικές ζημιές. Τα γλυπτά φθάνουν στην Αγγλία το 1806 και το 1816 η αγγλική κυβέρνηση αγοράζει τα Γλυπτά από τον Έλγιν και δίνονται στο Βρετανικό Μουσείο.
Το 1936 τοποθετούνται στην έκθεση Duveen, η οποία δημιουργήθηκε για την προβολή και την έκθεση των Μαρμάρων και έκτοτε αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα εκθέματα του Μουσείου αλλά και ένα διπλωματικό αγκάθι στις σχέσεις της Ελλάδας με το Βρετανικό Μουσείο και κατ’ επέκταση με το βρετανικό κράτος.
Αντιδράσεις
Από την πρώτη στιγμή της αφαίρεσης των Γλυπτών του μνημείου άρχισαν οι αντιδράσεις για την κλοπή τους, αφού αμέσως μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους ξεκίνησε το αναστηλωτικό πρόγραμμα του Παρθενώνα και το μνημείο έγινε εθνικό σύμβολο. Το 1842 «κηρύχθηκε» από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, γραμματέα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, η πρώτη επίσημη αιτίαση της Ελλάδας κατά του Έλγιν και διατυπώθηκε η προσδοκία επιστροφής των διαρπαχθέντων Γλυπτών. Το αίτημα επαναλήφθηκε το 1924, με τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα.
Η Μελίνα
Το 1961, ο δήμαρχος της Αθήνας Άγγελος Τσουκαλάς, ένας από τους συνηγόρους υπεράσπισης του Νίκου Μπελογιάννη στην πολύκροτη δίκη, αλλά και η Ακαδημία Αθηνών ζήτησαν από την Αγγλία τον επαναπατρισμό των Μαρμάρων του Παρθενώνα και το 1982 αποτέλεσε έτος-σταθμό για το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο, καθώς στη Γενική Διάσκεψη της UNESCO για την Πολιτιστική Πολιτική στο Μεξικό η τότε υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών, Μελίνα Μερκούρη, προέβαλε το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Η ελληνική αντιπροσωπεία τότε υπέβαλε σχέδιο σύστασης υπέρ της επιστροφής του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα στην Ελλάδα, που υπερψηφίστηκε με 56 ψήφους υπέρ, 12 κατά και 24 αποχές. Εκείνη η ομιλία της στη Διάσκεψη των υπουργών Πολιτισμού έμεινε στην Ιστορία και ακόμη και σήμερα συγκινεί όποιον τη διαβάσει ή την ακούσει.
Έλεγε τότε η Μελίνα Μερκούρη, γεμίζοντας με υπερηφάνεια κάθε Έλληνα, τι σημαίνουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα για τη χώρα μας: «… πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για μας. Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας … Λέμε στη βρετανική κυβέρνηση. Κρατήσατε αυτά τα Γλυπτά για δύο σχεδόν αιώνες. Τα φροντίσατε όσο καλύτερα μπορούσατε, γεγονός για το οποίο και σας ευχαριστούμε. Όμως τώρα στο όνομα της δικαιοσύνης και της ηθικής παρακαλώ δώστε τα πίσω».
Αίτημα
Τον Οκτώβριο του 1984 η Ελλάδα υπέβαλε επίσημο αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα και τον Απρίλιο του ίδιου έτους η βρετανική πλευρά απέρριψε το ελληνικό αίτημα.
Το ίδιο έτος, επίσης, η Ελλάδα κατέθεσε επίσημο αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην UNESCO, το οποίο ενεγράφη στην ημερήσια διάταξη της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσής τους ή την Απόδοσή τους σε περίπτωση Παράνομης Κτήσης. Από το 1987, το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα έχει ενταχθεί στην επίσημη ατζέντα των θεμάτων της UNESCO, συζητείται ανά διετία στις συνεδριάσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής και κάθε φορά υιοθετείται σύσταση (συνολικά 17 συστάσεις) από τα κράτη-μέλη για την προώθηση του ζητήματος.
