Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Διαφωνούν για την αμνήστευση των τραπεζιτών οι δικαστές με αποφάσεις τους

Το eREPORTAZ έχει ασχοληθεί ενδελεχώς με το θέμα των αλλαγών στον Ποινικό Κώδικα και του “δώρου” στους τραπεζίτες που ψήφισαν βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, του Κινήματος Αλλαγής και της Ελληνικής Λύσης.

Τι πράττει η δικαιοσύνη

Σε σημερινό της δημοσίευμα η Εφημερίδα των Συντακτών αναφέρει μεταξύ άλλων ότι δύο βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών κρίνουν ανεφάρμοστη τη διάταξη ευνοϊκής μεταχείρισης τραπεζικών στελεχών. Επίσης ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, όπως λένε οι δικαστές και καλούν τους εισαγγελείς να εξετάσουν την ουσία των εκκρεμών υποθέσεων για ζημιές εις βάρος πρώην δημόσιας τράπεζας.

Τι αναφέρουν τα βουλεύματα

«Η διάταξη του άρθρου 405 παρ. 1 β’ ΠΚ τόσο αυτοτελώς κρινόμενη όσο και σε συνδυασμό με το τεσσαρακοστό έκτο άρθρο της ΠΝΠ… είναι αντισυνταγματική (ως παραβιάζουσα τις αρχές της ισότητας, ως περιορίζουσα αδικαιολόγητα το δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, αλλά και ως υποκρύπτουσα συγκαλυμμένη αμνηστία) και για τον λόγο αυτό ανεφάρμοστη», με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην εξαλείφει από μόνη της η μη υποβολή έγκλησης ή δήλωσης συνέχισης της διαδικασίας το αξιόποινο έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος τραπεζικών ιδρυμάτων, αναφέρει χαρακτηριστικά το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών (2165/2020, που εκδόθηκε στις 17/7).

Όμως και το δεύτερο βούλευμα του Συμβουλίου (2147/2020), με ίδια ημερομηνία έκδοσης και διαφορετική σύνθεση, κατέληξε στο ίδιο κατηγορηματικό συμπέρασμα. Η υπόθεση εδώ αφορούσε μεν αρχικά κακουργηματική δίωξη για απιστία σε βάρος τραπεζικών στελεχών αλλά στη συνέχεια οι δικαστές διαπίστωσαν και ενδείξεις ποινικών ευθυνών της ανώνυμης εταιρείας που είχε αναλάβει την ειδική εκκαθάριση της τράπεζας μετά τον διαχωρισμό της σε «καλή» και «κακή». Σύμφωνα με το Συμβούλιο η διάταξη περί αναγκαιότητας έγκλησης για την ποινική δίωξη κακουργηματικής απιστίας επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα «καθίσταται ανεφάρμοστη λόγω της αντίθεσής της στο Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», ενώ το επιχείρημα περί «διασφάλισης της απρόσκοπτης, άνευ ποινικών εκκρεμοτήτων οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα ως ουσιώδους πυλώνα του εθνικού οικονομικού συστήματος» δεν μπορεί να θεωρηθεί «λόγος εγκείμενος στο κοινωνικό ή εθνικό συμφέρον, καθώς σύμφωνα με την κοινή πείρα και λογική οι τράπεζες και οι αυτές εν γένει επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν αποτελούν συνιστώσα της εθνικής οικονομίας πιο σημαντική από τις μεγάλες επιχειρήσεις του λιανεμπορίου, ή από τις ναυτιλιακές, ή τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών με χιλιάδες εργαζόμενους, ή από τις ευμεγέθεις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ)». Και σε μια ακόμη πιο αιχμηρή διατύπωση οι δικαστές επισημαίνουν ότι με τις επίμαχες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και της ΠΝΠ προωθείται η «απαγορευμένη/ συγκαλυμμένη αμνήστευση ποινικών αδικημάτων για μια συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων κατά παράβαση των άρθρων 26 και 47 του Συντάγμα- τος», που προβλέπουν αμνηστία μόνο για πολιτικά εγκλήματα.

Οι καίριες αποφάσεις του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθήνας ανοίγουν διάπλατα την πόρτα για επανεξέταση πολλών ακόμη εκκρεμών υποθέσεων και αφαιρούν από τις διοικήσεις των τραπεζών που έχουν τέτοιες εκκρεμότητες το πρόσχημα της νομοθεσίας. Για την ιστορία, αναφέρουμε ότι και οι δύο υποθέσεις που έκρινε το δικαστικό συμβούλιο αφορούσαν την Αγροτική Τράπεζα.

Η πρώτη αφορούσε διώξεις εις βάρος όλου του διοικητικού συμβουλίου της το 2006 (18 μέλη του τότε Δ.Σ. κατηγορήθηκαν για απιστία και ακόμη ένα στέλεχος για συνέργεια σε απιστία) για ζημιά πολλών εκατομμυρίων που, κατά το κατηγορητήριο, προκάλεσαν στην τράπεζα δανειοδοτώντας υπό χρεοκοπία αγροτικό συνεταιρισμό. Η δεύτερη υπόθεση αφορούσε επίσης στελέχη της τράπεζας αλλά και την «απροθυμία» του ειδικού εκκαθαριστή, δηλαδή την εταιρεία που είχε αναλάβει την εκκαθάριση της Αγροτικής μετά τη διάσπασή της σε «καλή» και «κακή» τράπεζα, να κάνει χρήση των δικαιωμάτων του για έγκληση. Και στις δυο περιπτώσεις το Συμβούλιο καλεί τους εισαγγελείς να προχωρήσουν στην ουσία των υποθέσεων, δηλαδή να υποβάλουν πρόταση για τη δίωξη των κατηγορημένων, αγνοώντας τις αντισυνταγματικές και ανεφάρμοστες διατάξεις.

Τι είχε συμβεί

Το ζήτημα της κατ’ έγκληση δίωξης τραπεζικών στελεχών για κακουργηματική απιστία, σε υποθέσεις δανείων, ήταν ζήτημα αντιπαράθεσης της κυβέρνησης με κόμματα της αντιπολίτευσης που έκαναν λόγο για απιστία. Με την τροπολογία που κατατέθηκε σήμερα, από το άρθρο 399 του ΠΚ, «για να μην υπάρχει ανάποδη ανάγνωση του Ποινικού Κώδικα», είπε ο κ. Τσιάρας, «πλέον μετατίθεται στο άρθρο 405 και περιγράφεται με τη γενικότερη φράση ότι η απιστία κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος πλέον απαιτεί την έγκληση και δεν λειτουργεί με τη λογική του αυτεπάγγελτου».

Οι τράπεζες δεν κατέθεσαν έγκληση για απιστία

Οι διοικήσεις των τραπεζών ως γνωστόν είχαν προθεσμία των τεσσάρων μηνών μέσα στην οποία μπορούσαν να καταθέσουν έγκληση για συνέχιση ποινικών υποθέσεων που είχαν κινηθεί αυτεπαγγέλτως για το κακούργημα της απιστίας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Διοικήσεις Τραπεζών: Δεν προέβησαν σε εγκλήσεις με την λήξη του τετραμήνου

Διπλό χτύπημα στη Libra σε Ελλάδα και Κύπρο

Η συνομωσία της αλογόμυγας

Λογοθέτης: Ο εφοπλιστής που ομολόγησε το το σκάνδαλο και η δικαίωση της “Μ”

 

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