Του Γιάννη Σελίμη*
Το τέλος του διπολισμού στις διεθνείς σχέσεις, η κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών σε πολλούς τομείς της διεθνούς ζωής, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η επανάσταση των νέων τεχνολογιών, η οικουμενικότητα στις τηλεπικοινωνίες και γενικότερα στις επικοινωνιακές σχέσεις, επιβάλλουν ανακατατάξεις και αναπροσαρμογές στις νέες συνθήκες, τόσο στο εσωτερικό των χωρών, όσο βέβαια και στις εξωτερικές τους σχέσεις.
Η ελληνική Δημόσια Διοίκηση, θα πρέπει να αντιληφθεί την αναγκαιότητα, μέσα στο νέο σύνθετο, ασταθές, ρευστό και άκρως ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, να αναπροσαρμόζει συνεχώς τις προτεραιότητές της, επικαιροποιώντας τους στόχους της, έτσι ώστε να συμβάλλει αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που η ίδια δέχεται, με σκοπό να κερδισθεί το στοίχημα της ομαλής προσαρμογής και ενσωμάτωσής της στο διεθνές σύστημα και της ισότιμης και δυναμικής συμμετοχής στη μεγάλη περιπέτεια της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας. Εξάλλου, η εν εξελίξει ευρωπαϊκή ενοποίηση και διοικητική σύγκλιση προϋποθέτει δομές συγκρίσιμες και πορείες παράλληλες των Διοικήσεων, ενώ ενισχύει την αναγκαιότητα για αποτελεσματική και αξιόπιστη Δημόσια Διοίκηση προσανατολισμένη στις ανάγκες και προσδοκίες των πολιτών.
Δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε ότι στην απουσία ελέγχου και κριτικής λείπει ο διάλογος, προϋπόθεση δημιουργικών αλλαγών. Λείπει συνεπώς και η προσαρμοστική, διαλεκτική πορεία προς μια κατάσταση νέα, ανταποκρινόμενη προς τις καινούργιες συνθήκες και επιταγές του τεχνολογικού, οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος της Δημόσιας Διοίκησης. Εξάλλου, οι έλεγχοι είναι αυτοί που ωθούν τη διοίκηση σε μεγαλύτερη ανταπόκριση στις ανάγκες του κοινού της, σε μεγαλύτερο βαθμό ανάληψης πρωτοβουλιών και δημιουργικής δράσης, σε μεγαλύτερο βαθμό προσανατολισμού προς το αποτέλεσμα, σε αντίθεση με την τάση της για σπατάλη πόρων στην προσπάθειά της για την τήρηση των τυπικών κανόνων και την εσωστρεφή συμπεριφορά της.
Στο πλαίσιο αυτό, η δυνατότητα διενέργειας αποτελεσματικών ελέγχων θα συμβάλει στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος καταλληλότερου για την ανάληψη πρωτοβουλιών και στην εξέλιξη των πρωτοβουλιών αυτών σε μία ευνοϊκότερη για τη Διοίκηση προοπτική, καθώς ευρύτερος στόχος των ελέγχων, πέρα από την αντιμετώπιση φαινομένων διαφθοράς, αποτελεί η αξιολόγηση της δραστηριότητας των υπηρεσιών ως προς την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα, η καταγραφή των παθογόνων αιτίων προβλημάτων που καταγράφονται και κυρίως η εισήγηση πρόσφορων και ρεαλιστικών λύσεων για την αντιμετώπισή τους.
Η ελεγκτική παρέμβαση δεν εξαντλείται στην εισήγηση μεμονωμένων προτάσεων που αφορούν μεμονωμένες υπηρεσίες, αλλά με συνεχή και συνεπή προσπάθεια, επιδιώκει την επίτευξη του μακροσκοπικού στόχου της εξεύρεσης μόνιμων και μακροπρόθεσμων λύσεων σε προβλήματα που έχουν εντοπιστεί και αφορούν όλες τις ομοειδείς υπηρεσίες.
Επιπρόσθετα,
η παρέμβαση αυτή αποτελεί προϋπόθεση δημοκρατίας, στο μέτρο που αξίες και έννοιες όπως, εμπιστοσύνη, πληροφόρηση, προσβασιμότητα, διαφάνεια, ανταποκριτικότητα, συμμετοχική δράση, διάλογος, συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, ευθύνη για το αποτέλεσμα και κοινωνική ευθύνη, συνθέτουν την έννοια της δημοκρατίας.
Το όραμα, λοιπόν, των διοικητικών μηχανισμών, θα πρέπει να έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την εξωστρέφεια, μακριά από τα γνωστά μοντέλα του προστατευτισμού, της αυτοϊκανοποίησης και της «εσωτερικής κατανάλωσης». Ένα όραμα, βασική παράμετρος του οποίου είναι η σύνδεση των δημοσίων οργανισμών με κοινωνικές, πολιτιστικές και επιστημονικές αξίες και δραστηριότητες, μια σύνδεση που ενισχύει και παγιώνει το δημόσιο διάλογο, την ανοικτή και συστηματική επικοινωνία στη δημόσια σφαίρα, στοιχεία που δεν αποτελούν μόνο ουσιώδη συνθήκη της αποτελεσματικής, αλλά επιπλέον και της δημοκρατικής διοικητικής πρακτικής. Η αντίστοιχη στρατηγική δεν ολοκληρώνεται με το πέρασμα από την πληροφόρηση στην εξυπηρέτηση του πολίτη από τη Διοίκηση.