Η σημαντικότερη αλλαγή στη μέχρι σήμερα πολιτική της UNESCO για την επιστροφή των Γλυπτών έγινε τον Σεπτέμβριο του 2021, όταν στις εργασίες της 22ης Συνόδου της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO η Επιτροπή για πρώτη φορά πέραν της σύστασης, την οποία παγίως υιοθετούσε για το θέμα -κάνοντας μάλιστα αναφορά στις κακές συνθήκες έκθεσης των Γλυπτών στο Βρετανικό Μουσείο-, ψήφισε ομόφωνα ένα επιπλέον κείμενο που αποτελεί απόφαση (Decision 22 COM 17) αποκλειστικά στοχευμένη στο ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Η Επιτροπή καλούσε επιτακτικά το Ηνωμένο Βασίλειο να αναθεωρήσει τη στάση του και να συνομιλήσει με την Ελλάδα αναγνωρίζοντας ότι το θέμα έχει διακυβερνητικό χαρακτήρα -σε αντίθεση με τα όσα υποστήριζε η βρετανική πλευρά ότι η υπόθεση αφορά το Βρετανικό Μουσείο- και κυρίως τόνιζε ότι η Ελλάδα διεκδικεί δικαίως και νομίμως την επιστροφή των Γλυπτών στη γενέθλια γη.
Η απόφαση αυτή, για όσους γνωρίζουν τις διαδικασίες της Επιτροπής της UNESCO, αναβάθμισε το ζήτημα από ένα θέμα που αφορά ένα μουσείο και ένα κράτος σε ένα ζήτημα που αφορά δύο κράτη, κάτι που προσπαθούσε για χρόνια να αποφύγει το Βρετανικό Μουσείο. Η πάγια ελληνική επιχειρηματολογία ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα έχουν τη θέση τους στο σύγχρονο Μουσείο Ακρόπολης εμπλουτίστηκε με το αντεπιχείρημα της Ελλάδας -στην αιτίαση των Βρετανών πως το Βρετανικό Μουσείο είναι διεθνές και ένας από τους μεγαλύτερους δανειστές αρχαίων αντικειμένων στον κόσμο, και είναι αποφασισμένο να παίξει τον δικό του ρόλο στην προβολή της αξίας της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς- πως «Εάν ένα μουσείο θέλει να υπερηφανεύεται ότι είναι παγκόσμιο ή εγκυκλοπαιδικό πρέπει να εκπροσωπεί και το ανάλογο ήθος. Δεν μπορεί να το κάνει αυτό με κανενός είδους αποσπάσεις από μνημεία που είναι οικουμενικά σύμβολα, όπως ο Παρθενώνας».
Η συγκεκριμένη απόφαση έβαλε ένα επιπλέον λιθαράκι στο ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, με την έννοια ότι κράτησε το ζήτημα στη δημοσιότητα αλλά και αύξησε τη διεθνή πίεση, αφού επί της ουσίας τα κράτη λένε στη Βρετανία ότι μέχρι σήμερα δεν έχει μπει σε ουσιαστικό και καλόπιστο διάλογο με την Ελλάδα για την επίλυση του ζητήματος, ενός ζητήματος που είχε και πολλούς υποστηρικτές στη Βρετανία κυρίως χάρη στο έργο της Βρετανικής Επιτροπής για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Το λόμπι
Πέρυσι, μάλιστα, στα δέκατα γενέθλια του Μουσείου Ακρόπολης, το βρετανικό λόμπι για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα διαμαρτυρήθηκε για την «κατοχή» τους από το Βρετανικό Μουσείο διοργανώνοντας μια πρωτοφανή στα χρονικά μουσική διαδήλωση μέσα στο ίδρυμα που τα στεγάζει, όπου η Ελληνίδα τραγουδοποιός Hellena ερμήνευσε το τραγούδι της «The Parthenon Marbles (bring them back)» στην αίθουσα Ντουβίν του λονδρέζικου μουσείου, παρουσία εκατοντάδων επισκεπτών, ενώ ο Guardian δημοσίευε ένα διθυραμβικό κείμενο για την επιστροφή των Γλυπτών με τίτλο: «Προϊόν κλοπής: Η Ελλάδα ωθεί το Ηνωμένο Βασίλειο να επιστρέψει τα Μάρμαρα του Παρθενώνα».
Κάπως έτσι φτάσαμε στην πρόσφατη επίσκεψη -την πρώτη ηγέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά το Brexit στην Αγγλία- του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Λονδίνο, όπου η επιστροφή των Μαρμάρων ήταν και ένα από τα βασικότερα θέματα των συζητήσεών του με τον Βρετανό πρωθυπουργό. Και όχι αδίκως, αφού ο Μπόρις Τζόνσον στο παρελθόν υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της επιστροφής των Γλυπτών στην Ελλάδα, έχοντας μάλιστα προσκαλέσει τη Μελίνα Μερκούρη, στο πλαίσιο της εκστρατείας της, προκειμένου να μιλήσει για το συγκεκριμένο θέμα, στην Οξφόρδη το 1986.
Βέβαια από το 1986 μέχρι σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό στο πολιτικό αυλάκι. Ο τότε ενθουσιώδης υπέρμαχος της ιδέας για την επανένωση των Γλυπτών, νεαρός Μπόρις Τζόνσον, έγινε ο σοβαρός Βρετανός πρωθυπουργός που δηλώνει πως «κατανοώ τα έντονα συναισθήματα του ελληνικού λαού -και μάλιστα του πρωθυπουργού Μητσοτάκη- για το θέμα, αλλά η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου έχει μια σταθερή, μακροχρόνια θέση με τα Γλυπτά, η οποία έγκειται στο ότι αποκτήθηκαν νόμιμα από τον λόρδο Έλγιν, σύμφωνα με τους νόμους της εποχής, και ανήκουν νόμιμα στους διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου από την απόκτησή τους».
Αποφασισμένος ο Κ. Μητσοτάκης να διεκδικήσει την επιστροφή τους
Ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δείχνει αποφασισμένος να διεκδικήσει με το ίδιο πάθος τον άσβεστο πόθο όλων των Ελλήνων για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Και γι’ αυτό δεν «πετά φωτοβολίδες», όπως δήλωσε. Πήγε στο Λονδίνο με συγκεκριμένες προτάσεις δηλώνοντας πως ως Έλληνες «θα επιμείνουμε με μεθοδικότητα για να χτίσουμε τα απαραίτητα ερείσματα και στη βρετανική κοινή γνώμη για την ανάγκη επανένωσης με τα Γλυπτά του Μουσείου Ακροπόλεως. Είναι σημαντικό ζήτημα που αφορά τις διμερείς σχέσεις Ελλάδος – Βρετανίας».
Ομιλία
Είχε προηγηθεί την προηγούμενη μέρα η ομιλία του στις εκδηλώσεις για τον εορτασμό της 75ης επετείου ίδρυσης της UNESCO στο Παρίσι, όπου συνέδεσε τον πολιτισμό των λαών που απειλείται από την κλιματική αλλαγή, και χρήζει προστασίας, θυμίζοντας σε όλους την πρόσφατη απόφαση της UNESCO για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Μουσείο Ακρόπολης, «λίγα μέτρα μόνο μακριά από τον Παρθενώνα και την Ακρόπολη».
Φτάνοντας στο Λονδίνο, στη συνέντευξη που έδωσε στο τηλεοπτικό δίκτυο ITV και στην εκπομπή «Good Morning Britain» πρότεινε να προσφερθούν στο Βρετανικό Μουσείο πολιτιστικοί θησαυροί που δεν έχουν βγει από την Ελλάδα στο παρελθόν και δήλωνε σίγουρος πως μπορεί να βρεθεί μια λύση. Η συγκυρία των 200 χρόνων από την έναρξη του Αγώνα για την Ανεξαρτησία της Ελλάδας «είναι η καλύτερη στιγμή για την επιστροφή του τμήματος που λείπει και την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα στη γενέτειρά τους, την Ελλάδα». Αρκεί αυτό να μπορέσουν να το καταλάβουν και οι Βρετανοί, οι οποίοι διαδραμάτισαν και τον βασικότερο ρόλο μαζί με τους Γάλλους και τους Ρώσους στη διεθνή πολιτική σκακιέρα, στην υπόθεση της ανεξαρτησίας μας.
Αρκεί οι Βρετανοί να θυμηθούν όσα έγραφε o στενός φίλος του Λόρδου Βύρωνα, συνοδοιπόρος του στην Ελλάδα, Τζον Χόμπχαουζ. Τότε που τον πλησίασε ένας γέρος καρδιοπαθής Έλληνας και με δάκρυα στα μάτια του είπε: «Παίρνετε τους θησαυρούς μας. Σας παρακαλώ, να τους φυλάξετε καλά. Μια μέρα θα τους ζητήσουμε πίσω».