Βασική και διαρκής επιδίωξη επιβάλλεται να είναι η δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων για την ποιοτική εξυπηρέτησή του, με τη διάθεση ολοκληρωμένων διοικητικών προϊόντων, ακόμη και εξατομικευμένων, και την από κοινού εξεύρεση της συμφερότερης γι΄ αυτόν λύσης, στο πλαίσιο πάντα του δημοσίου συμφέροντος.
Η αύξηση των αιτημάτων κρατικών λειτουργών αλλά και πολιτών προς τους ελεγκτικούς και διαμεσολαβητικούς μηχανισμούς για τη διενέργεια ελέγχων και παρεμβάσεων, η ικανοποιητική σε πολλές περιπτώσεις ανταπόκριση των φορέων και υπηρεσιών που ελέγχθηκαν στις αντίστοιχες προτάσεις και συστάσεις, η συμμετοχή των ίδιων των στελεχών σε προγράμματα και δράσεις εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης, καθώς και η ανάπτυξη επικοινωνίας με το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον αναδεικνύουν το βαθμό καταξίωσης της ως άνω λειτουργίας και της διασφάλισης προοπτικών ανάπτυξής της, προσεγγίζοντας τη Διοίκηση με εισηγήσεις επίλυσης προβλημάτων, μέσα από τη συναγωγή ειδικών και γενικότερων εκτιμήσεων και συμπερασμάτων και αποσαφηνίζοντας στόχους και προτεραιότητες για το μέλλον.
Είναι προφανές ότι η μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων του συστήματος ελέγχου της Διοίκησης και η αύξηση της αποτελεσματικότητάς του συναρτώνται με την εξοικείωση της ίδιας της Διοίκησης με τη φύση και τους στόχους της ελεγκτικής παρέμβασης και προϋποθέτουν την ενεργή στήριξη από την πολιτική ηγεσία, το ενεργό ενδιαφέρον και την ουσιαστική συνεργασία μεταξύ του ελεγκτικού μηχανισμού και των δημοσίων υπηρεσιών.
Επιδίωξη αλλά και σημείο προβληματισμού για όλους τους εμπλεκόμενους στην ως άνω διαδικασία είναι, μέσα από διαρκή και συνεπή προσπάθεια, η ανατροπή της αρνητικής εικόνας της κοινωνίας για τη δημόσια διοίκηση, ως βασική διοικητική παθολογία, και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών, με την καλλιέργεια σχέσης αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας ανάμεσα στα κρατικά όργανα και στους πολίτες για να επιτευχθεί η ενεργοποίηση της κοινωνίας και η «κοινωνία υπεύθυνων πολιτών», στοιχεία που αποτελούν και το απαραίτητο θεμέλιο για την οικοδόμηση ενός άλλου δημόσιου τομέα, σύγχρονου και αποδοτικού.
Εάν δεχτούμε, ανεξάρτητα από ιδεολογικές ή πολιτικές διαφορές και κομματικές προτιμήσεις, ανεξάρτητα από ρόλους και συμφέροντα στην παραγωγική διαδικασία, κυβέρνηση και κόμματα, δημόσιες αρχές και πολίτες, εργοδότες και εργαζόμενοι, ότι οι παραδοσιακές συμπεριφορές παρουσιάζουν αδυναμίες, ότι οι παραδοσιακές διοικητικές πρακτικές είναι ελλειμματικές και δεν ανταποκρίνονται στις νέες συνθήκες, τότε μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι υπάρχει πραγματικά ανάγκη εύρεσης νέων κωδίκων επικοινωνίας για τα δημόσια πράγματα.
Είναι αναγκαία, όσο ποτέ άλλοτε, μια νέα, ολοκληρωμένη στρατηγική στη Δημόσια Διοίκηση, με ιστορική μνήμη και συνέχεια, η οποία θα διέπεται από αντίληψη συνεργασίας μεταξύ των φορέων για τη προώθηση κοινών δράσεων. Μια στρατηγική που θα εκφράζεται με τη σχεδίαση ολοκληρωμένων παρεμβάσεων λαμβάνοντας υπόψη υποστηρικτικές δομές, μηχανισμούς υλοποίησης, ανθρώπινους πόρους, με πλήρη τεκμηρίωση και ποσοτικοποίηση των αναμενόμενων αποτελεσμάτων, με την αξιοποίηση των προκλήσεων και των ευκαιριών που παρουσιάζονται, με πνεύμα που θα προάγει το δημόσιο διάλογο και θα βελτιώνει την ποιότητα του. Ταυτόχρονα όμως, η εικόνα της Δημόσιας Διοίκησης μέσα από την καθημερινή πραγματικότητα, θα πρέπει, κάθε μέρα, να εμφανίζεται καλύτερη, πιο φερέγγυα και πιο αξιόπιστη.
* Ο κ.Γιάννης Σελίμης είναι στέλεχος της Γενικής Γραμματείας για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, Επιθεωρητής – Ελεγκτής Δημόσιας Διοίκησης
Πηγή: Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό MANAGER